Άρθρα

Το φαντασιακό

 

Του
Νίκου Παπαδόπουλου

Πώς άραγε πορεύεται κανείς στη ζωή δίχως το κίνητρο και τις φτερούγες του φαντασιακού;
Λησμονήσαμε θαρρώ την τέχνη της ονειρογλυπτικής και της ονειροπλασίας, ψωνίζοντας πια προκατασκευασμένα όνειρα από το σούπερ μάρκετ του καταναλωτικού ιδεώδους. Φιμώσαμε με νομισματικές πράξεις, αλγοριθμικούς υπολογισμούς και πατρόν μαζικής συμπεριφοράς όλες εκείνες τις κραυγές που μας παρότρυναν κάποτε να ονειρευτούμε το ουτοπικό και να τολμήσουμε τ’ ακατόρθωτο. Εμπιστευτήκαμε, ελαφρά τη καρδία, τις ζωές μας στην προεπιλεγμένη από τον οικουμενικό κατασκευαστή λειτουργία πρόπλυσης και πλύσης (εγκεφάλου), την αυτόματη, την προβλέψιμη, τη μετρήσιμη, την κοινωνικά αποδεκτή και, κατά το δοκούν, πολιτικά ορθή. Ανταλλάξαμε τη γάργαρη φωνή που αναβλύζει μέσα μας μ’ εκείνες τις φωνές που πωλούνται σ’ εμφιαλωμένα μπουκαλάκια μίας χρήσης στα δελτία ειδήσεων και στις μεσημεριανές εκπομπές ποικίλης ύλης.
Αν δικαιολογεί κάτι και δίνει αξία στον λόγο ύπαρξής μας, τούτο είναι η ικανότητα του φαντασιακού, του ονειρικού, του γνήσια ανθρώπινου που απ’ την ώρα που γεννιόμαστε μας καλεί ν’ ανοίξουμε τα φτερά των ονείρων μας και να πετάξουμε μ’ αυτά. Ίσως να μην κατανοούμε σε απόλυτο βαθμό τη διεργασία του ονειρικού που συντελείται σε κάποια δυσπρόσιτη γωνιά του νου, μπορούμε ωστόσο να νιώσουμε όσα μας συγκινούν, όσα μας παρακινούν, όσα μας εξιτάρουν. Εάν το θελήσουμε πραγματικά, έχουμε τη δύναμη και την ικανότητα να ελευθερώσουμε από μέσα μας θάλασσες κι ανέμους, γλάρους και ρινοδέλφινα, καράβια φορτωμένα με ιδέες και όνειρα, ρότες παρθένες σ’ αχαρτογράφητα νερά, πυξίδες που σμίγουν με την Όστρια, εξάντες που μετρούν έχοντας πλάτη τον ήλιο, βουκαμβίλιες πάντα ολάνθιστες, αγγίγματα που φτάνουν να σε ταξιδέψουν πέρα από τον χρόνο, ενδύματα κεντημένα με νότες του φθινοπώρου, βιβλία δίχως αρχή και δίχως μέση και δίχως τέλος.
Θαρρείτε πως όλα τούτα δεν είναι πραγματικότητα; Θαρρείτε πως πραγματικότητα είναι μόνον όσα μπορούμε να εξαγοράσουμε με μία πιστωτική κάρτα ή ν’ αρπάξουμε με τις χούφτες μας; Κι όλα αυτά που ονειρεύεται ο καθένας από εσάς τα βράδια, όταν μένει μόνος ή όταν κολλάει σ’ ένα μποτιλιάρισμα στην Κατεχάκη ή όταν κάθεται και περιμένει πάνω από ένα κομμένο τηλέφωνο ή όταν ναυαγεί στο ξερονήσι ενός μπαρ, τι είναι; Αέρας; Και αν είναι μόνον αέρας, και δη κοπανιστός, τότε γιατί παλεύει η καθ’ όλα υλική και υλιστική πραγματικότητα που οικοδομείται γύρω μας να τον δηλητηριάσει, να τον (κατα)πνίξει, να τον φιμώσει, να τον αναμορφώσει, να τον δωροδοκήσει, να τον βγάλει τρελό ή γραφικό ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ρομαντικό εξ αφελείας ή εξ αμελείας; Πόσο πολύ άραγε πρέπει να κοπιάσει κανείς στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί αυτά που νιώθει και ονειρεύεται κόντρα στο ρεύμα της ίδιας του της υπολογιστικής λογικής ή της κοινά αποδεκτής λογικής των άλλων, όπως αυτή εκτρέφεται κι επιβάλλεται μαζικά;
Αλήθεια, πώς καταφέραμε και καταντήσαμε έτσι, άβουλα όντα, μέσα στην απόλυτη και αχαλίνωτη ελευθερία του καταναλίσκειν και ρυπαίνειν διά της κατανάλωσης; Σε ποια στροφή του δρόμου λησμονήσαμε τα παιδικά μας όνειρα; Σε ποια παιδική χαρά εγκαταλείψαμε εκείνο το παιδί που ήμασταν κάποτε και το αφήσαμε να περιμένει φοβισμένο και μονάχο να ’ρθούμε να το πάρουμε μια μέρα απ’ το χέρι; Σε ποια χρονική στιγμή προδώσαμε την υπόσχεση που δώσαμε κάποτε μέσα μας, μόνο και μόνο για να λάβουμε τα τριάκοντα αργύρια μιας ματαιόδοξης ενηλικίωσης; Νιώθει κανείς πια ο εαυτός του; Τον αναγνωρίζει; Ή μήπως κυνηγά αδιάκοπα ν’ αντικρίσει το είδωλό του πάνω στην εικόνα μιας αφίσας, μιας διαφήμισης, ενός μοντέλου που κατασκευάστηκε για έναν και μόνο λόγο, ήτοι για ν’ αποξενωθεί ο καθένας από τη μοναδικότητα του ίδιου του του εαυτού και να συνηθίσει να ονειρεύεται μόνο ό,τι πανομοιότυπο τού σερβίρουν ή του επιτρέπουν να ονειρευτεί με αντάλλαγμα την ίδια του την ψυχή;
Υπάρχουν φορές που αναρωτιέμαι, αν είναι πιότερο βολικό να παραμένουμε έτσι ναρκωμένοι, λαμβάνοντας σε μικρές καθημερινές δόσεις το όπιο μιας επίπλαστης, κίβδηλης ευδαιμονίας. Ή μήπως τελικά το φαντασιακό δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ενδορφίνη που εκλύει ο οργανισμός μας, ώστε να μπορεί να υπομένει όλο αυτό το ανούσιο που τυλίγεται γύρω μας και μέσα μας κάθε μέρα και για το οποίο είμαστε όλοι υπεύθυνοι, κατά συναυτουργία, ως μέλη της μίας και μοναδικής πανανθρώπινης εγκληματικής οργάνωσης; Αν υποθέσουμε πως και οι δύο αυτές καταστάσεις είναι ψευδείς, ήτοι από τη μια η ψευδεπίγραφη και άνυδρη φαντασιακά πραγματικότητα που ζούμε και από την άλλη ο ανύπαρκτος, ουτοπικός κόσμος όσων ονειρευόμαστε σε ξέφωτα αυτογνωσίας ή αυτολύπησης, για ν’ αντέξουμε το βάρος της πραγματικότητας, τότε ποιο από τα δύο ψεύδη είναι προτιμότερο;
Και ποια είναι η αλήθεια; Και αν υπάρχει κάπου κρυμμένη μιαν αλήθεια σ’ όλα αυτά, ποιος θα μας την ψιθυρίσει, αφ’ ης στιγμής όλοι οι σοφοί της ανθρωπότητας προτίμησαν ν’ αναπαυθούν στις δάφνες και τους τίτλους με τους οποίους γέμισαν τ’ αρχοντικά τους, αφήνοντάς μας μόνους να μηρυκάζουμε ρήσεις αρχαίων φιλοσόφων και στίχους πεθαμένων ποιητών, για να κοιμίσουμε την ένδεια, την ημιμάθεια και προπαντός την απραξία μας;

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το