Του Γ. Καπουρνιώτη
Όλες οι εκλογές έχουν τη σημασία τους, όχι όμως πάντα την ίδια. Κι αυτό, γιατί υπάρχουν εκλογές που γίνονται σε μια «τρέχουσα» κατάσταση της χώρας, όπου οι συντεταγμένες της πορείας της είναι δεδομένες. Υπάρχουν άλλες εκλογές που γίνονται σε πρωτόγνωρες συνθήκες, όπως εκείνες του «εκλογικού σεισμού» του 2012, όπου θα αποκάλυπτε ότι κάτω από την «κανονικότητα» των αριθμών εκκολάπτονταν διεργασίες που καταδείκνυαν ότι η Μεταπολίτευση βρισκόταν σε καμπή. Οι επερχόμενες εκλογές κινούνται κάπου στη μέση, γιατί από τη μια έχουμε βρει μια ισορροπία ως χώρα αλλά από την άλλη η Ευρώπη, ο κόσμος και η Ελλάδα μαζί τους βιώνουν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, μια μετάβαση ανοιχτή στα πιο αντιθετικά ενδεχόμενα.
Η κοινοβουλευτική τετραετία που έκλεισε είχε ξεκινήσει με την αίσθηση της «επιστροφής στην κανονικότητα». Μετά από δέκα χρόνια δραματικής κρίσης, εννιά χρόνια στα Μνημόνια, είχε έρθει η στιγμή μιας ομαλής διακυβέρνησης. Γρήγορα όμως φάνηκε ότι δεν ήταν η εποχή της κανονικότητας, αλλά μια περίοδος πολλών κρίσεων όπως: πανδημία, κρίση στον Έβρο, μεταναστευτικό, ελληνοτουρκική ένταση, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, ακραία κύματα καύσωνα και ξηρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής, πληθωριστικές εντάσεις. Παρεμπιπτόντως, αυτή η εικόνα των πολλαπλών, ταυτόχρονων κρίσεων είναι πολύπλοκη και συνιστά μια άνευ προηγουμένου πρόκληση, διότι καλούμαστε πλέον να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά και να χρησιμοποιήσουμε όλη τη διαθέσιμη γνώση για να το προσανατολίσουμε προς μια εκ βάθρων βιώσιμη κατεύθυνση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην τωρινή τετραετία η Ελλάδα τα πήγε καλύτερα, συγκριτικά με την προηγούμενη. Η αξιωματική αντιπολίτευση, μία υπολογίσιμη «αντιμαχόμενη» δύναμη για την κυβέρνηση, σε όλη την τετραετία, προσκολλήθηκε στα δικά της στερεότυπα με στοχοποίηση του Κ. Μητσοτάκη, και με όρους σχεδόν ρατσιστικούς (λόγω της οικογενειακής καταγωγής του). Δεν διαμόρφωσε «καθαρό» λόγο ούτε στα στρατηγικά ζητήματα της χώρας: στην εξωτερική πολιτική, στην άμυνα, στο μεταναστευτικό, στο Ουκρανικό (δεν είχε μια ξεκάθαρη θέση). Και ενώ όφειλε να προωθήσει κλίμα συνεργασίας, έγινε ο πρωταγωνιστής του διχασμού και της πόλωσης. Από την άλλη, η κυβέρνηση υπερεκτίμησε την υπεροχή της, ξεχνώντας πόσο ασταθής είναι η πορεία εκσυγχρονισμού αυτής της χώρας και πώς απρόβλεπτα γεγονότα, όπως οι φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές στην Εύβοια και στην Αττική) και το δυστύχημα των τρένων στα Τέμπη, με την απώλεια τόσων νέων ανθρώπων, έδειξαν με έμφαση τις άσχημες πλευρές, ιδίως την κακοδαιμονία στον κρατικό μηχανισμό. Απέδειξαν πως η λειτουργία του ελληνικού κράτους ρέπει μάλλον προς Βαλκάνια και Ανατολή, παρά προς Ευρώπη! Με αυτό το μείγμα απολογισμών, βιωμάτων και συναισθημάτων πηγαίνουμε στις τωρινές εκλογές.
Χρειάζεται να θυμόμαστε αυτό το παρελθόν για να κρίνουμε τη βαρύτητα των σημερινών αποφάσεων και για να δούμε τις μεταβολές του παρόντος. Μπροστά μας ορθώνονται οι μεγάλες προκλήσεις, απειλές ή ευκαιρίες, της νέας εποχής. Η νέα παγκόσμια γεωπολιτική μπορεί να πάρει τη μορφή του ψυχρού πολέμου ή να οδηγήσει στην υποβάθμιση της Ευρώπης. Η κλιματική αλλαγή που ήδη εξελίσσεται και απειλεί ιδιαιτέρως τη Μεσόγειο. Οι καύσωνες έχουν γίνει πιο συχνοί, πιο έντονοι και διαρκούν περισσότερο λόγω της κλιματικής αλλαγής που προκαλείται από τον άνθρωπο. Η δημογραφική γήρανση που ναρκοθετεί τα συστήματα πρόνοιας. Ο παραγωγικός μετασχηματισμός και οι αλλαγές στην απασχόληση που φέρνουν η τεχνολογική επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη. Η αλλαγή στην εκπαίδευση και στην προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού για να ανταποκριθεί στις νέες παραγωγικές διαδικασίες. Όλα αυτά δεν είναι σκηνές από το μέλλον, αλλά φαινόμενα που ήδη εξελίσσονται και συνήθως συσκοτίζονται από ασήμαντες κομματικές αψιμαχίες. Ουσιαστικά είναι ο νέος κόσμος τον οποίο ήδη αγωνιζόμαστε να παρακολουθήσουμε, κάνοντας ως έναν βαθμό αυτό που πάντα κάναμε: «κυνηγάμε ή μιμούμαστε τους πιο αναπτυγμένους».
Δεν είναι λίγο γιατί την περασμένη δεκαετία της κρίσης χάσαμε πολύ έδαφος. Τώρα η οικονομία, οι επενδύσεις και η απασχόληση ανακάμπτουν συγκριτικά γρηγορότερα, αλλά η απώλεια δεν έχει καλυφθεί, ιδίως στα εισοδήματα, γιατί πολλά νοικοκυριά ανησυχούν σχετικά με την ικανότητά τους να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Η σχέση μας με την Ευρώπη έχει αλλάξει υπαρξιακά. Δεν φύγαμε ευτυχώς από αυτήν στην τραγική περίοδο 2010-2015. Παρά την πολιτική αστάθεια από το τέλος του 2014, τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις µε τους δανειστές το πρώτο εξάμηνο του 2015, την τραπεζική αργία και την επιβολή περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων, μείναμε Ευρώπη, είμαστε Ευρώπη και μάλιστα χώρα – σύνορο. Όμως, η Ευρώπη δεν είναι πια ένα εξωτερικό δεδομένο στο οποίο θέλουμε να φτάσουμε. Είναι μια ζωντανή οντότητα την οποία «συνδιαμορφώνουμε» και μάλιστα μια οντότητα σε δοκιμασία, που αναζητά το δικό της ρόλο σε έναν κόσμο που έχει γίνει πιο δύσκολος για αυτήν. Η αλλαγή της σχέσης μας δεν είναι απλώς θεσμική – οικονομική, είναι ταυτοτική. Μεταλλάσσει αργόσυρτα την ίδια την εθνική ταυτότητα αναπλάθοντας στο εσωτερικό της τη σχέση ελληνικότητας και ευρωπαϊκότητας, γεγονός που έχει πολλαπλές επιπτώσεις και που σίγουρα ενισχύει το μεταρρυθμιστικό δυναμικό της χώρας.
Από μόνο του βεβαίως δεν φτάνει. Όπως δεν φτάνει και ο «από τα πάνω εκσυγχρονισμός», ο σωστός γενικός πολιτικός προσανατολισμός, οι ορθές κεντρικές επιλογές του κράτους και της κοινωνίας. Όλα αυτά είναι απαραίτητα αλλά δεν είναι αρκετά. Χρειαζόμαστε πια έναν συστημικό και αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό. Συστημικό με την έννοια ότι πρέπει να εξαπλωθεί στο θεσμικό – διοικητικό επίπεδο που βρίσκεται μεταξύ ηγεσίας και κοινωνίας. Εκεί θα κριθεί η μεταρρυθμιστική έφεση της εξουσίας που θα προκύψει από τις εκλογές. Η ικανότητά της να κινητοποιεί και να εξοπλίζει μεταρρυθμιστικές δυνάμεις οι οποίες θα ανατρέπουν τις ισορροπίες της αδράνειας, της διαπλοκής και της προσοδοκρατίας (την αργομισθία, τη συνταξιοδότηση με προνομιακούς όρους, τις επιχορηγήσεις χωρίς αναπτυξιακό αποτέλεσμα, τις υπερκοστολογημένες προμήθειες και έργα ή τις μίζες των δημοσίων υπαλλήλων). Χρειαζόμαστε τον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό, με την έννοια ότι εξετάζει και επανεξετάζει τα ηθικά, ιδεολογικά και ιστορικά επιχειρήματα της μεταρρυθμιστικής πολιτικής ώστε να δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις και ηγεμονίες.
Τα διλήμματα πολλά και οι εκλογές, οι πιθανώς διπλές εκλογές, θα αποτελέσουν μεγάλη δοκιμασία για τις προοπτικές της χώρας μας. Η σωστή επιλογή ενός «σύγχρονου» πολιτικού, με παρουσία και λόγο σταθερότητας στη διεθνή σκηνή, θα κριθεί από την «εσωτερική» μεταρρύθμιση του κράτους, η οποία θα οδηγήσει την κοινωνία μας σε αλλαγή παραδείγματος και εποχής. Όλες οι δράσεις, οι αποφάσεις και οι πολιτικές του θα πρέπει να κατευθύνονται προς τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος, μιας ελπιδοφόρας εικόνας της Ελλάδας σε έναν κόσμο ταραγμένο και μεταβαλλόμενο. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να δράσει… και μάλιστα να δράσει επειγόντως…