Άρθρα

Το δέλεαρ της πολύσημης παραδοξότητας – «Το δέρμα της ειρωνείας» Γιώργου Χαντζή

Tου Παναγιώτη Σωτηρόπουλου,
Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ

«κεῖ ὅπου σμιλεύονται οἱ ἀναπαραστάσεις τοῦ ἔρωτα
Δίπλα στὸ χυτὸ σίδηρο γιὰ τὰ ἀδελφοκτόνα ὅπλα»

Αταξινόμητο το πεδίο της ποιητικής παραγωγής στη χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια. Σε έναν ορυμαγδό ποιητικών εκδόσεων και δημοσιεύσεων, δύσκολο να βρεθεί το μέτρο και το κριτήριο ποιότητας ή, αν αυτό είναι ανέφικτο, να ορίσουμε στοιχειωδώς τη διαφορά μεταξύ εξομολογητικής έκφρασης και ποιητικής δημιουργίας. Στο κοινωνικό περικείμενο της εποχής μας που χαρακτηρίζεται από δράση και πολλαπλότητα, το θεμελιώδες πρόβλημα δεν είναι η οντολογική αναγωγή στο Όν, αλλά πώς θα αναδείξουμε και θα εκφράσουμε στο πεδίο της ποιητικής δημιουργίας το παίγνιο ενός σύμπαντος λόγου, που αντλεί την έμπνευσή του από την πολλαπλότητα των νοημάτων που μας περιβάλλουν. Γι’ αυτό ο λόγος είναι αποκλίνων, μεταφορικός, «φανοποιός» κατά την προσφιλή έκφραση του Ezra Pound.

Αν για τη Hana Arend η ακοσμικότητα, ως φιλοσοφικός στοχασμός για την ανθρώπινη κατάσταση, συνιστά πολιτική δράση, για τον Γιώργο Χαντζή, κατ’ αναλογία, η αισθητική ποιότητα της εμπειρίας ορίζει το φαινομενολογικό ορίζοντα του ποιητικού ενεργείν στον κόσμο. Με μια αναμόχλευση που συνδυάζει γόνιμα την πραγματιστική προσέγγιση ως εμπειρία μοναδική και την αυτοεκπλήρωση του νοήματος μέσα από τον ποιητικό λόγο, ως έκφραση ανεπανάληπτη του γλωσσικού σύμπαντος, επιχειρείται η υπέρβαση των αναπότρεπτων ορίων του φορμαλισμού της γλώσσας. Το εγχείρημα βασίζεται σε δυο παράλληλες κινήσεις την εικονοποίηση και την αισθητικοποίηση που αναιρούν το ενδιαφέρον για το αντικείμενο της ποιητικής δημιουργίας προκειμένου να εκδιπλωθεί ο φαινομενολογικός ορίζοντας της εμπειρίας, ως διαδικασία πρόσληψης αξιών.

Πῶς νομιμοποιεῖται ἡ αἰσθητικὴ ἀντίληψη τῆς ζωῆς ὡς δίχτυ
σωτηρίας πρὶν τὸν βράχο.
Καὶ τί νὰ κάνει κανεὶς μὲ τὴ μία καὶ μοναδικὴ γωνία τοῦ ὁρᾶν.
Ἡ παράσταση τοῦ πίνακα ὁρίζει τὸ πολὺ δύο κατευθύνσεις
Ἢ κοιτάζεις τὸ χέρι ποὺ δείχνει τὴ γῆ ἢ τὸ ἄλλο ποὺ στοχεύει
στὸν οὐρανό.
Δὲν ὑπάρχει λύση χωρὶς διακινδύνευση παρὰ ἡ εἴσοδος στὸν
Πίνακα.

Γιατί εντέλει η ποίηση ενεργεί ταυτόχρονα ως προσποιητή προθετικότητα και ως πραγματική δοκιμασία. Κομίζει αξιακές επιλογές και μια αισθητική του νοήματος. Για να εκπληρώσει τον σκοπό της, πρέπει η ανάγνωσή της να είναι μια ισχυρή εμπειρία που προκαλεί πραγματικούς μετασχηματισμούς, κάτι σαν τον «πυρετό του Werther», στους αναγνώστες. Δεν μπορεί να είναι απλώς ένα γλωσσικό παίγνιο, μια σκόπιμη πλάνη, προκαλώντας μόνο συναισθήματα, άρα αναποτελεσματικά και μη βιώσιμα. Έρχεται να αναστατώσει τον ορίζοντα των προσωπικών εμπειριών για να εμπλουτίσει τις επιλογές, να ανατρέψει ενίοτε όσα ως σταθερές είχαμε αποδεχθεί, να συγκροτήσει τον νοηματικό μας ορίζοντα ως απόδειξη, μέσω της ατελεύτητης επέκτασιμότητάς του, της μη πληρότητας του ποιητικού σύμπαντος. Γιατί μόνον

οἱ συγκλητικοὶ ἀρέσκονται στὶς γραμμικὲς καὶ ἀπόλυτες
κατασκευές.

Για τον Γιώργο Χαντζή η ποίηση δεν είναι μια αυτάρεσκη επίδειξη γλωσσικών κατασκευών, ανερμάτιστου βερμπαλισμού. Υπάρχει σε έναν κόσμο απ’ όπου αντλεί τις αναφορές της ως ιστορική μαρτυρία μέσα από τη συμβολική του νοήματος, αμφισβητώντας όμως την εμπειρία διαβίωσης, τις προκλήσεις και τα όριά της. Δεν είναι ούτε αντιστοιχία μεταξύ γλώσσας και αντικειμένου όπως αναδεικνύεται ως έκφραση, αλλά ούτε και αυτοαναφορικό αντικείμενο. Η πολλαπλότητα του νοήματος υποδεικνύει μια ιδιαίτερη θέση έναντι στη μοναδικότητα και τη διαφορετικότητα. Σχετίζεται περισσότερο με μια πλουραλιστική δυναμική του νοήματος που βασίζεται στην αναφορική απροσδιοριστία, όπου η ποιητική γλώσσα γίνεται πρακτική που καθορίζει συγκεκριμένους κανόνες που αφορούν κάθε αντικείμενο κειμένου.

Χωρίς να εκτρέπεται σε μια ποιητική γλώσσα που προσπαθεί να εντυπωσιάσει ή να συνεγείρει με την αποφθεγματική λειτουργία της, συμφιλιώνει τη μορφή, το μέτρο και τη μουσικότητα της ποίησης με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Συστήνει έτσι συνεχή διάλογο που ανανεώνει την ποιητική μέσω δύο φαινομενικά ασυμβίβαστων τρόπων αποκάλυψης του κόσμου. Εδώ έγκειται νομίζω και η πρωτοτυπία της ποιητικής του Γιώργου Χαντζή. Με στέρεη φιλοσοφική σκευή, έχοντας αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά της ποίησης ως αναγνώστης, μελετητής και μεταφραστής, μας παραδίδει την ποιητική του παραγωγή ως δημιουργία που καθιστά δυνατή την υπέρβαση της παραδοσιακής αντίθεσης μεταξύ ορθολογικότητας και ευαισθησίας. Διατηρεί την ευαισθησία για τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο που διατηρεί ταυτόχρονα την ευαισθησία για τη γλώσσα.

Ἄκου, αὐτὴ ἡ φράση «δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνα…» ἐνέχει τόση
γοητεία
ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἱκανοποιεῖ ἀναπάντητη
ὡς αἰσθητικὴ τοῦ διαφεύγοντος νοήματος.

Αυτή η ταυτόχρονη ασέβεια προς τον λόγο της επιστήμης, αλλά και προς τον ποιητικό λόγο, είναι εκδήλωση της απροκάλυπτης έγνοιας του ποιητή να αξιοποιήσει τη γλώσσα σε όλες τις εκφάνσεις της. Δεν προσυπογράφει την τάση να κατανοήσει τον κόσμο μέσω της γλώσσας και να δημιουργήσει μια ενότητα νοήματος. Αρνείται να ενδώσει στον συνήθη πειρασμό εξήγησης και αποκάλυψης του κόσμου μέσω της γλώσσας. Η τελευταία γίνεται τρόπος έκφρασης της πολλαπλότητας του νοήματος, τόπος οντολογικής και μεταφυσικής ανησυχίας που δεν συρρικνώνεται στην αυτοαναφορικότητα του ποιητικού λόγου, ούτε στον εγκιβωτισμό της ορθολογικότητας του φιλοσοφικού λόγου. Η ποίησή του έχει φτερά, έχει το σχήμα μιας αγκαλιάς, έχει χάρη, έχει ρυθμό, έχει την αισθαντικότητα του μοναχικού στοχαστή με τη δύναμη να μετασχηματίζει σε δράση τον κώδικα έκφρασης. Γίνεται τόπος εκπλήρωσης της προθετικότητας του νοήματος.

«Κράτησε ζεστὴ δίπλα στὸ μαξιλάρι σου τὴν ἐλπίδα
ἀλλὰ συνέχιζε νὰ ἀπομακρύνεις τὶς μαραμένες φλοῖδες,
καὶ τὰ ἀνούσια γλωσσικὰ παιχνίδια.
Ἀντικατάστησε τὰ οὐσιαστικὰ μὲ ρήματα, ἀντὶ ἄλλης
«ἀνυπομονησίας», «σὲ περιμένω»
ὅσο τὸ δυνατὸν πιστότερα, «σὲ σκέφτομαι» ὄχι «σὲ ὀνειρεύομαι».

Σε καιρούς εκποίησης της ποιητικής δημιουργίας, σύμπτωμά του ο πληθωρισμός της εκδοτικής παραγωγής, η ποιητική συλλογή «Το Δέρμα της ειρωνείας» του Γιώργου Χαντζή μάς υπενθυμίζει πως η ποίηση είναι ένας τρόπος επανοικειοποίησης του σύμπαντος της γλώσσας, τρόπος δημιουργίας της ατομικότητας περισσότερο από ένα μέσο αλλαγής της ζωής ή μιας ματαιόδοξης αυτο-παρηγορητικής εξομολόγησης. Είναι πρωτίστως το ήθος μιας εμπειρίας, της αναζήτησης του ακατανόητου που περιβάλλει τη ζωή μας.

Κατὰ βάθος ξέρεις πὼς θὰ εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἁπλὴ μέρα.
Δὲν δικαιοῦσαι νὰ πεῖς πὼς συνέβαλες
σὲ ἕναν paradiso terrestre, ἕναν κόσμο μικρο-μέγαλο.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το