Άρθρα

Το χρονικό της Μικρασίας μέσα από τη διαδρομή μιας ζωής

Της Λίνας Θωμά

Νένα Ζήση, Απόστολος Παντσάς,
Τα παιδιά της ομίχλης,
εκδ. Ωκεανός, Αθήνα 2022

Πόση λογοτεχνία χωράει μέσα στην Ιστορία και πόση Ιστορία στη λογοτεχνία; Δύσκολο να μετρήσεις και να αναμετρηθείς. Να ψάξεις και να βρεις τα ίχνη μιας γενιάς χαμένης και μιας Ιστορίας τραυματικής, ράβοντας σιγά σιγά τα κομμάτια της αφήγησης, ανιχνεύοντας την Ιστορία μέσα στην καταγωγή της· το χρονικό ενός ξεριζωμού, όπως τροφοδοτεί και ποτίζει την ίδια τη ρίζα του ανθρώπου, την καρδιά και το μυαλό. Έργο μικρό δεν είναι. Το δείχνει κατ’ αρχήν, ο αριθμός των σελίδων του βιβλίου αυτού. Κι ύστερα, το μαρτυράει και η αφήγησή του. Τριακόσιες είκοσι δύο σελίδες αφηγηματικής πλοκής, ιστορικών συσχετισμών και πολιτισμικών αναφορών, μια ανθρωπογεωγραφία εξακτινωμένη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μια γενιά καταδικασμένη στης θάλασσας το αυλάκι, ανάμεσα στο νέο και το παλιό, τη μνήμη του παλιού και το φορτίο του καινούργιου: Έργο απεριόριστο.
Και είναι αξιοσημείωτο πώς καταφέρνει να χωρέσει τόση Ιστορία μέσα από τη διαδρομή μιας ζωής. Αλλά ίσως αυτό να είναι το στοίχημα του βιβλίου: Η εξατομίκευση της Ιστορίας μέσα από μια αφήγηση προσωπική. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Ιστορία των γεγονότων αποκτάει σάρκα και οστά, ένα μάτι να τη δει κι ένα αυτί να την ακούσει – μαζί κι ένας αναγνώστης να τη διαβάσει και να τη χαρεί. Γιατί αυτό πετυχαίνει εδώ η αφήγηση: Μιλώντας για τον ένα, αναφέρεται στους πολλούς και κάνει λόγο για τραύματα ομαδικά, περνώντας τη βελονιά μέσα από τον καθένα. Η μονάδα και το πλήθος συνδιαλλάσσονται αμοιβαία. Είναι βαρύς ο κοινός κλήρος.

Ο πόνος άλλωστε είναι αθροιστικός και μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά, περνάει μέσα από το αίμα. Το μαρτύριο των γονιών το επωμίζονται με τη σειρά τους και τα παιδιά και ορθά ευστοχεί ο τίτλος «Τα παιδιά της ομίχλης» ιχνηλατούν τον δρόμο τους στα θολά. Δανείζονται διαδρομές που τους γυρίζουν πίσω, στο εκκρεμές επάνω της νοσταλγίας και του ρεαλιστικού βιώματος, του ονείρου και της πραγματικότητας, μοιράζονται ανάμεσα στα δυο, παραπαίουν για να αναζητήσουν μια ισορροπία.
Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς άξονες του μυθιστορήματος, μπορούμε να πούμε: Το σχίσμα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το ευειδές χθες και το ευάλωτο σήμερα, η συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σε ό,τι υπήρξε και ό,τι υπάρχει ή καλύτερα, δεν υπάρχει από το όνειρο της περασμένης ζωής. Ένα όνειρο που τροφοδότησε μια εποχή και που έγινε φαντασιακό υλικό των χαμένων συνειδήσεων, η κλωστή που συνδέει το φτωχό παρόν με την πλούσια, παλιά δόξα.

Το φαντασιακό αυτό της χαμένης πατρίδας χαρίζει στο μυθιστόρημα και μερικούς από τους πιο ενδιαφέροντες μονολόγους που πλέκονται με το κύριο αφηγηματικό νήμα με την τεχνική του εγκιβωτισμού. Όπως είναι ο μονόλογος της Κλεονίκης, της Σοφίας, της Φωτεινής. Ηρωίδες που περιστοιχίζουν τη βασική ηρωίδα, Ελένη, και μεταφέρουν στοιχεία και πληροφορίες από τα μέρη της Σμύρνης και όχι μόνο, πλαισιώνοντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, τη δράση της πλοκής.

Η πολιτισμική αυτή σκευή μεταφέρεται στον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου: Οι συγγραφείς περισυλλέγουν και ξεδιαλέγουν τα στοιχεία της εποχής με φροντίδα. Ένας ολόκληρος κόσμος ξεδιπλώνεται μπροστά μας, πρόσωπα και πράγματα, στέκια του Βόλου και της Νέας Ιωνίας, χώροι και καταστήματα, μέρη που απομόνωσαν τη δύσκολη ιστορία, όπως οι καπναποθήκες Ασβεστά, Παπάντου, που συγκέντρωσαν τα απελπισμένα πλήθη των προσφύγων τα πρώτα χρόνια, τα Τετράγωνα, τα Πέτρινα και τα Γερμανικά σπίτια του λεγόμενου συνοικισμού κι άλλα σημεία αναφοράς του κοινωνικού βίου, αθλητικές δραστηριότητες και δράσεις, συνήθειες και ίχνη πολιτισμού, αντικείμενα της εποχής, σπιτικά είδη και ρούχα, μια πραγματογνωσία ατόφια που έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα της χαμένης πατρίδας, την πατριδογνωσία της, δείχνοντας ό,τι δεν μπόρεσε κανένας πόλεμος να καταστρέψει: Την ομαλή συνέχεια ενός πολιτισμού που καλείται τώρα να επιβιώσει κάτω από τις νέες συνθήκες. Έθιμα, τραγούδια, φαγητά· γεύσεις και ακούσματα αφιερώματα της μνήμης. Πνευματικά και φυσικά παιδιά, δημιουργήματα των ανθρώπων. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τράβηξαν μαζί τους σαν κλωστή την ίδια τους την ιστορία. Το ερευνητικό μάτι της Νένας Ζήση και του Αποστόλου Παντσά είναι ιδιαίτερα διεισδυτικό και μελετημένο. Δείχνει με τη μία τον κόπο και την ενδελεχή αναδίφηση ενός τέτοιου υλικού.
Στα 25 κεφάλαια του βιβλίου, οι περιγραφές αυτές των τόπων και των πραγμάτων έρχονται να εμπλουτίσουν τις περιγραφές των προσώπων και να πλαισιώσουν τη δράση, λειτουργώντας ως στέμμα της αφήγησης, περίτεχνη περιβολή και κορωνίδα της.

Η πλοκή της ιστορίας του μυθιστορήματος είναι εξίσου ελκυστική και αυτή: Η κυνηγημένη Μυρσίνη από το Οδεμήσιο φτάνει στον Βόλο, παίρνοντας μαζί με την κόρη της, Σουλτάνα, κι ένα άλλο παιδί, την Ελένη, που της το εμπιστεύτηκε μια ετοιμοθάνατη γυναίκα. Τα δυο κορίτσια της μεγαλώνουν με στερήσεις, αλλά και με το κουράγιο να γαντζωθούν από τη ζωή, να κερδίσουν τη ζωή και να τη χαρούνε.

Τόποι άτοποι της Ιστορίας, ευλογημένοι από την πίκρα και το βάσανο του ανθρώπου, κλειστοί και άχρονοι κι ωστόσο απόλυτα ενταγμένοι στην ιστορική συνέχεια: Το σχίσμα ανάμεσα στον φαντασιακό χρόνο του ονείρου και τον ρεαλιστικό χρόνο της πραγματικότητας αποκτά τώρα μέσα από την εξέλιξη της αφήγησης και μια άλλη διάσταση. Το «τότε» και το «τώρα» και η αντίθεσή τους γίνεται στην πορεία και αντίθεση ανάμεσα στο «εδώ» και το «εκεί». Ο χρόνος συνδιαλέγεται με τον χώρο, τον σημαδεύει και τον ορίζει.
Αναπτύσσοντας τη δράση του και στον καιρό του εμφυλίου, το μυθιστόρημα υποδηλώνει και το βαθύτερο κίνητρο ενός εμφυλίου πολέμου. Το είχε επισημάνει από την αρχαιότητα κιόλας ο Θουκυδίδης, όταν έκανε λόγο για τον εμφύλιο σπαραγμό στην Κέρκυρα. Εκεί παρατήρησε πως το κίνητρο ενός εμφυλίου πολέμου δεν είναι μόνο πολιτικό ή αν θέλεις, το πολιτικό λειτουργεί συχνά ως προπέτασμα, ως δικαιολογία για να κρύψει ένα άλλο βαθύτερο που σχετίζεται με τον ίδιο τον ψυχισμό του ανθρώπου: Τον ανταγωνισμό και τη ζήλια με τον γείτονα ή τον συγγενή.

Το αστυνομικό κράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας δεν μπόρεσε να υπερασπίσει τη δημοκρατία. Για να μπορέσει κάποιος να βιοποριστεί χρειαζόταν το περίφημο Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων – ένα διοικητικό χαρτί που εξασφάλιζε το δικαίωμα στην εργασία με την ταμπέλα του εθνικόφρονα. Η ηρωίδα του βιβλίου για παράδειγμα δεν μπορεί να συνεχίσει τη δουλειά της στου Ματσάγγου όταν επιστρέφει από την εξορία. Τα παιδιά των ηττημένων θα δυσκολευτούν πολύ. Αυτή η ήττα ωστόσο της αριστεράς έφερε στη συνέχεια και την ηθική νίκη της: Οι αντιδημοκρατικές μέθοδοι μεγαλώνουν την κοινωνική αντίδραση και τραβούν τα πράγματα προς την αντίθετη μεριά.
Αλλά μέσα από την οπτική του βιβλίου αναπτύσσεται και μια άλλη διάσταση εκτός από την πολιτική: Η ηθική διαπραγμάτευση των χαρακτήρων. Η ανοιχτή ματιά της αφήγησης δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Παράλληλα με τους Τσέτες που ρημάζουν το βιος των Ελλήνων, υπάρχει και το παράδειγμα των «συμπονετικών Τούρκων» που περιθάλπουν και φροντίζουν την κυνηγημένη Μυρσίνη με το παιδί της, τους δίνουν φαγητό και προμήθειες και τους κρύβουν σε μία κρίσιμη στιγμή. Ο Τούρκος δεν είναι μόνο «κακός», όπως και ο Έλληνας μόνο «καλός»: Το μανιχαϊστικό μοντέλο του «Καλού» και «Κακού» σχετικοποιείται. Μια περισσότερο αναπτυγμένη θεώρηση ζυγίζει τα πράγματα.

Ανάλογη αποχρωσιακή οπτική δείχνει και η προσέγγιση του χαρακτήρα της Ελένης. Παρόλο που κάνει σχέση με τον άντρα της «αδερφής της», η πράξη της προβάλλεται – όπως και είναι άλλωστε – αγνή. Απαλλαγμένη από την τρέχουσα στερεότυπη κοινωνική ηθική, η Ελένη κάθε άλλο παρά συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας λεγόμενης «ανδροχωρίστρας». Αντίθετα, τέτοιο χαρακτήρα πλησιάζει η Σουλτάνα με το κατευθυνόμενο μίσος της προς τον καθένα και προς αυτή. Το βιβλίο αντιπαρέρχεται τους κώδικες μιας συμβατικής ματιάς κι αυτό είναι που το κάνει πιο ενδιαφέρον ακόμα.
Είναι οι μελετημένοι χαρακτήρες που μεταφέρουν το ατόφιο βίωμα της Ιστορίας σε μια μαρτυρία πηγαίας ζωής.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το