Άρθρα, Πολιτισμός

«Το χαμογελαστό μουστάκι» – Νέος θεατρικός λόγος από τον π. Θεόδωρο Β. Μπατάκα

Του Γιάννη Δ. Πατρίκου

Κοντά στις αρχές του τρέχοντος έτους κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις του Συλλόγου Συμπαραστάσεως Κρατουμένων Βόλου ο «Εσταυρωμένος» (Σ.Σ.Κ.Β«Ε») το θεατρικό έργο-διδακτική κωμωδία «Το χαμογελαστό μουστάκι» του πρωτ. π. Θεοδώρου Β. Μπατάκα (ΘΒΜ), εφημερίου του Ι. Μητροπολιτικού Ν. Αγίου Νικολάου της πόλεώς μας, υπευθύνου του Γραφείου Μερίμνης Φυλακών της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, προέδρου του εν λόγω Συλλόγου που εφέτος συμπληρώνει 25 έτη πολυπτύχου φιλανθρώπου και πνευματικής διακονίας, πολυγράφου συγγραφέως. Με αυτή τη διδακτική με κοινωνικό περιεχόμενο κωμωδία ο π. ΘΒΜ παράλληλα με το κοινωνικό δράμα «Οι …ηττημένοι της ζωής», που κυκλοφορήθηκε ταυτόχρονα, ξεδίπλωσε επιτυχώς μία νέα πτυχή του πολυτάλαντου ανήσυχου γρηγορούντος πνεύματός του, τη συγγραφή θεατρικών έργων.
Το βιβλίο, σχ.17Χ23,5 και σελ. 47, αφιερώνεται ευγνωμόνως από τον συγγραφέα «στους αειμνήστους γονείς Βασίλειο και Ματούλα Μπατάκα, Κωνσταντίνο και Ελένη Μιχαλοπούλου». Τη φιλολογική επιμέλεια είχε η διακεκριμένη φιλόλογος Κερασία Παπαγεωργίου – Γκαβανούδη, η οποία και προλόγισε αυτό αναφέροντας σχετικά: «Ο π. Θεόδωρος με το κείμενο αυτό αναδεικνύει ένα υπαρκτό, καθημερινό ζήτημα, ένα θέμα που σχετίζεται κυρίως με τις οικογένειες των Ελλήνων, καθώς μόνο στη χώρα μας εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη το θέμα της συγκατοίκησης και της συνύπαρξης στο ίδιο σπίτι ανθρώπων τριών γενεών, αφήνοντας να διαφανούν οι θετικές πλευρές αυτής, όπως και οι δυσκολίες που προκύπτουν, λόγω των διαφορετικών δραστηριοτήτων, ενδιαφερόντων και αναγκών της οικογένειας».

Συνάμα ο συγγραφέας με τα « Λίγα λόγια» του μας εξομολογείται με πολλή συγκίνηση την αφετηρία της εμπνεύσεώς του. «Πονά η ψυχή μου, όταν βλέπω θλιμμένους τους απόμαχους της ζωής. Τους συναντώ σε κλινικές, γηροκομεία, σε μικρά σπιτάκια και διαμερίσματα, σε παγκάκια πάρκων και πλατειών, αλλά και στον Ναό του Θεού. Αιτία της θλίψης τους είναι η μοναξιά, η εγκατάλειψη, η ανέχεια και η περιφρόνηση που εισπράττουν από τα παιδιά, τα εγγόνια και τον συγγενικό τους περίγυρο. Είναι λίγες οι περιπτώσεις που ηλικιωμένοι συγκατοικούν με τους οικείους τους. Αλλά κι εκεί έχουν πρόβλημα, διότι όλοι οι νεότεροι βιάζονται και τρέχουν, επειδή οι βιοτικές μέριμνες τους έχουν αιχμαλωτίσει. Δεν αφιερώνουν λίγο, αλλά ποιοτικό χρόνο για τον παππού και τη γιαγιά».
Η υπόθεση της κωμωδίας δομείται σε έξι (Α’-ΣΤ’) σκηνές κι εκτυλίσσεται σε ένα χωριό, όπου ζει μία πολύτεκνη εννεαμελής χαρούμενη οικογένεια. Ο παππούς Μιχάλης, ευγενικός, καλοσυνάτος, ευπροσήγορος, εύχαρις στον περίγυρό του με μεγάλο αστείο, ατημέλητο μουστάκι εξ ου και το προσωνύμιό του «το χαμογελαστό μουστάκι» ζούσε με την αγαπημένη, καλή του σύζυγο Κατερίνα μαζί με την οικογένεια του γιου του Αντώνη και της νύφης του Μαριώς, που είχαν πέντε παιδιά, με μεγαλύτερο τον Ζάχο στον οποίο εκδήλωνε ιδιαίτερη αγάπη και εμπιστοσύνη.

Συμβίωναν όλοι τους σε μία χαρούμενη, ευλογημένη, οικογενειακή ατμόσφαιρα μέχρι που η γιαγιά ταξίδευσε στα ουράνια δώματα. Ο κυρ Μιχάλης στενοχωρήθηκε αφάνταστα κι άρχισε να μαραζώνει κλεισμένος στον εαυτό του, αναθιβάνοντας αμίλητος συνέχεια τη ζωή με τη μακαρίτισσα συμβία του. Στην περίπτωση αυτή, που ο άντρας χάσει τη σύζυγό του, ταιριάζει το δίστιχο από το υπέροχο σονέτο «Δύο» του σπουδαίου Επτανήσιου ποιητή Γεράσιμου Μαρκορά (1826-1911): «…αν ένα δάκρυ ο κόσμος βγάλη/ τον ζωντανό, όχι τον άλλο, ας κλάψη». Τα άλλα μέλη της οικογένειας κοίταζαν ο Αντώνης την εργασία του, η Μαριώ το νοικοκυριό της, τα παιδιά τα μαθήματά τους. Κι όταν συγκεντρώνονταν στο σπίτι προσηλώνονταν σε κάποια οθόνη τηλεοράσεως, Η/Υ, κινητού τηλεφώνου – μια κακή επίπτωση των ανέσεων του τεχνικού πολιτισμού, που τα μέλη της οικογένειας έπαυσαν να συζητούν και να συμπροβληματίζονται καλοπροαίρετα – κι έτσι δεν αφιερώνουν χρόνο ψυχικής προσεγγίσεως προς τον παππού, γεγονός που αυγάτιζε τη στενοχώρια του και φθάνοντας στο απροχώρητο με ευρηματικό, περισσό χιουμοριστικό τρόπο προσποιήθηκε αρχικά πως «τα είχε χαμένα» και τελικά απεβίωσε. Τότε όλη η οικογένεια αλαφιάστηκε, «την έζωσαν φίδια» ενοχής αναλογιζόμενη την ελλιπή προς τον παππού ψυχική της στήριξη, ο οποίος, για να μην τους πληγώσει περισσότερο «ανένηψε» δείχνοντας πως το συμβάν ήταν μια καλοστημένη προς διδαχή φάρσα που είχαν υποψιασθεί ο οικογενειακός γιατρός κι ο Ζάχος. Έτσι τα μέλη της οικογένειας εκφράζοντας τη μετάνοιά τους, ζήτησαν συνετισμένα συγνώμη από τον παππού, αλλά κι ο ίδιος για την ψυχική αναστάτωση που τους προκάλεσε με τις φαιδρές κασκαρίκες του και η χαρά επανέκαμψε στο οικογενειακό περιβάλλον.
Ο συγγραφέας, στο τέλος, δια στόματος «παππού» διατυπώνει το ζείδωρο για την απρόσωπη εποχή μας κοινωνικό μήνυμα, το οποίο στοχοθέτησε με τη σύνθεση αυτής της διδακτικής κωμωδίας: «Τελικά, όταν οι άνθρωποι αγαπιούνται, ξέρουν και να μετανοούν και να συγχωρούν. Οι ηλικιωμένοι είναι τα πιο ιερά πρόσωπα μετά τους γονείς μας και οφείλουμε να τους σεβόμαστε και να τους αγαπάμε. Ο σεβασμός όμως και η αγάπη πρέπει να εκφράζονται περισσότερο με πράξεις και λιγότερο με λόγια».
Μετά απ’ αυτά συγχαίρουμε εκθύμως τον π. Θεόδωρο, ανύστακτο κι ακάματο εργάτη του Αμπελώνος του Χριστού, γι’ αυτό το νέο λογοτεχνικό του δημιούργημα με το οποίο, σε συνδυασμό με το ταυτόχρονα εκδοθέν κοινωνικό του δράμα «Οι …ηττημένοι της ζωής» εισήλθε επιτυχώς στη χορεία των θεατρικών συγγραφέων, ευχόμενοι ολοψύχως ο Θεός να του χαρίζει υγεία κατ’ άμφω, δύναμη, υπομονή και τον Φωτισμό Του, για να μας προσφέρει κι άλλους τέτοιους ηδύγευστους καρπούς του ανήσυχου δημιουργικού πνεύματός του.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το