Άρθρα

Το ανθρώπινο πρόσωπο

Του Δημήτρη Σιάτρα

εννοιολογική σύσταση
Ο δηλωτικός προσδιορισμός «ανθρώπινο πρόσωπο» αποδίδει, όχι μόνον το οικείο φυσιολογικό στοιχείο, αλλά και την ηθικο-πνευματική διάσταση του ανθρώπινου όντος. Είναι ευνόητο ότι η διερεύνηση της δεύτερης εννοιολογικής εκδοχής του «ανθρώπινου προσώπου» προϋποθέτει μια επαρκή γνώση του τι είναι ο άνθρωπος, στο επίπεδο της υπαρξιακής του οντότητας. Η απόκτηση της γνώσης αυτής είναι εξαιρετικά δυσχερής, δεδομένου ότι οι άνθρωποι δεν είναι ψυχοπνευματικά αντίτυπα μιας αντιπροσωπευτικής μονάδας, αλλά συνιστούν, ως προς αυτό, πολυειδείς ατομικές πραγματικότητες.
Με τον προσδιορισμό «ανθρώπινο πρόσωπο» εκφράζεται η πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η νοητική σύλληψη, η διερεύνηση και η αξιολόγηση του στοιχείου αυτού προϋποθέτουν την περιαγωγή του σε θέση αντικειμένου, το οποίο τίθεται υπό εξέταση από το ανθρώπινο υποκείμενο. Αυτό σημαίνει την αυτοδιερεύνηση και την αυτοαξιολόγηση του ανθρώπου, ο οποίος, στην περίπτωση αυτή, παρίσταται υπό την διπλή ιδιότητα: του υποκειμένου και του αντικειμένου. Ο δυϊσμός αυτός αποτελεί, κατά την έκφραση του K. Jaspers, «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της σκεπτόμενης εμπειρικής ύπαρξής μας… τα στοιχεία του αποτελούν περιεχόμενο της συνείδησής μας και μας αντίκεινται εξωτερικά ή εσωτερικά».1
Η γνωσιοθεωρία του «ανθρώπινου προσώπου» αποτελεί ένα φιλοσοφικό διάβημα για την εγγραφή ενός ιδιαίτερου νοήματος της ανθρώπινης ζωής στον κόσμο.

ουσιαστική προσέγγιση
Ο άνθρωπος έχει ορισθεί τελεσίδικα με τον αριστοτελικό χαρακτηρισμό: «ζώον λόγον έχον». Το διακριτικό μέσα στη φύση γνώρισμα του ανθρώπου είναι ο λόγος (νους, νοητική ενέργεια). Το στοιχείο αυτό, συναρτώμενο με την έννοια της συνείδησης, αποτελεί την ουσία του ανθρώπου.
Ως συνείδηση του ανθρώπου, έχει θεωρηθεί γενικά η βαθύτερη γνώση του σχετικά με τον εαυτό του, με τους άλλους και με τον έξω κόσμο. Το πνεύμα, ως ομόλογη λειτουργία, τείνει προς το γιγνώσκειν τον κόσμο, δηλαδή προς την εκπλήρωση του προορισμού της συνείδησης. Κατά τον G. Hegel, ουσία (wese) του ανθρώπου είναι η αυτοσυνείδησή του (αυτοαναγνώριση). Κατά την εκδοχή του M. Heidegger, η ουσία του ανθρώπου εντοπίζεται στο καθήκον του που απορρέει από τη φύση του. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος φυλάσσει το «είναι», του οποίου είναι ομόλογος, φυλάσσει τον κόσμο ως ανοικτή παράσταση, καθώς έχει διορισθεί φύλακας από το ίδιο το «είναι».2
Το «ανθρώπινο πρόσωπο» διαμορφώθηκε σε μια μακρά ανθρωπολογική διαδρομή, από την εποχή του «homo erectus» (όρθιου ανθρώπου) ώς την εποχή του «homo faber» (κατασκευαστή ανθρώπου) και, έπειτα, ώς την εποχή του «homo sapiens» (γνώστη ανθρώπου).
Ήδη το «ανθρώπινο πρόσωπο» μπορεί να παρασταθεί ως οθόνη της εμπειρικής ανθρώπινης ύπαρξης, που φωτίζεται από άξια και σκοτίζεται από αρνητικά ανθρώπινα στοιχεία.
Άξια ανθρώπινα στοιχεία είναι:
– το ήθος, ως ενδεδειγμένη ατομική στάση,
– η αίσθηση του καθήκοντος και του κοινωνικού χρέους,
– η ιδέα της δικαιοσύνης, που εκφράζεται ως αίτημα συνείδησης και ως αναγκαίο μέσο ισορροπίας των ανθρώπινων σχέσεων,
– η αναγόρευση του αγαθού σε ελιξίριο της ανθρώπινης σωτηρίας,
– η επιδίωξη της γνώσης, ως στοιχείου ανθρώπινης προαγωγής,
– η φιλοσοφία, ως διασκεπτική λειτουργία αναζήτησης αξιών.
Στον αξιακό πίνακα του «ανθρώπινου προσώπου» εγγράφονται επίσης, ως εσκεμμένες γενικές κατευθύνσεις, οι κώδικες της ηθικής και της κοινωνικής πρόνοιας.
Το «ανθρώπινο πρόσωπο», ως ηθικοπνευματική παράσταση, σκιάζεται από τα αρνητικά στοιχεία και τις συνακόλουθες συμπεριφορές του ανθρώπου. Ο αριθμός και τα είδη των απαγορεύσεων που διατυπώνονται στους ηθικο-θρησκευτικούς και νομικούς κώδικες της ανθρώπινης ζωής δείχνουν την έκταση και την ποικιλία των παραβάσεων του ανθρώπου απέναντι στους κανόνες της ζωής. Το θέμα αυτό λαμβάνει μια ανθρωπολογική διάσταση, με την έννοια της ροπής (propensio) του ανθρώπου προς την παραβατικότητα, σύμφωνα μάλιστα με τη γενική εννοιολογία και τα επίπεδα της ροπής αυτής, που έχουν παρατεθεί από τον I. Kant.3 Υπεράσπιση της εκδοχής αυτής αποτελεί και η ρήση του Αποστόλου Παύλου: «…πάντες υφ’ αμαρτίαν είναι… ουκ έστιν δίκαιος ουδέ εις… πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού».4

αξιολογικές παρατηρήσεις
Ο άνθρωπος είναι ασφαλώς ένα φυσικό ον. Ωστόσο, αν το ενδιαφέρον γι’ αυτόν περιοριζόταν στα όρια της υλικής του σύστασης, τότε ο ίδιος θα αντιμετωπιζόταν μόνον ως αντικείμενο των οικείων επιστημονικών διερευνήσεων. Πράγματι όμως ο άνθρωπος, έχοντας συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου, τείνει προς την υπέρβαση των φυσικών ορίων της ύπαρξής του, ωθούμενος από δύο εγγενείς τάσεις του: την τάση προς την πνευματική εποπτεία των πάντων, και β. την τάση προς την απελευθέρωση από όλα τα δεσμά, ακόμη και τα φυσικά. Ενώ διατηρεί πάντοτε τη φυσική του ιδιότητα, ο άνθρωπος επιχειρεί και συχνά επιτυγχάνει να υπερβεί τα αντιληπτικά όρια της ιδιότητας αυτής, όταν διερευνά τη σύσταση της φύσης και της δικής του ύπαρξης. Ο ίδιος επιφέρει μετασχηματισμούς στον άμεσο φυσικό του περίγυρο.
Η ηθική αξιολόγηση του ανθρώπου επιχειρείται, σε κάθε περίπτωση, με βάση την εμπειρική – γνωστική ύλη που έχει συγκεντρωθεί στη συνείδηση του αξιολογητή, κατά τα επόμενα.
Στο «ανθρώπινο πρόσωπο» εγγράφονται: α. οι εκδηλώσεις πνευματικής ευγένειας, οι πράξεις καλοσύνης προς ατομικούς ή συλλογικούς αποδέκτες, οι προσπάθειες κατίσχυσης της ιδέας του αγαθού στις πρακτικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής, η θυσία υπέρ του άλλου ή των άλλων και, γενικά, κάθε περίπτωση αγιοποίησης του ανθρώπου, β. όλες οι πτώσεις του ανθρώπου σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που προδιαγράφονται από τον πνευματικό εξοπλισμό του και από τις κατακτήσεις που ο ίδιος πραγματοποίησε στη μακρά ιστορία του, από την εποχή της αγριότητας ώς την εποχή του πολιτισμού. Οι αγριότητες των πολέμων, οι αχρείαστες κτηνωδίες κατά τις επαναστάσεις, η τρέχουσα εγκληματικότητα, οι αθέμιτοι τρόποι των ατομικών και κοινωνικών ανταγωνισμών, οι καθημερινές εκδηλώσεις εκβαναύσωσης των ανθρώπινων ηθών υπήρξαν και υπάρχουν πάντοτε. Η κτηνωδία που κυριάρχησε κάποτε μέσα στις ρωμαϊκές αρένες επιβιώνει και σήμερα, με άλλες μορφές και τρόπους, δηλώνοντας την παρουσία του «homo inhumanus» (απάνθρωπου ανθρώπου). Τελικά, το χρόνιο πρόβλημα του ανθρώπου είναι ο απανθρωπισμός, ο οποίος δεν συνιστά απλώς ένα αποκρουστικό προσωπείο του ανθρώπου, αλλά ισοδυναμεί με αναίρεση της ουσίας του.

επιλεγόμενα
Το όραμα μιας ανθρώπινης ζωής μέσα σε συνθήκες ελευθερίας και ανθρωπιστικής πληρότητας θα προϋπέθετε την εξασφάλιση των επιθυμητών ιδιοτήτων του «ανθρώπινου προσώπου», καθώς και την ανάλογη πολιτική δομή. Στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τα δεδομένα αυτά, οι άνθρωποι θεώρησαν ως αναγκαίο μέσο την αγωγή. Οι ιδέες του Πλάτωνα σχετικά με την αγωγή και την πολιτεία έγιναν μέρος μιας φιλοσοφικής παράδοσης κατά την οποία οι άνθρωποι ζουν σε ανθρωποπάρκα (πόλεις), μέσα στα οποία αυτοσυντηρούνται. Εκεί αναπτύσσεται το πρόγραμμα μιας ανθρωπιστικής κοινωνίας υπό την καθοδήγηση ποιμένων – φυλάκων των ανθρώπων.5 Σχετικά με το τελευταίο, είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Πλάτωνα: «…έστι τις επιστήμη εν τη οικισθείση… ή… βούλεται υπέρ αυτής όλης; … έστι μέντοι… αυτή ή η φυλακική…» (=υπάρχει στην πόλη κάποια γνώση με την οποία λαμβάνονται αποφάσεις για ολόκληρη την πόλη;… υπάρχει βέβαια, κι αυτή είναι η τέχνη των φυλάκων…).6
Η ανθρώπινη κοινωνία είναι κοινωνία προσώπων. Το «ανθρώπινο πρόσωπο» συλλαμβάνεται κατά δύο έννοιες: την ατομική και τη γενικεύουσα. Η πρώτη ενσωματώνει τα στοιχεία ατομικότητας του ανθρώπου, ήτοι: της συνείδησης τού υπάρχειν, της αίσθησης, της νόησης, της επιθυμίας, της βούλησης κ.λπ., που συνιστούν αντίστοιχες ιδιαιτερότητες των ατόμων. Η δεύτερη εμφανίζει το «ανθρώπινο πρόσωπο» ως γενική προδιαγραφή του ομώνυμου όντος, δηλαδή ως καθοριστικό αλλά απρόσωπο στοιχείο της συγκεκριμένης ύπαρξης. Είναι πρόδηλο ότι η πρώτη έννοια είναι συμβατή με την ατομική αξία ή απαξία του ανθρώπου, ενώ η δεύτερη εκλαμβάνει τον άνθρωπο ως αντικείμενο, δηλαδή ως διακριτό πολλοστημόριο τού «είναι», πράγμα που αποκρούεται από κάθε ανθρωπιστική αντίληψη.
Το «ανθρώπινο πρόσωπο» είναι ένα πορτρέτο που φωτίζεται από τα άξια και σκιάζεται από τα ανάξια έργα του ανθρώπου.

Σημειώσεις
1. K. Jaspers, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, μτφ. Χ. Μαλεβίτσης, Αθήνα – Γιάννινα 1983, σελ. 117-118.
2. Βλ. P. Sloterdijk, Κανόνες για το ανθρωποπάρκο, μτφ. Α. Αναγνώστου, Αθήνα 2001, σελ. 28.
3. Βλ. I. Kant, Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνον, μτφ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα 2007, σελ. 58 επ., 65-66.
4. Απ. Παύλου, Προς Ρωμαίους επιστολή, 3, 9-10, 23.
5. Βλ. P. Sloterdijk, όπ.π., σελ. 47-48.
6. Πλάτωνος, Πολιτεία, ΒΙΒ. Δ’, 428 c-d.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το