Πολιτισμός

Το Άγιο Φως – Πασχαλινό διήγημα του συγγραφέα Βάιου Κουτριντζέ

Παρέμεινε στον ναό και μετά το «Χριστός ανέστη», γιατί «υπηρετούσε», μες στο «ιερό», τον παπα-Βαγγέλη. Η ορθοστασία όμως τον είχε κουράσει και τα πόδια του λύγιζαν. Κάποια στιγμή, τα ματάκια του αρχίνησαν να σφαλνούν, κι ο ιερέας το πρόσεξε.
-Άντε, Άγη, παιδί μου, πήγαινε και ’συ, δε σε χρειάζομαι άλλο, τον άκουσε να λέει, μες στο πρωτοΰπνι του και, βιαστικά, πήρε τη λαμπάδα του και βγήκε στο προαύλιο.

Τον κίνδυνο τον διαισθάνθηκε με το πρώτο: Το αεράκι. Δεν έπνεε πρωτύτερα που έγινε η Ανάσταση. Το είχε βγάλει, στο μεταξύ, απ’ τη μεριά της θάλασσας. Κόπηκε το αίμα του. Μέχρι τα σκαλοπάτια – ο ναός ήταν χτισμένος στο πλάτωμα ενός τοπικού υψώματος – δε συνέβη τίποτε. Αλλά, μόλις άφησε τον ιερό χώρο, μια σπιλιάδα έγειρε τη φλόγα και κείνη σώθηκε, έγινε μια σταλίτσα, και πήγε να σβήσει. Τη γλίτωσε, την τελευταία στιγμή, προστατεύοντάς την με την κλειστή παλάμη του. «Χριστούλη μου,… βοήθησέ με» προσευχήθηκε. Φαίνεται πως εισακούστηκε, γιατί η φλόγα ανορθώθηκε κι έλαβε το κανονικό της σχήμα. Ξαναβρίσκοντας το χαμένο του ηθικό, πήρε το κατηφορικό δρομάκι προς την πλατεία του χωριού κι ήταν πλέον βέβαιος ότι με τη συνδρομή του Χριστού θα επιτελούσε το ενιαύσιο οικογενειακό του καθήκον: Να πάει σώο στο σπίτι το Άγιο Φως.

Το λάμπος όμως του κεριού τον στράβωνε και δε διέκρινε το παραμικρό τριγύρω. Βάδιζε ενστικτωδώς, στα τυφλά. Έτσι, δεν πήρε είδηση πως είχε φτάσει στη μέση της θεοσκότεινης πλατείας, που, εκείνη την ώρα, έπληττε ένας δυνατούτσικος γρεγολεβάντες. Η φλόγα προσπάθησε να κρατηθεί ζωντανή, αλλά η μάχη με τον άνεμο απέβη άνιση και, αφού κουνήθηκε άτσαλα, πέρα δώθε, χορεύοντας παράξενα, αποσπάστηκε απ’ το φυτίλι και χάθηκε. Τότε, το σκότος γίνηκε πυκνότερο. Αναγκαστικά, σταμάτησε επί τόπου και, αμέσως μετά, συνειδητοποίησε την οικτρή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Κοίταξε κατά την εκκλησία, για να επιστρέψει να ξαναπάρει το Φως, μα το έρεβος και η ερημιά τον φόβισαν. Τον κυρίεψε μία απερίγραπτη απελπισία και ξέσπασε σε κλάματα. Πάνω, λοιπόν, στην απόγνωσή του, η φωνή ακούστηκε σαν βάλσαμο.

-Εσύ ’σαι, Άγη; Γιατί κλαις;
Για τον Αντωνάκη, τον μπεκρή, επρόκειτο. Τώρα, γιατί τον αποκαλούσαν έτσι, λες κι ήτανε κανένα μικρό παιδί, δεν το κατάλαβε ποτέ, διότι ο Αντωνάκης φάνταζε θεόρατος, γίγαντας, στα μάτια του.
-Έσβησε η λαμπάδα μου, θείε Αντώνη, είπε λυπημένος.
-Και γι’ αυτό χολοσκάς; τον άκουσε να λέει, σε ύφος που υποδήλωνε ότι γνώριζε τον τρόπο επίλυσης του προβλήματός του.
-Τι να κάνω; Θα με μαλώσουν οι γονείς μου, αν πάω χωρίς το Φως.

Ο Αντωνάκης τον έπιασε απ’ το χέρι. Μύριζε κρασί – θα τα είχε κοπανίσει νωρίτερα, που τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά – τι τον ένοιαζε όμως; Αυτός τον έβλεπε σαν άγγελο εξ ουρανού. Διέσχισαν την πλατεία και εκεί, απ’ όπου φαίνονταν τα δύο φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού του, στάθηκαν. Σε κείνο το σημείο οι τοίχοι των διώροφων οικοδομών εμπόδιζαν τον αέρα κι επικρατούσε νηνεμία. «Τι κρίμα να μην έχω το Άγιο Φως» συλλογίστηκε κατηφής, όταν, ξάφνου, σιμά του, ακούστηκε ένας ξερός, μεταλλικός κρότος: «Τσακ!». Ακολούθως, μια ολόρθη φλόγα μετακινήθηκε και το σβησμένο φυτίλι λαμπάδιασε, ενώ εκείνος κοίταγε βουβός κι εκστατικός. Η εξήγηση ήταν απλή: Ο Αντωνάκης είχε ανάψει το τσακμάκι του. Σύγκαιρα, τον άκουσε να ψιθυρίζει σε ύφος συνωμοτικό:
-Μην το πεις πουθενά˙ μόνο εμείς οι δυο θα το γνωρίζουμε. Φωτιά από φωτιά δε διαφέρει. Χριστός ανέστη!
-Μα,… άρχισε να λέει ο Άγης, αλλά δε συνέχισε, επειδή αυτή η απρόσμενη εξέλιξη τον έβγαζε απ’ τη δεινή θέση που βρισκόταν.
-Αληθώς ανέστη! θείε Αντώνη.
Στο σοκάκι, ώσπου να φτάσει στο σπίτι, συλλογιζόταν πως η θυμοσοφία του Αντωνάκη ήτανε εν μέρει λαθεμένη. Φωτιά από φωτιά ίσως να μην έχει διαφορά, αλλά ένα οποιοδήποτε φως από ανέσπερο, αναστάσιμο Φως έχει στα σίγουρα διαφορά.
Σε λίγο, στεκόταν αναποφάσιστος έξω απ’ την πόρτα του πατρικού του με ανάμεικτα συναισθήματα. Ήταν αναγκασμένος, μια νύχτα σαν κι αυτή, να πει ψέματα και, το σπουδαιότερο, να γίνει η αιτία να μην μπει στο σπίτι τους το Άγιο Φως. Μέσα, άκουγε που κουβέντιαζαν. Όλοι αυτόν περίμεναν, για να καθίσουν στο πασχαλινό τραπέζι με τη μαγειρίτσα και τα κόκκινα αυγά.
«Χριστούλη μου,… βοήθησέ με» μουρμούρισε.
-Μαμάαα!.. ήρθα! Έλα να φτιάξεις το σταυρό στο ανώφλι, δε φτάνω!
Άκουσε γρήγορα βήματα. Το βαρύ θυρόφυλλο άνοιξε και φάνηκε… το γελαστό πρόσωπο της Φωτεινούλας, της εξαδέλφης του. Η καρδιά του φτερούγισε.
-Χριστός ανέστη, ξάδελφε! Δε σε πειράζει, φαντάζομαι, που πέρασα κι έφερα, πρώτη, το Φως. Είμαι με τη μητέρα μου, θα φάμε μαζί σας, είπε κι έλαμψε ολόκληρη.
Τα δυο παιδιά αγκαλιάστηκαν, χαρούμενα. Το κόκκινο πουά φορεματάκι της Φωτεινούλας ήταν ασορτί με τ’ αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα.
-Καθόλου, Φωτεινούλα! Αληθώς ανέστη! είπε και, καθώς φιλιόνταν, έσβησε κρυφά τη λαμπάδα του, πίσω της, πατώντας με τα δάχτυλα τη φλόγα.

Share

Πρόσφατα άρθρα

Αναβλήθηκε το Ατρόμητος-ΠΑΟ για το Κύπελλο Ελλάδος

Την αναβολή του αγώνα του Ατρομήτου με τον Παναθηναϊκόγια τη φάση των «16» του Κυπέλλου Ελλάδος ανακοίνωσε…

18 Οκτωβρίου 2024

Επιστημονικό συνέδριο μνήμης Μικρασιατικού Ελληνισμού

Την Παρασκευή 18 και το Σάββατο 19 Οκτωβρίου, θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα Πολιτιστικών Εκδηλώσεων του…

18 Οκτωβρίου 2024

Απαιτείται βελτίωση στον Ολυμπιακό Βόλου

Για το δύσκολο εκτός έδρας παιχνίδι με την Κοζάνη, το οποίο θα διεξαχθεί την Κυριακή,…

18 Οκτωβρίου 2024

2ο πολιτιστικό τριήμερο από το ΚΕΘΕΑ Πιλότος – «Είμαστε ακόμα ζωντανοί»

  «Για εμάς πολιτισμός είναι εκείνη η συμπεριληπτική δύναμη που αναδεικνύει με σεβασμό την ιστορική…

18 Οκτωβρίου 2024

Με επιτυχία δράση της Ε.Ο.Δ Μαγνησίας στην “Ημέρα Επανεκκίνησης Καρδιάς”

Η Ε.Ο.Δ Μαγνησίας για μία ακόμη χρονιά συμμετείχε ενεργά στην "Ημέρα Επανεκκίνησης Καρδιάς" με ενημερωτικό…

18 Οκτωβρίου 2024

Χαρά Κιοσσέ: Πέθανε η δημοσιογράφος και στενή συνεργάτης του Χρήστου Λαμπράκη

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών η δημοσιογράφος και συγγραφέας, Χαρά Κιοσσέ, στενή…

18 Οκτωβρίου 2024