Πολιτισμός

«Της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο»*

Της Χρύσας Δραντάκη,
δρ Κοινωνιολογίας Τέχνης,
επιμελήτριας της έκθεσης

Στην Ελένη Ζέρβα, την πρωτοπόρο της Αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που εκπροσώπησαν την Ελλάδα σε κορυφαίες καλλιτεχνικές διοργανώσεις διεθνώς κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970, είναι αφιερωμένη η έκθεση με τίτλο «Ένας μη αντικειμενικός κόσμος» στο Κέντρο Τέχνης Τζιόρτζιο ντε Κίρικο.
Μια σπάνια έκθεση, ένα σημαντικό γεγονός, αφού είναι η πρώτη έκθεση μετά το 1977 όταν σταματά η εκθεσιακή της δραστηριότητα – και μετά τον θάνατό της βέβαια το 1993 – που παρουσιάζει και πάλι το έργο της.
Γεννήθηκε στον Βόλο το 1917 σε ένα μεγαλοαστικό οικογενειακό περιβάλλον που της παρείχε ευκαιρίες μόρφωσης, ταξιδιών και συναναστροφών στην Αθήνα από τα χρόνια της κατοχής και μετά, με προσωπικότητες του πνεύματος και των τεχνών. Μετά τη σύντομη παρακολούθηση μαθημάτων ζωγραφικής εμφανίζεται προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50 στον καλλιτεχνικό χώρο με ατομικές εκθέσεις και συμμετοχές σε ομαδικές. Θα ακολουθήσουν τάχιστα οι εκθέσεις στο εξωτερικό σε θεσμικές διοργανώσεις και εθνικές εκπροσωπήσεις, με διακρίσεις, πολλές κριτικές και συνεχή παρουσία στο πρώτο γυναικείο Καλλιτεχνικό Σωματείο Ελληνίδων.


Μετά τις πρώτες απόπειρες και αναζητήσεις στην παραστατική ζωγραφική με εξπρεσιονιστική – φωβιστική διάθεση, ρίχνεται δυναμικά, εντυπωσιακά και θαρραλέα στο πολυμορφικό πεδίο της αφαίρεσης, σαν έτοιμη από καιρό, και με αφετηριακό βασικό της γνώρισμα την εκφραστικότητα του χρώματος. Σε συνδυασμό με τη στέρεα δομικότητα και τον «πειθαρχημένο» χαρακτήρα στη σύνθεση προχωρά με αλλεπάλληλες αφαιρετικές διαδικασίες στη διατύπωση ανεικονικών έργων για να καταλήξει στις ολιγόχρωμες και μονοχρωματικές συνθέσεις μνημειακών διαστάσεων. Με ιδιαίτερο λυρισμό και βαθιά εσωτερικότητα, που απογειώνουν τη δημιουργία της στη δεκαετία του ’70 στη σειρά «Κοσμος/cosmοs», η οποία εκτίθεται στην XXXV Μπιενάλε της Βενετίας – από τις λιγοστές Ελληνίδες που είχαν λάβει μέρος στον κορυφαίο καλλιτεχνικό θεσμό έως τότε – ολοκληρώνει τη δημιουργική της πορεία.
Έχουν προηγηθεί αμέσως μετά το 1960 οι εκρηκτικές «Συνθέσεις/Compositions» με σκουρόχρωμους όγκους αφήνοντας φωτεινές δέσμες και απαλές αναγλυφότητες, διαγώνιες, κατεξοχήν, δυναμικές συνθέσεις απειλής και έντασης, που όμως μια εγκεφαλική διεργασία οργανώνει νηφάλια. Με την επιμονή ικανού κολορίστα θα περάσει σε πιο γεωμετρικές και ήρεμες συνθέσεις με αρχετυπικές αναφορές, χρωματικές επιφάνειες όπου εναλλάσσονται ψυχρά και θερμά χρωματικά πεδία, συνθέσεις με μεγάλα κενά όπου σταδιακά περιορίζονται οι χρωματικές σχέσεις αναδεικνύοντας μια «ευκοσμία του σύμπαντος». Και όταν με μια ευκλείδεια αντιμετώπιση η γεωμετρικοποίηση προχωρά σε μια «καθαρή, μονοχρωματική Αφαίρεση», απομονώνει τα χρώματα σε μνημειακές επιφάνειες μονοχρωματικές, με συμβολικές προεκτάσεις. «Βελούδινες χρωματικές επιφάνειες» που διασχίζονται καθέτως από γραμμικά αντιθετικά χρωματικά στοιχεία, όρια ή οπτικό παιγνίδι, μιας ερμητικότητας ιερής προσέγγισης, συνθετικής συνοχής, απολυτότητας, πνευματικής κυριαρχίας. Πρόκειται για μια ύστατη αναφορά στη μακραίωνη πολιτισμική παράδοση «αρχαϊκής λαμπρότητας» ως «αποσυναρμολόγηση και αποκατάσταση των ιερών εικόνων», αλλά και στη συνέχεια των πνευματικών αναζητήσεων των ευρωπαίων πρωτοπόρων της Αφαίρεσης των αρχών του αιώνα.

Χειρονομιακή στο μορφοπλαστικό της ξεκίνημα, κονστρουκτιβιστικού προσανατολισμού, εντάσσεται στον ιδιότυπο αφηρημένο εξπρεσιονισμό, κοντά στις ολιγοχρωματικές συλλήψεις του Βρετανού Ben Nicholson, του Yves Klein και του Lucio Fontana, αλλά κυρίως των Αμερικανών Barnett Newman και Ad Reinhardt.

Η Ελένη Ζέρβα επιλέγει σθεναρά από το σύνθετο το απέριττο. Κατέχοντας το εικαστικό σύμπαν κυριαρχεί στην επιφάνεια με μια διεισδυτική ευαισθησία αποδίδοντας με την εκφραστική παλμικότητα του χρώματος έναν μεταφυσικό χωροχρόνο και έναν ύψιστο υποκειμενικό κόσμο που αποκαλύπτει ηρωικά «της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο»*.
Στην κατακερματισμένη εποχή με ανατροπές και αστάθεια που ακολούθησε τους δύο πολέμους στην Ευρώπη, η τέχνη απαίτησε μια «νέα διηγηματική αφήγηση». Ήδη από τις αρχές του αιώνα δίνει δείγματα χειραφέτησης από την επιβολή της εξωτερικής πραγματικότητας αναζητώντας την κατάκτηση της εικαστικής αλήθειας μέσα από υποκειμενικούς δρόμους, όπως διατυπώθηκαν από τη νεωτερική πρωτοπορία και κυρίως από τους πρωτεργάτες της Αφαίρεσης (Kandinsky, Malevich, Mondrian). Η Αφαίρεση, όχι ως καλλιτεχνικό ρεύμα, αλλά ως φαινόμενο, θα καθορίσει τη νέα εποχή. Οι συνθήκες στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρώπης θα προκαλέσουν τη φυγή των καλλιτεχνών στις Ηνωμένες Πολιτείες και το «κοινόν» των πρωτοποριών θα μετατεθεί στη Νέα Υόρκη, το νέο κέντρο, όπου θα παγιωθεί μια «εθνική τέχνη» και θα επιβληθεί αισθητικά και οικονομικά στο καλλιτεχνικό σύμπαν διεθνώς καθορίζοντας τους νόμους της αγοράς της τέχνης. Η νεωτερική συνθήκη που γέννησε μια πληθώρα καλλιτεχνικών ρευμάτων ως «μορφές απελευθέρωσης του πνεύματος» και αντίδραση στον πόλεμο, ανοίγει τον δρόμο για μια νέα ηθική, της αυτοαναφορικότητας της τέχνης, όπου οι αναζητήσεις χειρονομίας και φόρμας θα εκφράσουν άμεσες συγκινησιακές καταστάσεις και σημειογραφικά την πολυμορφία θέασης της πραγματικότητας.

Μια νέα συνθήκη, στην οποία η ιδιοτυπία της ελληνικής πραγματικότητας, λόγω περιφερειακής θέσης, κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας, παραστατικής παράδοσης, εισέρχεται ασθμαίνουσα. Μετά από κάποιες πρώτες αφαιρετικές προσεγγίσεις ακόμη και μεταξύ των εκπροσώπων της «ελληνικότητας» στο μεσοπόλεμο, θα οδηγηθεί στη διεύρυνση των ορίων της εικαστικής γλώσσας με πρωτοπόρους τον Αλέκο Κοντόπουλο και Γιάννη Σπυρόπουλο. Στη μεταπολεμική εποχή, παρά τη μικρή καθυστέρηση, η έξοδος των νέων καλλιτεχνών, η ελληνική καλλιτεχνική διασπορά και οι εκφραστές της πρωτοπορίας θα μειώσουν τις αποστάσεις ένταξης στο διεθνές εικαστικό περιβάλλον, γεγονός που θα επιβεβαιωθεί με τη βράβευση του Γιάννη Σπυρόπουλου στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1960, το οποίο αποτελεί την πρωτότυπη συνεισφορά της Ελλάδας στην Αφηρημένη Τέχνη.
Η Ελένη Ζέρβα πρωτοστατεί στη νέα πραγματικότητα και βρίσκεται μεταξύ των πρωτοπόρων. Παρά τον πρωτοποριακό όμως χαρακτήρα του έργου της και τη δημιουργική της δραστηριότητα, δεν εμφανίζεται σε εκθέσεις από τα τέλη του ’70 και μετά, ούτε σε βιβλιογραφικές αναφορές. Αυτή είναι επιπλέον η ιδιαιτερότητα της έκθεσης που την ξαναφέρνει στο προσκήνιο και δίνει αφορμές για συζητήσεις γύρω από τα διεθνή ρεύματα, που συνειδητά και με ιδιαίτερη τόλμη εκπροσώπησε και για τις γυναίκες της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας**.
*Ο. Ελύτης, «Ο μικρός Ναυτίλος», Ίκαρος, 1996

Εις μνήμην της Βολιώτισσας «δασκάλας» μου Ντόρας Χρυσοχοΐδη-Λιβανού, ζωγράφου, μαθήτριας του Κ. Παρθένη και Ο. Αργυρού, που μου έκανε γνωστή τη δουλειά της Ελένης Ζέρβα.
Εις μνήμην επίσης της μεγάλης «δασκάλας», της καθηγήτριας Ιστορίας Τέχνης Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, που μόλις είχε αναλάβει ως διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης έκανε δεκτό αίτημά μας για παραχώρηση έργων της Ελένης Ζέρβα στη Δημοτική Συλλογή Βόλου που πραγματοποιήθηκε το 2015 και παρουσιάζεται σήμερα.
**Παράλληλα με την έκθεση της Ελένης Ζέρβα παρουσιάζεται στον ίδιο χώρο η έκθεση: Ελένη Ζέρβα [Βόλος 1917-Αθήνα 1993] & Μαρία Χατζηγάκη [Βόλος 1926-Αθήνα 2004], το γένος Μελπομένης και Δημητρίου Γεωργούδη: «Μια αδελφική συνομιλία περί ζωγραφικής».
Κέντρο Τέχνης Τζόρτζιο ντε Κίρικο. 11.30-13.30 και 18.00-21.00 [Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή]. Έως 27/10/2022.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το