Άρθρα

«Τι έγινε γερομπισμπίκι; Την κατάφερες τη μικρούλα;»

Tου Γ. Καπουρνιώτη

Πραγματικά το τελευταίο διάστημα η κοινωνία μας βρίσκεται σε δίνη. Κυριαρχεί μια νέα, πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα, εγκληματικότητα, βιασμοί ανηλίκων, βιασμοί γυναικών, ασέλγειες, σεξουαλικά εγκλήματα, κακοποιήσεις, βία, γυναικοκτονίες, παιδοκτονίες και όσα άλλα δεν προλαβαίνει το μυαλό του ανθρώπου να συλλάβει, σε καθημερινή βάση. Η υπόθεση Πισπιρίγκου παρήκμασε, αλλά δεν ξεμείναμε από νέα επεισόδια. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και τις ραγδαίες εξελίξεις που διαδραματίζονται στην υπόθεση της Κιβωτού του Κόσμου, αλλά και τα ΜΜΕ, με τις γνωστές υπερβολές τους, που θέλουν να δικάζουν τις υποθέσεις στο γυαλί, μην αφήνοντας τίποτα πια για τις αίθουσες των Δικαστηρίων, δημιουργείται μια αίσθηση ανασφάλειας και έλλειψης ελπίδας. Κι όταν αρχίσουν κι αυτά να κουράζουν, ξάφνου, θα έχουμε κάποια νέα κτηνωδία να μας συγκλονίσει, διότι έτσι κι αλλιώς τέτοια θρίλερ, τα συνδρομητικά κανάλια, παραδείγματος χάριν το Netflix, τα ανανεώνουν πολύ πιο αργά απ’ όσο η πραγματικότητα που δεν μας προλαβαίνει.
Δεν υπάρχει σχεδόν μέρα που να ξυπνήσεις το πρωί και να μην έχει προκύψει κάποια ανωμαλία. Κι όσο απλώνεται η διαμαρτυρία και η δημοσιότητα, τόσο πιο πολύ πολλαπλασιάζονται οι αγριότητες. Φαίνεται να υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που ζει εκτός του ορατού, εκτός της κοινής άποψης και της διαμορφωμένης αντίληψης. Ένας κόσμος που δεν καταλαβαίνει τίποτε, ζει έξω από τα δημοσίως συμβαίνοντα, τις εξελίξεις, τις ιδέες και την Ιστορία. Σαν να υπάρχει ένας ανοίκειος κόσμος εκεί έξω, πέρα από εμάς, που συνεχώς μας κυνηγά για να αποκαλυφθεί με διαφορετικά πρόσωπα: παιδοκτονίες, γυναικοκτονίες, ιός, πόλεμος. Ή, μήπως, η όντως πραγματικότητα είναι αυτός και όχι εμείς; Μήπως έχουμε εξελιχθεί αναγκαστικά σε θεατές υπερώου, μιας πραγματικότητας που αναδύεται αποτρόπαια κάθε μέρα στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες και την παρακολουθούμε άναυδοι, όπως κοιτάζουν οι αγελάδες τα τρένα;

Πόση ανωμαλία κρύβεται άραγε μέσα σε κάθε σπίτι; Είναι λογικό πλέον να το αναρωτιέσαι. Και περιμένεις πως θα υπάρχει πια, κάποια συγκράτηση. Πως η απειλή της φυλακής θα απέτρεπε τους πιθανούς δράστες, έστω ο φόβος του δημόσιου στιγματισμού. Κάποια συναίσθηση, έστω, πως δεν είναι μόνο η ποινή και ο εγκλεισμός, αλλά και το ότι ξεφτιλίζεται και καταστρέφεται και όλη η οικογένεια του βιαστή, τα παιδιά του και όλο του το σόι. Κι όμως, αν γνώριζε και του ήταν τουλάχιστον σαφές ότι τα ισόβια θα ήταν πραγματικά ισόβια, θα μπορούσε να γλυτώσει τον διασυρμό του ιδίου και της οικογένειάς του. Η διαστροφή, όμως, είναι προσωπικό δεδομένο, και δεν είναι θέμα ιδεολογίας το αν κάποιος είναι από τη φύση του παιδεραστής, επιδειξίας ή αιμομίκτης. Είναι κάτι χειρότερο… Είναι τόσο ισχυρή η ροπή του που δεν υπολογίζει ότι αν αποκαλυφθεί, συλληφθεί, θα πάει φυλακή, θα καταστραφεί κι ο ίδιος και όλη του η φαμίλια. Σαν τη γάτα, που για ένα ψάρι πούλησε το σπίτι.
Προφανώς και υπάρχουν αποτρόπαιες πλευρές σε αρκετά «καλά παιδιά», σε αρκετούς έντιμους, ευλαβείς ή προοδευτικούς κατά τα άλλα, πολίτες, βαθιές διαταραχές που δεν είναι ορατές, και που υπερβαίνουν τις αντιστάσεις της συνείδησης ή του αισθήματος νομιμοφροσύνης και τα θυσιάζουν όλα. Η σκοτεινή πλευρά κυριαρχεί, όπως ο εθισμένος που έχει μεν συνείδηση αλλά τον τρελαίνει η στέρηση, οπότε είναι έτοιμος μέχρι να σφάξει και τη μάνα του για ένα γραμμάριο… Έχει συμβεί ουκ ολίγες φορές. «Κανείς ιππέας δεν λογαριάζει το λουλουδάκι του αγρού». Μα πότε πρόλαβε αυτή η γενιά κι έκανε βουτιά στην απόλυτη διαστροφή; Πού μεγάλωνε, πώς σχετιζόταν, τι πρόσληψη είχε για το άλλο φύλο; Στη δική μας τη γενιά το στερεότυπο του παιδεραστή ήταν εντελώς διαφορετικό και συνοψιζόταν στην αξεπέραστη τηλεφωνική φάρσα του Ντίνου Ηλιόπουλου: «Τι έγινε βρε γερομπισμπίκη; Την κατάφερες τη μικρούλα;». Αν κρίνουμε από τις ηλικίες τους, οι λεβέντες αυτοί μεγάλωσαν μέσα στα σπίτια μας ή σε σπίτια σαν και τα δικά μας. Δεν αποκλείεται μάλιστα να τους χαρτζιλικώνουμε ακόμη και σήμερα!

Κι ενώ, εφόσον συμβεί το έγκλημα και είναι όλα λίγο – πολύ ορατά, αρχίζουν μετά οι βαθυστόχαστες ερμηνείες και η προπαγάνδα. Φταίει η κακούργα κοινωνία, ο ιμπεριαλισμός, φταίει η τιμή του πετρελαίου που ο άλλος βίασε μια κατάκοιτη γριούλα ογδόντα ετών. Φταίνε τα όπλα που κάθε τόσο βγαίνει κάποιος στις ΗΠΑ, στη Ρωσία ή στην Κίνα και σφάζει βρέφη σε βρεφοκομείο κι εκδίδει ή εξοντώνει τα ίδια του τα παιδιά. Άλλοι θα αναζητήσουν την ερμηνεία στα ζώδια, κι άλλοι στην άυλη υπεραξία. Άρα, με μια έννοια, εκτός από τους δράστες, υπάρχουν και οι άλλοι διαταραγμένοι που εξίσου αδίστακτα καπηλεύονται παιδιά, εγκλήματα, νεκρούς κι ο,τιδήποτε κι εν ψυχρώ. Διότι όχι σπάνια, η άποψη δεν είναι ιδεολογία, αλλά ψύχωση. Για όλα φταίει κάτι που θεωρούμε εξ αρχής πως φταίει για όλα. Το άτομο δεν έχει κρίση, συνείδηση, διάκριση, ατομική ευθύνη, αλλά είναι παράγωγο βιοτεχνίας. Αν ο άλλος βιάσει τον μπατζανάκη του, τότε υπάρχει οικογενειακή και συλλογική ευθύνη, αλλά αν κάποιος παίρνει ξαφνικά το τσεκούρι και διαμελίζει τον πατέρα του ή τη μητέρα του ενώ βλέπει τηλεόραση, τότε τι γίνεται; Βέβαια κάποιοι θα βγούνε και θα πουν πως φταίει η τηλεόραση ή επειδή το θύμα έβλεπε ιδιωτικά κανάλια. Πολλοί ρίχνουν το ανάθεμα στο Internet. Οι τεχνολογικοί νεωτερισμοί ανέκαθεν γίνονταν δεκτοί με ένα ηχηρό ηθικό ανάθεμα. Mε το πρώτο κλικ σήμερα, με το πρώτο ντριν…ντριν κάποτε. Ναι, του τηλεφώνου. Κι ο μπαϊλντισμένος περιπτεράς που διέθετε «τηλέφωνο διά το κοινό», λογαριαζόταν περίπου σαν ωτακουστής και σαν ματάκιας όσο να αποσώσει το μαλλί με το κορίτσι…
Πάντως, και σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια απάντηση: όλοι τρέχουμε ξένοιαστοι προς τον γκρεμό, αφού βάλαμε μπροστά μας κάτι για να μας εμποδίζει να τον βλέπουμε, όπως θα διαβάσουμε στους στοχασμούς του Πασκάλ.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το