Θ Plus

Θριάσιο πεδίο: Το μηδέν και το Άγαν

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Α’. Ιστορικά – Μυθολογικά
To Θριάσιο πεδίο – όπως τ’ ακούτε – είναι μια κοιλάδα, ίσως η ευφορότερη – κάποτε, σε ολόκληρη την Αττικοβοιωτία. Και σήμερα είναι εύφορη, αλλά σε λύματα, σκουριασμένα κι άχρηστα αντικείμενα και βέβαια πλήθος – απίστευτο πλήθος – εργοστασίων, καμινάδων, βρομιάς και βιομηχανικής λάσπης.
Η πεδιάδα της Θρίας κλείνεται ανάμεσα στα πόδια ενός τραπεζοειδούς σχήματος βουνών που αποτελείται από τέσσερα Πί κι ένα Άλφα. Tα βουνά αυτά είναι: Ο Πατέρας, η Πάστρα, η Πάρνηθα, το Ποικίλον Όρος και το Αιγάλεω.
Ποτίζεται – ποτιζόταν, θέλω να πω, στην αρχαιότητα – από τα δυο πολύ σημαντικά ποτάμια, τον Ελευσίνιο Κηφισό (όπως αποκαλούνταν στην αρχαιότητα – σήμερα Σαρανταπόταμο) και τον χείμαρρο του Αγίου Ιωάννη (άγνωστο πώς ονομάζονταν στα αρχαία χρόνια). Οι χάρτες (χάρτες που τοποθέτησε ο Δήμος Ελευσίνας) χαρτογραφούν κι ένα ακόμη αρχαίο ποτάμι, που δεν κράτησε το όνομά του, αλλά οι σημερινοί το αποκαλούν Γιαννούλα.
Το Θριάσιο οφείλει την ονομασία του στον αρχαίο Δήμο Θρίας, τα όρια του οποίου τοποθετούνται στη χωροθεσία του σημερινού Δήμου Ασπροπύργου.
Η ετυμολογία του Θριάσιου πεδίου σχετίζεται με τις αρχαίες Θρίες. Οι Θρίες ήταν φτερωτές νύμφες, τροφοί του Απόλλωνα, που κατοικούσαν στον Παρνασσό και μπορούσαν να μαντέψουν το μέλλον μέσα από την κίνηση των χαλικιών στο νερό. Αυτά τα χαλίκια ονομάζονταν θρίες.
Σύμφωνα με τον Γάλλο ερευνητή Ζαν Ρισπέν ο Απόλλωνας ήθελε την πόλη της Αθήνας για δική του, διεκδικώντας την από την Αθηνά. Ο Δίας που μπήκε κριτής τον δικαίωσε – όπως λένε άλλες παραδόσεις, αντίθετες με την επικρατούσα – και η Αθηνά που χολώθηκε, πέταξε τα χαλίκια – τις θρίες – στον κάμπο, δηλαδή την κοιλάδα της Αττικής (Ελευσίνας) που πήρε το όνομά της από αυτές και αποκαλείται Θριάσιο πεδίο.

Ρωμαϊκό γεφύρι του Ελευσίνιου Κηφισού

Β’. Το άφαντο γεφύρι και η Ιερά Οδός
Ξεκίνησε καλά η μέρα μου. Του Σταυρού μαθές σήμερα. Πήρα τον δρόμο για την Ελευσίνα. Τι γύρευα εκεί, μη ρωτάς. Ένα γιοφύρι έψαχνα, που τόχα βάλει στο μάτι από πέρσι. Δε θυμάμαι πια από πού είχα την πληροφορία, ότι κάπου στο Θριάσιο (της Ελευσίνας, ντε) ήταν καταχωνιασμένο ένα περίτεχνο ρωμαϊκό γεφύρι. Ρώτησα δω, ρώτησα κει, κανένας δεν ήξερε.
Ποιος είναι τούτος ο κουζουλός που γυρεύει ένα γιοφύρι τη σήμερον ημέρα που γιοφύρια, δόξα νάχει ο Γεραμπής, υπάρχουν εκατό, ανά χίλια μέτρα, διερωτιόντουσαν άπαντες οι ερωτώμενοι.
Κάποιος Βαγγέλης ωστόσο, ψαρής, ξερακιανός, ψιλόμαγκας και μονόδοντος, μέσα σε ένα παρκάκι με τζίτζιφα αραχτός, με είδε που σκάλιζα με το μάτι έναν τοπικό χάρτη, κοντά στην παραλία της Ελευσίνας και με ρώτησε θαρρετά τι ψάχνω.
Tύχη αγαθή που τον πλησίασα για να πάρω πληροφορίες. Περσότερο ήθελα να τον ακούσω έτσι που μιλούσε, γερτός και αμήχανος, παρά για να πάρω πληροφορία. Εδώ δε μούδωσαν περιπτεράδες, λαχεία και Προ-πό πληροφορίες, θα μου δώσει τούτος εδώ ο μπρεκετές; Mωρέ μήτε κι η υπάλληλος του Αρχαιολογικού Χώρου δεν ήξερε, γιατί τάχα ήταν συμβασιούχα. Έτσι δικαιολογήθηκε. Καλύτερα να ρωτούσα το μπακάλη, απέναντι, μου είπε.
Ο Βαγγέλης όμως ήξερε. Και μούπε, με το νι και με το σίγμα πως το γιοφύρι που ζητάω είναι παραχωμένο κάτω από τη γέφυρα του νέου δρόμου.
Ρε, Βαγγέλη, του λέω, μήπως ξέρεις πως θα πάω στο Θριάσιο; Το πεδίο, εννοώ όχι το Χόσπιταλ…
Δεν ήξερε ή δεν κατάλαβε τι εννοούσα. Και γιατί να καταλάβει; Μήπως ήξερε κάνας Ελευσινιός ή Ασπροπυργιώτης τί σημαίνει και πού είναι το ιστορικό Θριάσιο πεδίο;
Άστα, συλλογίστηκα και γύρνα στον τροχό σου. Μην ψάχνεις ψύλλους στ’ άχερα.
Βρήκα ωστόσο το γεφύρι, ας είναι καλά ο μονόδοντος, που μου έδειξε με ακρίβεια το στόχο. Κάτι ψίχουλα λίθων σκέπαζαν το γεφύρι, κάτω από μια ταπεινή πινακίδα στο βυθό μιας αμάλαγης βοής χιλιάδων τροχοφόρων. Έπειτα βρήκα τον Σαρανταπόταμο, τις όχθες του οποίου ζεύει το γεφύρι, από τ’ αρχαία χρόνια. Είναι το ένα από τα τρία μεγάλα ποτάμια που διασχίζουν την κοιλάδα του Θριάσιου.

Τμήμα της Ιεράς Οδού στο Θριάσιο Πεδίο

Πήγα λοιπόν στο γεφύρι περπατώντας ανάμεσα στον καινούργιο εθνικό δρόμο και στον παλιό. Κάτω από τη μεγάλη γέφυρα της Ελευσίνας. Αυτής που καβατζάρει τον Σαρανταπόταμο, λίγο μετά τη Χαλυβουργική. Επόμενο ήταν αυτό που είδα να είναι κατάλοιπο της Ιεράς Οδού. Εδώ τον Αισχύλο τον κάναν μεταφορική εταιρία κι άιντε να βρεις εμπορεύματα να μεταφέρεις με το πνεύμα του αρχαίου Ελευσίνιου τραγικού.
Εταιρία Μεταφορών, λέει «Ο Αισχύλος». Και ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα της Ιεράς Οδού;
Τι ήταν ωστόσο, Θέ μου αυτό το γεφύρι; Tί έργο ολκής και θριάμβου. Τόχτισε ο Αδριανός εκεί γύρω στο 124 με 127 μ.Χ. γεφυρώνοντας τον ποταμό Ελευσίνιο Κηφισό και τιμώντας εκείνους που κατάστρωσαν την Ιερά Οδό. Ίσως να είναι αρχαιότερο και να το επισκεύασε ο Αδριανός.
Σήμερα βρίσκεται δίπλα από την παλιά εθνική οδό Αθήνας – Κορίνθου και κάτω από την καινούργια, στη θέση Καλό Πηγάδι. Είναι τετράτοξο, με ανόμοιες καμάρες, περίτεχνο οδόστρωμα, ένα οδόστρωμα που περπατούσαν οι στρατοί κι οι ιεροφάντες από την Ελευσίνα ίσαμε τον Κολωνό ή αντίστροφα. Το συνολικό του μήκος είναι πενήντα μέτρα και οι καμάρες έχουν ανοίγματα 6,90 οι δυο μεσαίες και 4,30 οι ακρινές. Στο γεφύρι δίπλα υπάρχει κι ένα αρχαίο φρέαρ, δεν έχω ακούσει κάποιον να λέει κάτι για δαύτο. Το είδα, το φωτογράφισα, έληξε η αποστολή μου.

Αρχαία δεξαμενή του Σαρανταπόταμου

Γ’. Η κοιλάδα των χαμένων Θεών
Δεν έληξε όμως η κύρια αποστολή. Η ανεύρεση ή ο εντοπισμός του Θριάσιου πεδίου. Το Θριάσιο πεδίο, στα αρχαία χρόνια, συνδεόταν με την Αθήνα μέσω δυο δρόμων.
Ο πρώτος από αυτούς ξεκινούσε από τα βόρεια της πόλης (Αχαρνές) και περνούσε μέσα από το στενό πέρασμα που δημιουργεί και σήμερα ο χαμηλός αυχένας του Ποικίλου όρους και της Πάρνηθας. Μετά το πέρασμα αυτό, ο δρόμος κατηφόριζε ίσαμε την κοιλάδα του Θριάσιου, τη διέσχιζε κι έφτανε ως τη θάλασσα της Ελευσίνας.
Ο δεύτερος δρόμος ήταν ίσως ο σπουδαιότερος από όλους τους δρόμους της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν η Ιερά Οδός, η οποία ξεκινούσε από τον Κεραμικό (το περίφημο Δίπυλο), διέσχιζε την περιοχή που σήμερα κατέχουν οι δήμοι Αιγάλεω και Χαϊδαρίου και κατέληγε στο Ιερό της Ελευσίνας.
Το Θριάσιο πεδίο ήταν η πιο εύφορη περιοχή, όπως είπαμε, της Αττικής. Εδώ αναπτύχθηκε για πρώτη φορά η γεωργία, με την καθοδήγηση της θεάς Δήμητρας. Ολόκληρη η πεδιάδα αρδευόταν από το ποτάμι του Ελευσίνιου Κηφισού και καλλιεργούνταν με δημητριακά κι αμπέλια. Οι καλλιέργειες αυτές συνεχίστηκαν ανά τους αιώνες συστηματικά μέχρι τις παρυφές σχεδόν του 20ου αιώνα, οπότε άρχισε η εκβιομηχάνιση της περιοχής, με τα καταστροφικά αποτελέσματα που βλέπουμε – και ζούμε – σήμερα.
Σήμερα πια (αχ αυτό το σήμερα) ολόκληρη η περιοχή του Θριάσιου έχει καταληφθεί – καταπατηθεί – δίχως καμία πρόβλεψη να διασωθεί ο αρχαίος ιστός, από τις βιομηχανικές μονάδες που εγκατέστησαν νεότεροι πολιτικοί ταγοί, για την ανάπτυξη της χώρας…
Οι οικισμοί που περιβάλλουν το Θριάσιο είναι – προσέχτε ονόματα – η Ελευσίνα, ο Ασπρόπυργος, η Μάνδρα και η Μαγούλα. Η πρώτη – η αρχαία Ελευσίνα – ευτυχώς αποβιομηχανοποιήθηκε, και ξανάγινε εσχάτως η πόλη των Ελευσινίων – δίχως τα Μυστήρια πια. Η δεύτερη πόλη, ο Ασπρόπυργος πασχίζει με νύχια και με δόντια να απογαλακτισθεί από τις δηλητηριασμένες αγκαλιές των χαλυβουργικών μονάδων που τη σφιχταγκαλιάζουν. Ως ένα βαθμό, θα τολμούσα να πω ότι τα ψιλοκαταφέρνει.

Ο Ασπρόπυργος που περιηγήθηκα ξαναγίνεται μια πόλη με ταυτότητα, όμορφη και απλωτή, αλλά θα χρειαστούν χρόνια για να ξαναπάρει τη μορφή του καθαρού Οικισμού που θα περιβάλλει τον αρχαίο σιτοβολώνα της θεάς Δήμητρας.
Η Μάνδρα και η Μαγούλα, αρχαίοι κι αυτοί Οικισμοί, παραδόθηκαν στους επήλυδες Ρομά που φυσικά οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα για την οικιστική τους ανάπτυξη, αφέθηκαν στα χέρια αετονύχηδων και σήμερα κατοικούνται από μιαν αυθαίρετη φυλή που δεν έχει ιδέα από οικιστική ζώνη, δίχως μέλλον, προοπτική και επιβίωση.
Αυτό που είδαν τα μάτια μου στη Μαγούλα και στη Μάνδρα δεν περιγράφεται. Δρόμοι που φτάνουν ως το τίποτα, χαμώγια και σπιταρώνες στο πουθενά, δίχως νερό και καθαριότητα, με φως μεν αλλά δίχως φως…
Πού; Στο σιτοβολώνα της Αττικής. Ποιος σιτοβολώνας και πράσινα άλογα; Λασποβολώνας και λυματοδέκτης είναι…
*
Βάλθηκα λοιπόν να ψάχνω αυτό που όλοι έχουν ακουστά – αλλά δεν μολογούνε τι τέλος πάντων είναι…
Στράφηκα στον Ασπρόπυργο. Μα ούτε κι από κει βρήκα πουθενά διέξοδο για το Θριάσιο. Βρήκα ωστόσο μια πελώρια πάνινη πινακίδα που μιλούσε για τα «Θριάσια 2018»…
«Μάλλον Φρικιάσιο, πρέπει να το λες», μου διαμήνυσε ένας καφεπώλης. «Τρομάρα μας κάνουμε και Θριάσια, αλλά ανάθεμα αν ξέρει κανένας τι είναι αυτές οι εκδηλώσεις και για ποιο λόγο γίνονται»…
*
Ύστερα γύρισα να βρω το Θριάσιο, τι να βρω δηλαδή σε κείνον τον διάσπαρτο κυκεώνα των λυμάτων και των μονάδων επεξεργασίας λιπαρών αναμνήσεων; Tον βουλιαγμένο σιτοβολώνα της Δήμητρας;
Πήγε εφτά η ώρα κι εγώ ακόμα στριφογυρνούσα τις καλαμιές νάβρω κανένα σημάδι από το Θριάσιο πεδίο.
Δε βρήκα τίποτα κι έφυγα εντελώς απογοητευμένος με τους σχεδιασμούς της νεότερης πατρίδας που ακρωτηριάζει την ιστορία της, όπου τη βρει κι όπου της λάχει…
14-9-2018

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το