Θ Plus

Θεστιές – Η αυθεντική Ακρόπολη

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Εφεξής, όταν θα λέμε Ακρόπολη, θα εννοούμε την ακρόπολη των Θεστιών της Αιτωλίας, δηλαδή ετούτη δω την πραγματική ακρόπολη, την επάνω άκρη της πόλης που είναι από τη φύση της αψηλή, άπαρτη κι αδιαπραγμάτευτη με τους εχθρούς και τους φίλους. Συνάμα δεν επιδέχεται σύγκριση με καμία από τις γνωστές ή άγνωστες ακροπόλεις της φρουριακής οχύρωσης στον ελλαδικό χώρο, μηδέ με την παγκόσμια μήτρα των Ακροπόλεων, η οποία ωχριά ως θέση, οχύρωση και ύψωμα μπροστά στην αιτωλική βασιλίδα των ακροπόλεων…
*
Δεν θα έκανα μια τέτοια εισαγωγή αν δεν στεκόμουνα ενεός μπροστά στον εντυπωσιακό αυτό βραχότυπο, που σαν φυσικός προμαχώνας φέρνει λίγο προς ορισμένα μεσαιωνικά φρούρια της Μεσευρώπης. Αυτό όμως που την κάνει να υπερέχει από αυτά είναι ότι ανήκει στη χορεία των αρχαίων ακροπόλεων που εκμεταλλεύτηκαν το φυσικό πλεονέκτημα και χτίστηκαν με κυκλώπειες πέτρες, ώστε να προστατεύονται ασφαλέστερα.
Ο Θέστιος, σύμφωνα με τη μυθολογία, φέρεται ως ο πρώτος οικιστής και γενάρχης του τόπου. Οι πρώτοι οικιστές έτσι από αυτόν πήραν το όνομά τους και αποκλήθηκαν Θεστιείς. Αλλά Θεστιές ονομάστηκε και η πόλη τους.
Βέβαια ιστορικά τίποτα δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη, ως προς την πρωταρχή της εντυπωσιακής αυτής πόλης, αν κάποια αγγεία δεν δίνουν τη χρονολογική τους ταυτότητα που ανάγεται στο 2.500 π.Χ.

Η φυσική ακρόπολη των Θεστιών

*
Όταν βάλαμε ως στόχο την επίσκεψη και την ολοκληρωμένη καταγραφή των στοιχείων που συνθέτουν την ακρόπολη αυτή – γεωφυσικά, ιστορικά και αρχαιολογικά – δεν πιστεύαμε ότι τελικά εκείνο που θα μας συνήρπαζε και θα αλλοίωνε τον χαρακτήρα της αναζήτησής μας θα ήταν το φυσικό υπόβαθρο, η δομή και ο φρουριακός χαρακτήρας ενός τέτοιου ακροπολίσματος που όμοιό του, εμείς τουλάχιστον, δεν είχαμε ξαναντικρίσει.
Ξεκινήσαμε από την πολυθόρυβη κοινότητα του Καινούργιου. Μια μικρή ταπεινή πινακιδούλα έδειχνε στροφή αριστερά για τη Μονή Βλοχού, χιλιόμετρα έξι. Τίποτ’ άλλο. Σα να μην υπήρχε η κορυφή της αρχαίας πόλης, τα τείχη κι η συμπαγής οχύρωση των Θεστιών που οι «ξένοι» (επιμένω στον όρο ξένοι) θα τα είχαν ως κόρην οφθαλμού. Θα τα είχαν και θα τα πρόσεχαν με την προσήκουσα αρχαιολογική σημασία που τα καθιστούν μνημεία και σύμβολα της ανθρωπότητας.
Οι τοπικοί λοιπόν άρχοντες, φευ, μόνον άρχοντες δεν είναι… Λειτουργικώς στενής αντίληψης, κοιτάζουν αλληθωρίζοντας προς την ευκλήσια καταγωγή της πατροπαράδοτης θρησκείας και αγνοούν ή παραγνωρίζουν την καταγωγή του πρώτου ανθρώπου που ίσως και να ήταν πρόγονός τους…
Αυτή η υπερβολική εμμονή των νεοελλήνων στη διαφύλαξη και προαγωγή ΜΟΝΟ των θρησκευτικών μνημείων κατάντησε τον πολιτισμό και τις τέχνες ελλειμματικούς…
Γι’ αυτό μας γεμίζει θλίψη η έλλειψη μιας πινακίδας που να επισημαίνει την ύπαρξη νεολιθικής ακροπόλεως στα ύψη του βράχου, τον οποίο κατοικούσαν πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια κάποιος ονόματι Θεστιέας κι οι απόγονοί του.
Ολόκληρο το βουνό του Παναιτωλικού είναι ταμπελαρισμένο από πολύχρωμα πινακιδάκια που επισημαίνουν μιαν ατέλειωτη παράταξη οσίων, αγίων και νεομαρτύρων της ευσέβειας και της χρηστότητας που ανάλωσαν τη ζωή τους στις προσευχές για τη σωτηρία της ψυχής τους…
Ακολουθούμε λοιπόν την πινακίδα που κάθε τόσο κάνει λόγο για τη Μονή Βλοχού και τον ξενώνα «Θυέστιος».
Όταν μετά από πέντε χιλιόμετρα φτάνουμε σε ένα χαρακτηριστικό πλάτωμα, όπου και πρόχειρη λαμαρινένια στάνη αφουγκραζόμαστε την ιδιότυπη σύριγγα κατεργάρη βοσκού που καλεί τα γίδια του στη στρούγγα για τον στάλο.
Κατεβαίνουμε ν’ ανταμώσουμε τον τσοπάνη. Έρχεται να μας απαντήσει ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, με στολή ελασίτη μαυροσκούφη, γενειάδα ξωμερίτη και σβέλτο σαν τα κατσίκια του που μας κάνει τις συστάσεις.
Τάσος Καπλάνης, με τ’ όνομα…
Έλα να σου δείξω τα κονάκια μου, εδώ τη βγάζω παρέα με τους Κύκλωπες (έτσι τις αποκάλεσε τις θεόρατες πέτρες της αρχαίας οχύρωσης, ετούτος ο αγράμματος κι ατσουγκράνιστος τσομπάνος).
Και μ’ ένα στρουφιχτό ξεδίπλωμα της γλώσσας σαλάγησε τα γίδια του κι ένα μαζί κριάρι, να το πιεις στο ποτήρι….
Αφού τέλεψε με τα ζωντανά του με πήρε απ’ το χέρι και πήγε δυο όχτους παρακατίτσα από όπου άρχιζαν τα «όργανα». Όπου όργανα ήσαν δυο σειρές πελώριες στουρναρόπετρες (όπως τις μεταβάφτισε τώρα) που κάθονταν σαν «σε θρόνο» (δική του η λέξη) κι αγνάντευαν από κείνο το καραούλι τον ζυγό λιμνιώνα (εννοούσε τις δυο λίμνες – Τριχωνίδα και Λυσιμάχεια), τ’ Αγρίνι (έτσι τόπε) και πέρα τους πέρα κάμπους και τα βιλαέτια (εννοούσε τα χωριά του Βάλτου και τ’ Ακαρνανικά όρη). Για τη θάλασσα του Ιόνιου τσιμουδιά… Κι ας χρυσάφιζε κατά τη δύση ολομέταξη…
*

Άποψη της οχύρωσης από την κορυφή της ακρόπολης με την Τριχωνίδα στο βάθος

Χίλια μέτρα παραπάνω θρονιάζονταν σε πλαγινόν εξώστη η εκκλησιά της Αγίας Τριάδας κι από πάνω της η πλατιά θεωρία της Μονής Βλοχού. Καινούργια θεωρία πάνω σε παλιό γκρεμισμένο προσκυνητάρι, με πολλούς φανατικούς θαυμαστές και πιστούς που ανηφορίζουν για χάρη της. Αφιερωμένη στην Παναγιά. Εξεζητημένη ελαφρά η θεωρία της, δεν έχει ανάγκη από διαφήμιση και παρουσίαση των εκκλησιαστικών προσόντων της.
Είναι ευτύχημα που ο μοναδικός καλόγερος που με υποδέχεται με ξαποστέλνει ευγενικά – πράγμα περίεργο για μοναχό – στην κορυφή του κάστρου (όπως το λέει), για να θαυμάσω το Ιόνιο φως (ετούτος ο μοναχός είναι και φυσιολάτρης).
Είκοσι μέτρα έξω από το μοναστήρι ξεχωρίζει μικρή τραβέρσα ανηφορική που συνεχίζει με σιδερένια σκαλοπάτια για την οροφή του Θεού. Και της έκστασης.
Ο βράχος ετούτος της αρχαίας πόλης (Γλας, κατά την τοπική και διεθνή ορολογία) αποτελεί το σήμα κατατεθέν όλων των γνησίων και αυτόχρημα κυριολεκτικών σημασιών των όπου γης ακροπόλεων…
Μετράω σαράντα σκαλιά. Ύστερα εγκαταλείπω τη διείσδυση μεσ’ απ’ τα πουρνάρια και τη συνέχεια της σιδηρόσκαλας, για να πάρω το καθαρό πλην απόκρημνο κι επικίνδυνο μονοπάτι που γυροφέρνει τον βραχώδη κορμό της ακρόπολης.
Έως εδώ εκείνο που μας εντυπωσιάζει είναι η πανωθήκευση κυκλώπειων μεγαλίθων πάνω στα ήδη αυτόχθονα βράχια της ρίζας του λόφου που έτσι κι αλλιώς είναι, ως φυσικό τοίχωμα, ανυπόταχτα κι αδιαπέρατα.
Το μονοπάτι διασχίζει τον νοτιοδυτικό πυλώνα της ακρόπολης και ανοίγεται σε μιαν αλάνα εκπληκτικής ομορφιάς και θεαματικής έμπνοιας. Πρόκειται για ένα άνδηρο της ακρόπολης που το στηρίζουν πανίσχυροι αναλημματικοί τοίχοι, στο τέλος του οποίου διακρίνεται η ομαλή επιφάνεια άγνωστης ταυτότητας αλωνιού. Μπορεί και να ήταν τα θεμέλια κάποιου βωμού ή ναού. Εν πάση περιπτώσει είναι ένα χορταριασμένο λιβάδι που το φοράει ωσάν περιβραχιόνιο η ακρόπολη, ένα ολοτρύφερο, αστραφτερό και λουλουδάτο περιδέραιο που είναι στραμμένο προς τις πανέμορφες διακυμάνσεις του Παναιτωλικού όρους.
Η κάθετη προφύλαξη της ακρόπολης προσθέτει μοναδική ευτοπία στο περιβάλλον, την οποία καλείται να προστατεύσει ο μονόλιθος των Θεστιών.
Και βέβαια εδώ πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση. Ο τελικός βράχος της ακρόπολης αποτελεί το επιστέγασμα του λόφου. Πριν όμως από αυτή την κορυφαία στέγη ξεδιπλώνεται μια άλλη ορθοπλαγιά, απόρθητη από φυσικού της, που σε μερικά σημεία προστατεύεται από κυκλώπεια οχύρωση, μοναδικό δείγμα φυσικής περιτείχισης που στηρίζεται πάνω σε γιγάντιους θεμέλιους βράχους.
Θα ολοκληρώσω τον γύρο του βραχώδους ακροπολίσματος πραγματοποιώντας μιαν απότομη και ριψοκίνδυνη τραβέρσα ανάμεσα από βράχια και πεσμένα τείχη, για να βρεθώ στο σημείο της αρχικής εκκίνησης.
*

Το Παναιτωλικό όπως φαίνεται από τις παρυφές των Θεστιών

Η συνέχεια θα γραφεί με πολλά πολλά στοιχεία περιπέτειας και «παθών». Θα χαράξω με το βλέμμα μια τομή σχετική με την οχύρωση του τείχους που κατηφορίζει μέσα από πυκνά δασωμένα και πανύψηλα πουρνάρια, επιεικώς αδιαπέραστα. Κι όμως! Η θέληση, το πείσμα, αλλά και η ύπαρξη ενός υποτυπώδους κι ανεξιχνίαστου «διαδρόμου» που κάποτε είχαν διανοίξει – άγνωστο ποιοι – με οδήγησαν κάτω από τη στρούγκα του Καπλάνη ίσαμε τον τελευταίο λόφο πάνω από τον οικισμό του Βλοχού. Στη διάρκεια του επίπονου αυτού διασχίσματος είτε σφηνωνόμουνα μέσα σε αρπακτικές παγίδες είτε ξεσκιζόμουνα από τα αγκαθωτά κλαδιά, για να περάσω από όλα τα σωζόμενα τείχη, τα περισσότερα από τα οποία κρατούσαν το μυστικό τους καλά φυλαγμένο κάτω από τα πελώρια πουρνάρια.
Αυτή η φύση βύθιζε τα κοφτερά της δόντια σε όλο το κορμί, για να μου προσφέρει μιαν από τις πιο σπάνιες εμπειρίες αποκαλυπτικών διασχίσεων στο ελλαδικό σύμπαν.
*
Το ταξίδι στην ακρόπολη των Θεστιέων τελικά ήταν από τα συγκλονιστικότερα και πιο αποκαλυπτικά. Η κορυφή του Βλοχού, στον κωνικό βράχο του Γλα (ύψους 715 μέτρων) μοιάζει απρόσιτη, αλλά δεν είναι. Ίσως να ήταν για τους αρχαίους κατοίκους, όμως ο σημερινός δρόμος μήκους έξι χιλιομέτρων από το Καινούργιο, μπορεί στην αρχή να είναι στενός, αλλά στο τέλος φαρδαίνει και σκαρφαλώνει με απότομες στροφές έως την αυλή του μοναστηριού. Τα τείχη διατείνονται σε μήκος τεσσάρων χιλιομέτρων, η δε πόλη που άκμασε μέχρι το 1.000 περίπου π.Χ., υπήρξε η ισχυρότερη έδρα του βασιλιά των Αιτωλών, καθώς θεωρήθηκε ως η πιο ασφαλής κι εντυπωσιακή θέση κάστρου σε ολόκληρο το βασίλειο των τοπικών ηγεμόνων. Η μονή είναι χτισμένη σε ύψος 650 μέτρων κι είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Εν τέλει η θεαματική αυτοψία από τον βράχο του Γλα προσφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ανατολικά έχει μέτωπο σε όλο τον ορεινό όγκο του Παναιτωλικού, νότια το βλέμμα διασχίζει την υγρή επιφάνεια της Τριχωνίδας, μέσα στην οποία αντανακλούν οι χιονισμένες κορυφές του Χελμού και της Ζήρειας (!), καθώς και ο συμμαζεμένος όγκος του Αράκυνθου, δυτικά απλώνεται η Λυσιμάχεια, το Αγρίνιο και στο βάθος η ελλειπτική γαλάζια σκόνη του Ιονίου και βόρεια διαγράφουν αλλεπάλληλες καμπύλες οι πρόλοφοι και τα όρη του Βάλτου, τα Ακαρνανικά βουνά και οι προμαχώνες της Ηπειρωτικής λεκάνης.

Φλεβάρης του ’20

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το