Πολιτισμός

Θέαμα ναι – Θέατρο όχι – Ορέστεια – Μια παράσταση  υπερμετρωπίας

 

 

Του 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

Η αρχαία τραγωδία είναι και θεωρείται από τα παλιά χρόνια ένα ωφέλιμο εντρύφημα στο σώμα της ελληνικής γραμματείας. Το συγκεκριμένο είδος που έφεραν στην επιφάνεια πρώτος ο Αρίων από τη Μήθυμνα και λίγο αργότερα ο Θέσπις κι ο Ονομάκριτος στάθηκε στα πόδια του γιατί ακολούθησε κάποιους όρους και συμβάσεις, χωρίς τους οποίους δεν θα ευδοκιμούσε η τραγωδία. 

Έτσι γεννήθηκαν οι μεγάλοι ποιητές, οι χτίστες της τραγωδίας, των οποίων αναγνωρίστηκε η αξιοσύνη, η δοκιμασμένη τεχνική, καθώς και η άρτια κι επαρκής διακίνηση των ιδεών και των παραστασιακών συμβόλων.

Ο σπόρος που έπεσε δε χάθηκε ούτε μεταβλήθηκε σε αήθεις κατασκευές στα ύστερα από την αρχαιότητα χρόνια.

Ο Αισχύλος που έφερε στο προσκήνιο τις τριλογίες αγαπούσε να διδάσκει θέματα απ’ τον ίδιο μύθο. Στην Ορέστεια μαζί με την ιδέα της μοίρας παρουσιάζει και την ιδέα της θείας δίκης. Κάθε έγκλημα που εκτελέστηκε συνειδητά ή ασυνείδητα συνεπάγεται αναπόφευκτα τη θεία δίκη εξαιτίας της μοίρας.

Αυτό είναι το γενικό στίγμα του Αισχύλου στην Ορέστεια που συνενώνει κάτω από τον ίδιο μύθο τρία του έργα.

Αυτή η συνένωση, ο ενοποιός δεσμός τριών θεατρικών παραστάσεων, είναι καταρχήν επιτυχημένος από τον Τερζόπουλο, τον σκηνοθέτη και γενικό κατασκευαστή της τριλογίας του Αισχύλου που είδαμε στο αρχαίο θέατρο του Δίου. 

Αλλά από εκεί και πέρα όλα χάνονται στη συγκεκριμένη παράσταση. Ή τουλάχιστον τα περισσότερα λοξοδρομούν τόσο που να εμφανίζουν άλλη ταυτότητα, με ιδιόχειρο προσανατολισμό.

Και πρώτα η μετάφραση της Βαροπούλου. Κατά επιεική έκφραση είναι απαράδεκτη. Πρόχειρη, αμετάδοτη και εντελώς απρόσφορη του θεατρικού αισχύλειου κλίματος και λόγου.

Χάνεται κυριολεκτικά ο θεατής από τα πρώτα βήματα του λόγου μέσα σε ένα φρικτό διαλογικό χτίσιμο, από το οποίο βγαίνει ζημιωμένος. Καθόσον αφορά τον αισχύλειο λόγο.

Η παράσταση κατά την άποψή μου – πρωτοποριακή για τα σημερινά ελληνικά δεδομένα – πάσχει από υπερμετρωπεία.

Τι πα να πει αυτό; Υπερμετρωπία είναι η πάθηση στην οποία υπάρχει θολή όραση σε αντικείμενα που βρίσκονται σε κοντινή, αλλά και μακρινή απόσταση. 

Αλλιώς: Η υπερμετρωπία είναι κοινό πρόβλημα όρασης κατά την οποία οι ακτίνες του φωτός δεν εστιάζουν επάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά πίσω από αυτόν.

Τι σχέση μπορεί να έχει η πάθηση της υπερμετρωπίας των ματιών με την παράσταση της Ορέστειας;

Να ξεδιαλύνουμε τα πράγματα. Ο υπερβατισμός είναι ένα καθολικό φαινόμενο στην τέχνη, όπου ο δημιουργός ή μεταπλάστης ενός καλλιτεχνικού έργου υπερβαίνει το μέτρο που είναι από πριν δοσμένο στην ερμηνεία του, με συνέπεια να μην έχει το δικαίωμα της αλλοίωσης του βασικού πυρήνα του έργου. Είναι με άλλα λόγια υποχρεωμένος να κινηθεί πάνω σε ορισμένες συντεταγμένες και προκαταρκτικά θεμελιώματα του κλασικού δημιουργού. 

Αν δεν το κάνει και υπερβεί το κλασικό μέτρο θα έχει υπερκεράσει τον βασικό δημιουργό και θα δώσει μιαν εικόνα υπερατομικής ματιάς και ερμηνείας, η οποία θα κριθεί με τα μέτρα και τα σταθμά της καλλιτεχνικής του ιδιορρυθμίας.

Ο Τερζόπουλος, καταξιωμένος θεατρικός σκηνοθέτης, θέλησε στην προκειμένη περίπτωση να βάλει τα πράγματα της Ορέστειας σε ένα δικό του πρωτότυπο και εξατομικευμένο καλούπι, κάτω από μια διευρυμένη ματιά, η οποία θόλωσε το αρχικό πλαίσιο και τη δοσμένη εικόνα του αρχικού δράματος, με την απώλεια της κεντρικής (δραματικής) όρασης. Συνέπραξε αντιφατικά στο κοίταγμα της καλλιτεχνικής ερμηνείας του δράματος, χάνοντας την απόσταση από το πυρηνικό κέντρο του αισχύλειου άξονα. Ούτε το μακρινό βλέμμα κατάφερε να εστιάσει στον στόχο του ούτε το κοντινό να ξεκαθαρίσει…

Έτσι έφτασε στην υπερμετρωπία του δράματος.

Τώρα καθόσον αφορά την απόδοση (ερμηνεία) και τα τεχνικά, αλλά και χορικά του στοιχεία: 

Και πάνω απ’ όλα την απόδοση (μετάφραση) του αξεπέραστου τριλογικού έργου της παγκόσμιας δραματουργίας. 

Mε τον Αγαμέμνονα αρχίζει η τραγωδία. Προπομπός του ένας ανώνυμος κήρυκας που προαναγγέλλει την επιστροφή του βασιλιά και προτρέπει τον χορό των γερόντων να τον καλωσορίσει και να μετάσχει στην «ευτυχία» του…

Ύστερα μπαίνει ο χορός. Μικτός χορός ανδρών και γυναικών με σημαδιακά χτυπήματα στο στήθος που παραπέμπουν σε εξωελληνικό θεατρικό είδος. Σημαντική η παρουσία του, εξαίσιος ο κινητικό μοχλός, αργός, αργόσυρτος ο ρυθμός και με στάσιμα που ξενίζουν τον αρχαιοελληνικό βηματισμό.

Χορός πολυσήμαντος σε ευρηματική σκηνοθεσία, με κρουστά χειροστηθοκοπήματα, ένας χορός που ψάλλει, σπένδει και διθυραμβεί… 

Ασφαλώς αποτελεί το γεγονός του φετινού θεατρικού καλοκαιριού και μόνον αυτός από μια πληθώρα χορών που απεραντολογούν κινούμενοι σε μια γκάμα αυθαίρετης χορογραφίας.

Αλλά το δράμα δεν εξαντλείται στον χορό. Τα στάσιμα κι οι πάροδοι υποκινούν και διευκολύνουν τη δραματική ύφανση του έργου, αλλά χωρίς τον διάλογο (τα διαλογικά μέρη) το δράμα δεν επουσιώνεται ούτε καταξιώνεται ο λειτουργικός του ρόλος. 

Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο Τερζόπουλος απομειώνει τη στιχουργική δραστηριότητα των πρωταγωνιστών με το να τους υποβάλει έναν λόγο απόμακρο, ασταθή και αλειτούργητο διαλογικά.

Το δράμα είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία από την οποία ξεχωρίζουν οι διάλογοι (επεισόδια), τα μυστήρια και τα χορικά.

Το δράμα στηρίζεται στα πρόσωπα και λιγότερο στο χορό, καθώς τα πρόσωπα βαραίνουν τη μοίρα, τη μνημονεύουν και την απολογίζουν. 

Τα Θυέστεια δείπνα προφητεύουν τη βαριά μοίρα των Ατρειδών, η Κασσάνδρα επαναφέρει την ισχύ τους, η ανθρώπινη τραγωδία δε θα τελειώσει μήτε με τη συζυγοκτονία μήτε με το μητροκτόνο χέρι του Ορέστη, αλλά μήτε και με τη δυσεπίβουλη κατάρα των Ερινύων που ο συγγραφικός οίστρος του Αισχύλου θα την εξευμενίσει με τη μετατροπή τους σε λυτήριες μοιροκλώστρες που θα υπακούσουν στη φωνή μιας σωτήριας για το γένος των Ατρειδών ψήφου.

Το βουλευτήριο των δικαστών του Αρείου Πάγου θα κλείσει τον φοβερό αιμάτινο κύκλο της Θυέστειας προσβολής των ηθών με την απαλλαγή του Ορέστη και της Ηλέκτρας που το πέρασμά της σφραγίστηκε από μιαν ακατανόητη παρουσία, εντελώς αντίθετη με την αισχύλεια δυναμική της συμβολή.

Πουθενά η Ηλέκτρα, πουθενά η Κασσάνδρα, δυο επιτελικοί ρόλοι της αισχύλειας τριλογίας, με εντελώς πληθωρική την παρουσία και τον εξωστρεφή ρόλο της Κλυταιμνήστρας, παρεξηγημένο το πέρασμα του Αίγισθου κι ακατανόητο το μοτίβο του κεντρικού ήρωα, που επισκιάζεται από το δραστικό οπλικό σύστημα της υπερτιμημένης πρωταγωνίστριας.

Αντιφατικό το μοίρασμα των ρόλων, υποτονικό το σχεδίασμα των διαλόγων, υπερτονισμένη η ατμόσφαιρα μιας περίεργης εποχής, μακριά από το θεσμικό πλαίσιο του μύθου και της θεατρικής στόφας του τραγικού έργου.

Οι θεατές που παρακολούθησαν τις παραστάσεις της Ορέστειας μπορεί να εντυπωσιάστηκαν ή και να έμειναν άναυδοι από τον πλούτο της ευρηματικής σκηνοπλασίας του Τερζόπουλου, τους υποβλητικούς φωτισμούς και τη σαρανταποδαρούσα κίνηση του χορού, αλλά η αλήθεια είναι ότι απέχει από την τραγωδιακή σύλληψη και απόδοση του κομβικού αρχαίου δράματος που σοφίστηκε, έπλασε και σκηνογράφησε ο Αισχύλος…

Ήταν μια παράσταση επιβλητικών όψεων και θεαματικής προβολής και σκηνοπλασίας, αλλά υποβαθμισμένης δραματικότητας και σωστού καταμερισμού των τραγικών ρόλων που εμπνεύστηκε ο μέγας Ελευσίνιος ποιητής…

 

Δίον 28-8-2024 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το