Τοπικά

Θάνατος και καταστροφή από το «σπάσιμο» του Αναύρου – Πριν από 65 χρόνια σημειώθηκε στον Βόλο η μεγάλη πλημμύρα

Εξήντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται μεθαύριο από την αποφράδα για τον Βόλο 13η Οκτωβρίου του 1955, όταν μερικών ωρών ισχυρή βροχόπτωση είχε ως αποτέλεσμα να «σπάσει» ο Άναυρος, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν όλες οι ανατολικές συνοικίες της πόλης, με τους νεκρούς να είναι δεκάδες (υπάρχουν αναφορές για 36 θύματα, άλλες νεότερες μιλούν για 27 και 23 τραυματίες).

Μάλιστα επρόκειτο για το δεύτερο πλήγμα που δέχθηκε μέσα σε λίγους μήνες η πόλη μετά τον καταστροφικό σεισμό των 6,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, που έπληξε στις 18.47 το απόγευμα της 19ης Απριλίου, με αποτέλεσμα πολλοί Βολιώτες να διαμένουν σε αντίσκηνα, τα οποία βρίσκονταν μόλις λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος, κάνοντάς τα εύκολο «στόχο» των μεγάλων ποσοτήτων υδάτων, που ξεχύθηκαν από τον Άναυρο. Πολλοί από τους πνιγμένους ήταν βρέφη και μικρά παιδιά, που παρασύρθηκαν βρίσκοντας τραγικό θάνατο, ενώ ακούγονταν σε όλη την πόλη κλάματα και κραυγές απελπισίας. Ο αείμνηστος Γιάννης Μουγογιάννης μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του «Χωρίς σουρντίνα» περιγράφει το κακό που βρήκε τον Βόλο. «Τον Σεπτέμβριο άρχισαν τα πρωτοβρόχια. Η ζωή στα αντίσκηνα δυσκόλευε, ενώ στις παράγκες ήταν πιο υποφερτή. Υπερυψωμένες καθώς ήταν λίγο από το έδαφος, με πάτωμα στερεό, δεν κινδύνευαν να πλημμυρίσουν νερά. Η δική μας σκηνή, λόγω της κλίσης του εδάφους, συγκέντρωνε τα νερά από παντού. Σε μια καταιγίδα, αρχές περίπου του Οκτώβρη, γέμισε με νερό, το ίδιο και οι διπλανές. Διέξοδο να φύγουν τα νερά δεν υπήρχε, ήταν ο περίβολος της εκκλησίας που τα εμπόδιζε. Μόλις σταμάτησε η μπόρα, εκεί κατά το σούρουπο, αρπάξαμε τους κουβάδες και τις λεκάνες, για ν’ αδειάσουμε το νερό από τη σκηνή. Μουσκεύτηκαν και τα σκεπάσματα, βράχηκαν και τα ρούχα. Οκτώ άτομα ν’ αδειάζουμε και το νερό να μην τελειώνει. Περασμένα μεσάνυχτα και φτάσαμε στο λασπωμένο έδαφος, κατάκοποι κι εξουθενωμένοι. Ευτυχώς το χιούμορ δεν μας έλειψε και με τους τριγύρω συγκατοίκους διασκεδάζαμε την κατάσταση, λέγοντας χωρατά. Μετά ξαπλώσαμε όπως-όπως πάνω στα κρεβάτια, χωρίς στρωσίδια, περιμένοντας να ξημερώσει.

Οι μεγάλες καταστροφές που σημειώθηκαν στον Βόλο μέσα από φωτογραφίες της εποχής

Η υγρασία και το κρύο έκαναν έντονη την παρουσία τους. Όμως δεν είχαμε άλλη λύση. Την άλλη μέρα ο ήλιος πρόβαλε ολοφώτεινος. Τα κάγκελα του περίβολου γέμισαν στρωσίδια και ρούχα για στέγνωμα κι εκεί παρέμειναν ώς την άλλη μέρα, μέχρι να φύγει και το τελευταίο ίχνος υγρασίας. Οι βροχές επαναλήφθηκαν, όχι όμως με την ένταση της προηγούμενης καταιγίδας κι ο χειμώνας που ερχόταν, φάνταζε στη σκέψη μας απειλητικός. Μέσα στη σκηνή ήταν αδύνατο να τον περάσουμε. Ο Αλκιβιάδης, αρχηγός της μιας οικογένειας, αποφάσισε να νοικιάσει ένα μικρό ισόγειο τούβλινο δωμάτιο, που δεν κινδύνευε άμεσα από τους σεισμούς, κι εκεί να στεγάσει την πενταμελή οικογένειά του. Ο πατέρας δεν είχε άλλη επιλογή, από το να εγκατασταθούμε στο υπόγειο του σπιτιού, που με τον κίνδυνο ακόμη της κατάρρευσης των δύο ορόφων, θα μας πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο, αφού ούτε πλάκες μπετόν υπήρχαν, ούτε άλλα βαριά υλικά για να μας καταπλακώσουν. Το ένα δωμάτιο ήταν κατοικήσιμο, το πλυσταριό δίπλα και ο καμπινές. Ιδανικότερες συνθήκες στέγασης δεν θα μπορούσαν να βρεθούν.

Έτσι κι έγινε. Μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και βρεθήκαμε στο υπόγειο. Η σκηνή παρέμεινε στον τόπο της για κάθε ενδεχόμενο. Ο Εγκέλαδος μάς έκανε κάθε τόσο αισθητή την παρουσία του, άλλοτε με ελαφρές και άλλοτε με ισχυρότερες δονήσεις. Το σπίτι, παρ’ όλα τα μεγάλα ρήγματα που είχε στους πάνω ορόφους, άντεχε ακόμη. Μόνο εκείνο το φοβερό τρίξιμό του σε κάθε δόνηση, μας έκοβε το αίμα. Νομίζαμε κάθε στιγμή πως θα μας πλακώσει. Ας είναι όμως, γλιτώσαμε. Το μικρό υπόγειο δωματιάκι το ζεσταίναμε με μια σόμπα μαντεμένια, τη λεγόμενη πάπια. Στο πλυσταριό είχα στήσει το γραφείο μου κι εκεί διάβαζα όλο τον χειμώνα. Ούτε θέρμανση μ’ ενδιέφερε ούτε τίποτα. Και στο σχολείο τα πήγαινα καλά. Πρώτος μαθητής και σημαιοφόρος στην τελευταία τάξη. Κι εκεί, στα μέσα του Οκτωβρίου, που ο καιρός αγρίευε, κι άλλο μεγάλο κακό βρήκε την πόλη. Λίγο μετά το μεσημέρι τις 13 Οκτωβρίου, ανοίξαν οι ουρανοί, και τ’ αστροπελέκια έπεφταν το ’να κοντά στ’ άλλο. Όσο νερό διέθετε η ατμόσφαιρα το ’ριξε πάνω στον Βόλο και το Πήλιο. Τρεις ώρες ασταμάτητης νεροποντής, χωρίς διακοπή, χωρίς μείωση της έντασης. Αποχετευτικό δίκτυο την εποχή εκείνη δεν υπήρχε, ούτε και χρειαζόταν. Η πόλη διέθετε τη φυσική της κλίση προς τη θάλασσα και τα νερά παροχετεύονταν. Όμως η μεγάλη νεροποντή κατέβασε όλα τα νερά του Πηλίου, τα ξεροπόταμα γέμισαν και έγιναν απειλητικά. Το νερό κατέβαινε με βουητό από τις πλαγιές και τίποτα δεν το σταματούσε. Ο Κραυσίδωνας κι ο Άναυρος, οι δυο χείμαρροι που περιζώνουν την πόλη, γέμισαν μέχρι πάνω. Κι εκεί, κατά τις τέσσερις το απόγευμα, έγινε το μεγάλο κακό. Ο Άναυρος, σε μια καμπή του, έργο ανθρώπινο των αρχών του αιώνα για την παράκαμψη της πόλης, έσπασε, αφού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στα πολλά και ορμητικά νερά του. Το υγρό στοιχείο, ανεμπόδιστο πλέον, κατέκλυσε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της πόλης. Λάσπη, νερό και φερτά υλικά, συμπαρέσυραν στο διάβα τους το κάθε τι. Αντίσκηνα, παραπήγματα και ετοιμόρροπα σπίτια, μαζί με οικοσκευές και πτώματα ανθρώπων και ζωντανών, επέπλεαν και όδευαν προς τη θάλασσα. Θρήνος και κλαυθμός σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι η νεροποντή να μη λέει να σταματήσει και το Πήλιο να κατεβάζει εκατομμύρια κυβικά απειλητικής λάσπης. Τα υπόγεια που είχαν καταφύγει οι Βολιώτες για τον κίνδυνο των σεισμών, ήταν όλα πλημμυρισμένα.

Τον παππού μόλις που κατορθώσαμε να τον ανασύρουμε από το υπόγειο που κατοικούσε. Ήταν κι εκείνος ο Παρίσης Τσιγαρίδας, ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, γεροδεμένο παλικάρι που το ’λεγε η καρδιά του, που έπεφτε συνεχώς στα νερά και έσωσε πάνω από δέκα ανήμπορους από βέβαιο πνιγμό. Το δικό μας υπόγειο, μόλις που διασώθηκε. Με τους πρώτους όγκους νερού, κατορθώσαμε με τον πατέρα μου να τοποθετήσουμε μαδέρια πίσω από τις σιδερένιες πόρτες της αυλής, ώστε να εμποδίζεται η εισροή του νερού. Αν το ύψος του περνούσε και το πεζούλι, τότε δεν μας έσωζε τίποτα. Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Μόλις σουρούπωσε για καλά, η βροχή σταμάτησε, όμως τα νερά κατέβαιναν, για δύο ακόμη ώρες, ορμητικά. Μετά τις εννιά όλα ηρέμησαν. Βγήκαμε με τον πατέρα λίγο στην αυλή, οι δρόμοι κατασκότεινοι, το περιβάλλον εφιαλτικό. Κάποιες σκιές που κινούνταν μέσα στη λάσπη μάς πλησίασαν. Ήταν φίλοι της οικογένειας από την πέρα γειτονιά. Το υπόγειό τους ήταν γεμάτο νερά και λάσπη. Ζήτησαν να τους φιλοξενήσουμε. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο του υπογείου κοιμηθήκαμε δώδεκα άτομα. Την ίδια ώρα που προσπαθούσαμε στον σκοτεινιασμένο δρόμο ν’ αντιληφθούμε το μέγεθος της θεομηνίας, κάποιες άλλες σκιές μάς πλησίασαν. Ήταν ο παλιός φίλος του πατέρα, ο δήμαρχος Βόλου Γιώργος Καρτάλης, που με τις μπότες και καταλασπωμένος περιτριγύριζε την πόλη, για να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια την καταστροφή. Το ίδιο κιόλας βράδυ. Ήταν η εποχή που οι άρχοντες, όσο ψηλά κι αν βρίσκονταν από καταγωγή, κατέβαιναν στον λαό την ώρα των συμφορών. Ο πατέρας τον κάλεσε στο υπόγειο, τον κέρασε λίγο τσίπουρο, είπαν μερικές κουβέντες κι ο δήμαρχος χάθηκε και πάλι στα σκοτάδια με τη λάσπη. Η νύχτα πέρασε ήσυχα για μας, παρ’ όλο που ο φόβος του σεισμού μάς συνέτρεχε. Αν εκδηλωνόταν και κανένας τέτοιος, η κόλαση θα κατέβαινε στη Γη. Με το ξημέρωμα της καινούριας μέρας, το ψιλόβροχο συνέχιζε χωρίς να προκαλεί ανησυχίες, μέχρι το μεσημέρι που σταμάτησε. Από το πρωί, όλα τα παιδιά της γειτονιάς φορέσαμε τις μπότες και βουτηγμένοι στη λάσπη περιδιαβαίναμε την πόλη. Βιβλική καταστροφή σ’ ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του Βόλου. Παρασυρμένα σπίτια, γκρεμισμένες σκηνές και παραπήγματα, η λάσπη μισό μέτρο, οι οικοσκευές στον δρόμο, πτώματα από γάτους, σκύλους και πουλερικά κι ο απολογισμός να φτάνει στους 36 νεκρούς και 24 τραυματίες. Ούτε με τους σεισμούς δεν είχαμε τόσα θύματα. Οι άνθρωποι όλοι, σε μια πυρετώδη κινητοποίηση, να προσπαθούν να βγάλουν τα λασπόνερα από τα σπίτια, να ξαναφτιάξουν τα παραπήγματα, να στεγνώσουν τις κουβέρτες και τα ρούχα, να μαζέψουν τα διαλυμένα υπάρχοντά τους, ώστε να μπορέσει να ξαναμπεί η ζωή στον κανονικό της ρυθμό. Η κρατική αρχή κινήθηκε κι αυτή συντονισμένα, ενίσχυσε αμέσως το ανάχωμα του χειμάρρου και καθάρισε την πόλη από τις φερτές ύλες. Ήταν να το περάσουμε κι αυτό».

Δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας, με τις εικόνες του Π. Τσιγαρίδα και του π. Αλ. Παπαποστόλου

Διαλύθηκαν σπίτια
Ο τέως δήμαρχος Πορταριάς Βασίλης Κοντορίζος σε πρόσφατο κείμενό του ανέφερε για τις πλημμύρες της 13ης Οκτωβρίου: «Μετά από πολυήμερη έντονη βροχόπτωση, ο Άναυρος κατέβασε με ορμή, μεγάλη ποσότητα νερών. Στη στροφή της κοίτης του, στο ύψος της οδού Καραϊσκάκη, το πρανές δεν άντεξε, έσπασε και ο χείμαρρος άλλαξε πορεία, μετατρέποντας σε ποτάμια τις οδούς Καραϊσκάκη, Περραιβού και Νικοτσάρα. Μεγάλη πλημμύρα έπληξε και τη Νέα Δημητριάδα. Τραγικό αποτέλεσμα! Πάνω από σαράντα άνθρωποι πνιγμένοι (αν θυμάμαι καλά 44). Και θα ήταν περισσότεροι, αν ένα πραγματικό παλικάρι, ο αείμνηστος Παρίσης Τσιγαρίδας, τερματοφύλακας τότε της ιστορικής και ηρωικής ομάδας του Ολυμπιακού Βόλου, δεν τολμούσε να επέμβει με κίνδυνο της ζωής του. Ο Παρίσης, δέθηκε με σχοινί από τη μέση του και την άλλη άκρη του την έδεσε σε ένα δέντρο. Έπεσε μέσα στα ορμητικά νερά του οργισμένου Αναύρου και άρπαζε όσους ο χείμαρρος κατέβαζε και τους έσωζε. Ήταν αρκετοί οι διασωθέντες (δεν θυμάμαι πόσοι). Υλικές ζημιές τεράστιες. Εμφανίστηκαν σπίτια από τα οποία απέμειναν μόνο οι δύο τοίχοι, γιατί τα ορμητικά νερά του χειμάρρου είχαν περάσει ανάμεσα, διαλύοντας τους άλλους δύο τοίχους και ό,τι υπήρχε μέσα. Το πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου είχε μπαζωθεί ολόκληρο από φερτά υλικά. Η θάλασσα είχε αλλάξει χρώμα μέχρι τα Πευκάκια, είχε γίνει καφέ. Όλη η πόλη κολυμπούσε σε πάνω από ένα μέτρο νερό. Υπόγεια, ισόγεια σπιτιών, προ παντός, καταστημάτων είχαν πλημυρίσει. Ζημιές εκατομμυρίων σε εμπορεύματα και οικοσκευές. Περιουσίες χάθηκαν, οικογένειες ξεσπιτώθηκαν. Η πόλη έκανε πολύ καιρό να συνέλθει».

Τραγικές σκηνές
Τη μαρτυρία Βολιώτισσας που έζησε από κοντά τις τραγικές εκείνες στιγμές, βλέποντας μάλιστα με τα μάτια της να παρασύρονται συμπολίτες της από τα ορμητικά νερά δημοσιεύει το blog «Η Μαγνησία στο Πέρασμα του Χρόνου». «Είχαμε φύγει από τις σκηνές και είχαμε κάνει μια ξύλινη παράγκα μπροστά στο παλιό πατρικό μου σπίτι (νοικιασμένο – όχι δικό μας), που βρισκόταν επί της Δ. Γεωργιάδου μεταξύ Περραιβού και Βλαχάβα αρκετά κοντά στο ποτάμι. Ήταν γύρω στις 10 το πρωί που ακούσαμε ένα παράξενο βουητό. Πολύς κόσμος έτρεξε να δει προς το ποτάμι και αρκετοί από αυτούς χαθήκαν, γιατί δεν γλίτωσαν από την οργή του ποταμού. Και να σκεφτείς ότι ήταν ένα ποτάμι, σχεδόν ξερό, με ελάχιστο νερό πότε-πότε. Τότε άκουσα τον πατέρα μου να φωνάζει να φύγουμε γρήγορα και να πάμε στο διπλανό σπίτι με το ψηλό μπαλκόνι, γιατί το ποτάμι είχε αρχίσει να σπάζει. Από εκεί είδαμε την τραγικότερη σκηνή που είδαν ποτέ τα μάτια μου. Ήμουν σε ηλικία 15 ετών και δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Οι δρόμοι είχαν γίνει παραπόταμοι με θολά νερά που τρέχαν μανιασμένα, παρασύροντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Περάσαν μπροστά από τα μάτια μας τεράστια βράχια, που για να μετακινηθούν χρειάζονται γερανοί, κορμοί δένδρων, τραπέζια, καρέκλες, μπαούλα με ρούχα… Αλλά το πιο φριχτό ήταν να βλέπεις ανθρώπους πνιγμένους, που τους παρέσυραν τα νερά στους δρόμους. Κάποια στιγμή το νερό είχε τόση δύναμη, που έριξε την εξώπορτα του σπιτιού και μπήκε μέσα στην αυλή. Ευτυχώς ο τούβλινος αυλόγυρος έσπασε αμέσως και τα νερά χύθηκαν στο διπλανό οικόπεδο. Προς το μεσημέρι, αφού τα νερά είχαν σταματήσει να τρέχουν με ορμή, είχε σταματήσει και η βροχή, πήγαμε στο ποτάμι να δούμε την καταστροφή με τα μάτια μας. Το θέαμα ήταν φοβερό. Τεράστια δένδρα, χώματα, βράχια, είχανε κάνει βουνά. Σπίτια κατεστραμμένα και πόνος αβάσταχτος από φτωχούς ανθρώπους που ζούσαν εκεί γύρω. Πίστευα πως κανείς δεν θα έχτιζε ξανά κοντά στο ποτάμι. Αλλά ο χρόνος σβήνει τα πάντα και έχουν γίνει και πολυκατοικίες, ίσως από ανθρώπους που δεν είχανε δει την πλημμύρα. Ξέχασα να σου πω, ότι στον δρόμο Γαλλίας και Περραιβού ένας ιερέας από τον Άγιο Κωνσταντίνο και ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Βόλου Παρίσης Τσιγαρίδας ρίξανε σχοινί από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο και με κίνδυνο της ζωής τους σώσανε αρκετούς ανθρώπους, που τους είχαν παρασύρει τα νερά. Την παράγκα μας δεν την πείραξε το νερό. Είχε σταθεί λοξά ένας μεγάλος κορμός δένδρου, που εμπόδισε τα βράχια που κατρακυλούσαν να τη χτυπήσουν. Βλέπεις μερικές φορές ο Θεός φυλάει τους ανθρώπους, γιατί είχαμε πληγεί και από τους σεισμούς και δεν είχαμε στο ήλιο μοίρα, μια ολόκληρη οικογένεια με 6 παιδιά. Ζήσαμε 3 χρόνια στη μικρή εκείνη παράγκα έως ότου να πάρουμε δάνειο και να χτίσουμε το σπιτάκι στη Διός, στη Νέα Δημητριάδα, τα οποία δάνεια, ευτυχώς, αργότερα μάς τα χαρίσανε».

Ο σωτήρας πολλών
Ειδική αναφορά γίνεται στον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού Βόλου Παρίση Τσιγαρίδα, ο οποίος, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ρίχνοντας ένα σχοινί, δένοντας επίσης ένα κομμάτι από τη μέση του και από ένα στιβαρό δέντρο, κατόρθωσε να «ψαρέψει» πολλούς (περισσότερους από 20), που είχαν παρασυρθεί από τα νερά και κινδύνευαν να πνιγούν. Στο παραπάνω blog υπάρχει αναφορά και για τον ιερέα του ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης π. Αλέξ. Παπαποστόλου, ο οποίος βοηθούσε τον κόσμο, σώζοντας μάλιστα τουλάχιστον έναν, με αποτέλεσμα να τιμηθεί στη συνέχεια με έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών. Σημειώνεται ότι το Δημοτικό Συμβούλιο έχει δώσει προς τιμήν του Π. Τσιγαρίδα το όνομα σε δρόμο της Νέας Δημητριάδας κοντά στον Άναυρο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το