Τοπικά

Θα πούμε το νερό… νεράκι – Ανησυχητικά στοιχεία για τη λειψυδρία στη Μαγνησία

Η ξηρασία και η λειψυδρία είναι «εδώ» και συνιστούν μεγάλο κίνδυνο, ενώ για τη Μαγνησία στρατηγικό υδατικό απόθεμα είναι το σύστημα της Όθρυος.
Σχέδιο αντιμετώπισης της λειψυδρίας για την Περιφέρεια Θεσσαλίας αναφέρει ότι για τη μεσοπρόθεσμη μελλοντική περίοδο 2030-2050, η μέση ετήσια βροχόπτωση για το ακραίο σενάριο παρουσιάζει μείωση 2,48%, δηλαδή από 639,79 mm στα 624,22 mm. Για τη μακροπρόθεσμη περίοδο 2070-2100 προβάλλεται μια σαφής μείωση της βροχόπτωσης για τρία κλιματικά σενάρια και ειδικότερα για το ακραίο σενάριο μείωση 5,31% στα 605,8 mm.
Τα αποτελέσματα για τη θερμοκρασία παρουσιάζουν μικρότερες ποσοστιαίες μεταβολές κάτω του 1% και για τις δύο περιόδους. Ύδρευση – Τουρισμός – Βιομηχανία είναι τα «θύματα» της ξηρασίας, με την ύδρευση να παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στην κάλυψη των αναγκών. Σε κίνδυνο υψηλής τρωτότητας βρίσκεται ο Δήμος Ρήγα Φεραίου. Από τη μελέτη προέκυψε ότι αναμένεται αύξηση 8,8% – 16,0% και 14,3% – 24,8% στις ανάγκες για άρδευση τον μήνα Ιούλιο τις περιόδους 2040 – 2059 και 2080 – 2099, αντίστοιχα, σε σχέση με τις ανάγκες για άρδευση της περιόδου 1958 – 2010.

Σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της τρωτότητας μιας περιοχής έναντι της ξηρασίας παίζει το γεγονός ότι η κάλυψη των υδρευτικών αναγκών θεωρείται πρώτης προτεραιότητας χρήση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χρήσεις νερού. Βόλος και Αλμυρός βρίσκονται στη μέση κατάσταση τρωτότητας, όπως το Νότιο Πήλιο και η Ζαγορά. Το υδατικό σύστημα του Αλμυρού είναι σε κακή κατάσταση, ενώ κακή χαρακτηρίζεται και η κατάσταση του υδατικού διαμερίσματος του Βόλου.
Το Υδατικό Διαμέρισμα της Θεσσαλίας αντιμετώπισε ακραία και επίμονα επεισόδια ξηρασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου από τα μέσα ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και της περιόδου από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ώς τις αρχές της επόμενης. Η μέση αθροιστική επιφανειακή βροχόπτωση κατά τη διάρκεια των δύο αυτών περιόδων συγκρίνεται με τη μέση τιμή επιφανειακής βροχόπτωσης της περιόδου 1960-1993 όπου τόσο η μηνιαία, όσο και η ετήσια βροχόπτωση των ξηρών ετών είναι σημαντικά πιο μικρή από τη μέση τιμή της περιόδου 1960-1993. Ειδικά, τα υδρολογικά έτη 1976-1977 και 1989-1990 είναι το πρώτο και δεύτερο ξηρότερο έτος αντίστοιχα, για την περίοδο 1960-1993. Ο ξηρότερος Ιανουάριος και Φεβρουάριος και ο δεύτερος ξηρότερος Μάρτιος συνέβησαν κατά τη διάρκεια του υδρολογικού έτους 1989-1990. Η παρατεταμένη και σημαντική μείωση της μηνιαίας και της ετήσιας βροχόπτωσης έχει δραματική επίδραση στους υδάτινους πόρους της περιοχής. Συνήθως, οι ξηρές περίοδοι συνοδεύονται από υψηλές θερμοκρασίες, κάτι που οδηγεί σε υψηλότερους ρυθμούς εξατμισοδιαπνοής και σε άνυδρα εδάφη. Αυτές οι συνθήκες επιδρούν αρνητικά τόσο στη φυσική βλάστηση, όσο και στις αρδεύσιμες εκτάσεις της Θεσσαλίας, καθώς επίσης και στα διαθέσιμα αποθέματα των ταμιευτήρων. Εξαιρετικά ξηρές συνθήκες, έχουν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των μη αρδευόμενων εκτάσεων, την υπερεκμετάλλευση του υπόγειου υδροφορέα και τη μείωση της απόδοσης στο αγροτεμάχιο.

Η ποσοστιαία συμμετοχή της κτηνοτροφίας στη θεωρητική ζήτηση νερού για το υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας εκτιμάται περίπου ίση με 1%. Πράγματι, οι κτηνοτροφικές δραστηριότητας που έχουν καταγραφεί στο πλαίσιο του Σχεδίου Διαχείρισης, έχουν μια πολύ χαμηλή μέση ετήσια κατανάλωση νερού, της τάξης των 5000 m3 / έτος, με κύρια πηγή υδροληψίας υπόγεια υδατικά συστήματα, με αποτέλεσμα οι μονάδες να μην απειλούνται από ανεπάρκεια νερού σε περίπτωση επεισοδίου ξηρασίας. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα της κτηνοτροφίας έναντι της ξηρασίας δεν εξαρτάται μόνο από μέγεθος της κατανάλωσης νερού, διότι εξ’ ορισμού η κτηνοτροφία είναι άμεσα εξαρτόμενη με την παραγωγή ζωοτροφών για την επαρκή εκτροφή του ζωικού πληθυσμού. Επομένως, η τρωτότητα της κτηνοτροφίας έναντι ξηρασίας συνδέεται άμεσα με τον βαθμό επάρκειας της προμήθειας των κατάλληλων ζωοτροφών. Η κτηνοτροφία αφορά συνήθως σε σταβλισμένες μονάδες κτηνοτροφικής δραστηριότητας (βοειδή, πουλερικά, χοιρομητέρες, και αγελάδες γαλακτοπαραγωγής και κρεατοπαραγωγής) και σε ζωικό πληθυσμό ελευθέρας βοσκής, όπως είναι τα αιγοπρόβατα.
Ο Νομός Μαγνησίας αποτελεί το 27,45% του πληθυσμού της Θεσσαλίας και καταλαμβάνει τη 2η θέση μεταξύ των θεσσαλικών νομών με βάση το πληθυσμιακό μέγεθος. Όσον αφορά στα χαρακτηριστικά του πληθυσμού του Νομού, διαπιστώνεται ότι η Μαγνησία έχει ελαφρά υψηλότερο ποσοστό αστικού πληθυσμού (73,2%) από τη χώρα (73%) και σημαντικά υψηλότερο από την Περιφέρεια Θεσσαλίας (60,6%). Αποτελεί δηλαδή ο Νομός την περισσότερο αστικοποιημένη υποενότητα μιας Περιφέρειας όπου ο αγροτικός τομέας κατέχει τον πιο κυρίαρχο ρόλο σε σχέση με τις άλλες ελληνικές Περιφέρειες
Το ποσοστό αγροτικού πληθυσμού στη Μαγνησία είναι 26,8 με χαμηλή ανθεκτικότητα των υδάτινων πόρων έναντι της ξηρασίας.

Η Μαγνησία βρίσκεται στη μέση ζώνη τρωτότητας
Υπενθυμίζεται ότι η ξηρασία – σε αντίθεση με τη λειψυδρία – είναι ένα φυσικό και απρόβλεπτο φαινόμενο, το οποίο δεν προκαλείται από ανθρώπινη παρέμβαση. Ωστόσο, οι επιπτώσεις ενός επεισοδίου ξηρασίας εξαρτώνται από τον βαθμό εκμετάλλευσης ενός υδάτινου πόρου σε μια λεκάνη απορροής και μπορεί να είναι ιδιαίτερα αρνητικές σε περιπτώσεις μη ορθολογικής χρήσης νερού (για παράδειγμα μη βιώσιμες πρακτικές διαχείρισης υδάτινων πόρων). Ορισμένα στοχευμένα μέτρα αντιμετώπισης και πρόληψης ξηρασίας μπορεί να ληφθούν με στόχο τη σταδιακή μείωση των επιπτώσεων ενός επεισοδίου ξηρασίας, αλλά δεν υπάρχουν μέτρα που θα αποτρέψουν την εμφάνιση της ξηρασίας.
Τα μέτρα για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων από ξηρασία και λειψυδρία διακρίνονται σε βραχυπρόθεσμα (re-active) και σε μακροπρόθεσμα (pro-active). Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται τα μέτρα, τα οποία εφαρμόζονται επιτόπου με την έλευση ενός επεισοδίου ξηρασίας. Τα μακροπρόθεσμα που στοχεύουν στην ορθή χρήση των υδάτινων πόρων υπό συνθήκες ξηρασίας περιγράφονται στο επόμενο κεφάλαιο.
Από τις κατηγορίες των βασικών βραχυπρόθεσμων μέτρων, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα μέτρα για την προώθηση αποδοτικής και αειφόρου χρήσης νερού, για τον έλεγχο απόληψης επιφανειακού και υπόγειου νερού.

Νέα τιμολογιακή πολιτική
Σύμφωνα με το σχέδιο απαιτείται νέα προσαρμογή τιμολογιακής πολιτικής ώστε με ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο να υπηρετεί ως κύρια στόχευση την περιβαλλοντική αειφορία και την αποφυγή σπατάλης νερού στις ΔΕΥΑ Λάρισας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Βόλου, Φαρσάλων, Τυρνάβου και Αλμυρού.
Επίσης απαιτείται απαγόρευση κατασκευής νέων υδροληπτικών έργων υπόγειων υδάτων (γεωτρήσεις, πηγάδια κ.λπ.) για νέες χρήσεις νερού, καθώς και της επέκτασης αδειών υφιστάμενων χρήσεων νερού σε περιοχές όπως ο Δήμος Ρήγα Φεραίου. Επίσης απαιτείται τοποθέτηση συστημάτων καταγραφής απολήψεων σε γεωτρήσεις και κατασκευή έργων μεταφοράς και διανομής νερού της λίμνης Κάρλας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το