Άρθρα

Θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στη ζώσα πολιτιστική διαδικασία;

Της Μαρίας Σπανού

Μπαίνοντας στον μήνα που υπόσχεται την άνοιξη θα ήταν υπερβολή να ευχηθούμε να επιστρέψουμε και πάλι στους πολιτιστικούς χώρους και στα μουσεία; Θα ήταν πιστεύω μια ελπιδοφόρα και αισιόδοξη προοπτική, για όλους όσοι επιθυμούν λίγο από την κανονική ζωή, εν καιρώ της υγειονομικής κρίσης.
Δυστυχώς όμως αυτό μοιάζει να αργεί – αυτή τη φορά- περισσότερο από ποτέ, με την Αμερική να μετράει περίπου το 40% των χώρων της ανοιχτό και την Ευρώπη να βρίσκεται μπροστά σε μια αντίφαση: Από τη μια η ελπιδοφόρα εκκίνηση του εμβολιασμού του πληθυσμού και ταυτόχρονα ενός τρίτου κύματος της πανδημίας που αναγκάζει σε ακόμη σκληρότερα μέτρα περιορισμού.

Το ίδιο βεβαίως ισχύει και στη χώρα μας. Όσον αφορά στο πολιτιστικό τοπίο παραμένει σε χειμωνιάτικη ομίχλη. Συμπληρώθηκε ήδη ένα συνεχόμενο τρίμηνο αποχής από κάθε μορφή επικοινωνίας με απτά προϊόντα του υλικού πολιτισμού χωρίς κανείς να μιλάει, τουλάχιστον προς το παρόν, για τους «ερμητικά» κλειστούς αυτούς χώρους. Για το πότε θα ξανανοίξουν τις πόρτες τους, με την απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων υγειονομικής ασφάλειας και με τη σαφή προϋπόθεση ότι δεν αποτελούν κίνδυνο για το κοινό. Στον δημόσιο διάλογο δεν έχουν θέση τα μουσεία και οι πολιτιστικοί χώροι, κυρίως εκείνοι που επιβιώνουν εκτός κρατικής υποστήριξης, αντίθετα με όλα όσα συγκροτούν την υλιστική αναγκαιότητά μας. Σαν να μην απασχολεί κανένα το θέμα αυτό. Σαν να μη μας αφορά. Και κανείς βέβαια δεν μπορεί να ποντάρει προβλέποντας για το πότε θα γίνει η επανεκκίνηση.

Δεν λέω πολύτιμες είναι όλες οι ψηφιακές δράσεις που αναπτύχθηκαν και εξακολουθούν ν’ αναπτύσσονται από διάφορες υπηρεσίες του πολιτισμού. Αλίμονο αν δεν υπήρχαν κι αυτές, που μας συμπαρίστανται στη μακρά περίοδο του εγκλεισμού μας, προσφέροντας απλόχερα «πεδίο» για γνώση και ψυχαγωγία και σωτήριες μικρές αποδράσεις. Δεν είναι όμως αρκετό. Δεν καλύπτονται οι ανάγκες των ανθρώπων για βιωματική επαφή με τα αγαθά του πολιτισμού. Η επιβολή της απομάκρυνσης από τους χώρους αυτούς, που είναι πνεύμονες πολιτισμού, στέρησε από τους πολίτες ευκαιρίες διεξόδου και ανάσες ζωής, όπως άλλωστε είναι ο προορισμός τους. Άραγε θεωρήθηκε ότι οι χώροι αυτοί δεν αποτελούν τμήμα της αλυσιδωτής οικονομίας που έπρεπε να ανορθωθεί κι ας χάνονται, όπως ήδη γράφηκε, αρκετά έσοδα καθημερινά, τουλάχιστον από τα μεγάλα μουσεία της χώρας; Θεωρούνται μήπως ακόμη χώροι ελιτίστικοι που δεν αφορούν στο σύνολο παρά λίγους; Δεν έχει φαίνεται ακόμη επαρκώς εκτιμηθεί ότι oι μουσειακοί χώροι είναι αλληλένδετο μέρος της διαρκούς εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ότι το πολυδιάστατο επικοινωνιακό και εκπαιδευτικό έργο των υπηρεσιών τους σ’ ένα περιβάλλον ταχύτατα μεταβαλλόμενο και με συνεχείς καινούργιες προκλήσεις αφορά όλους μας. Είναι μια συζήτηση που, πέρα από τα επιστημονικά φόρουμ, στην καθημερινότητα ίσως θεωρείται εκ του περισσού και δεν ήρθε ακόμη στην ημερήσιά της διάταξη. Άγνωστο εάν θα έρθει.

Ωστόσο, όσοι υπηρετούμε εν γένει τον πολιτισμό από απλά μετερίζια, παραμένουμε εσαεί ρομαντικοί υποστηρικτές της ζώσας εκπαιδευτικής και πολιτιστικής διαδικασίας, προσβλέποντας στην υλοποίηση δράσεων που ο σχεδιασμός τους παρέμεινε μετέωρος στο τραπέζι, που αν μη τι άλλο, μαζί με την ανθοφορία της αμυγδαλιάς προοιωνίζουν όμορφες συλλογικές στιγμές καλύπτοντας την εσωτερική μας ανάγκη για πνευματική αναζωογόνηση. Άλλωστε τρέχει και το επετειακό έτος. Ας ευχηθούμε ότι όλα – και κυρίως ο αγώνας για την πανδημία – θα τρέξουν κατ’ ευχήν, κερδίζοντας τον χαμένο χρόνο, χωρίς άλλες απώλειες.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το