Αθλητισμός

«Ταξίδι» στα πρώτα χρόνια του Ολυμπιακού από τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή Λάκη Βλαχάβα 

Ο Αχιλλέας (Λάκης) Βλαχάβας γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1936 στον Άγιο Κωνσταντίνο, τη συνοικία απ’ όπου έναν χρόνο αργότερα ξεπήδησε ο Ολυμπιακός Βόλου, η ομάδα που έμαθε να αγαπά από μικρό παιδί μέχρι και σήμερα που έφτασε αισίως τα 83 χρόνια του. Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής με αφορμή την πρόσφατη βράβευσή του από τους «ερυθρόλευκους», θυμήθηκε την εποχή που έπαιζε πριν από μισό και πλέον αιώνα.

Οι αναμνήσεις που συντροφεύουν τον κ. Λάκη Βλαχάβα μέχρι και σήμερα είναι μοναδικές, έχοντας κοινό παρονομαστή τη λατρεία του για τον Ολυμπιακό, τον οποίον υπηρέτησε για πολλά χρόνια. «Γεννήθηκα πριν ακόμη ιδρυθεί ο Ολυμπιακός και από τότε που με θυμάμαι, ήμουν κοντά στην ομάδα, η οποία δημιουργήθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Έχω ακόμη στο μυαλό μου το παλιό γήπεδο στον Άναυρο, δίπλα στο ποτάμι, όπου ανοίγαμε τρύπες στα σύρματα της περίφραξης και μπαίναμε λαθραία, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα για εισιτήριο. Μεγάλη φτώχεια τότε. Μέχρι που από τα τσικό του Ολυμπιακού, με προβίβασαν στην πρώτη ομάδα, λίγο πριν γίνω 18 ετών», σημείωσε ο 83χρονος Βολιώτης, ο οποίος θυμήθηκε κι άλλες λεπτομέρειες για το γήπεδο, όπου γράφτηκαν οι πρώτες σελίδες της ένδοξης ιστορίας του Ολυμπιακού: «Από τη μεριά του ποταμιού, είχε τρεις ή τέσσερις σειρές κερκίδες. Πολύ κοντά υπήρχαν κάτι παλιά σπιτάκια, όπου έμενε κάποτε ο Βασίλης Δημητρακόπουλος, σπουδαίος ποδοσφαιριστής της εποχής εκείνης. Υπήρχε κι ένα ντουβάρι που χώριζε το γήπεδο, από τη μεριά που χτίστηκαν τώρα τα σχολεία. Εκεί ήταν τα αποδυτήρια. Είχαμε μία γυναίκα για τις στολές, που τις έπλενε μία φορά την εβδομάδα. Φλώρα την έλεγαν. Έμενε στον Άγιο Κωνσταντίνο και είχε μεγάλη «αρρώστια» για τον Ολυμπιακό».
Φυσικά για ανέσεις, ούτε λόγος. Ο κ. Βλαχάβας είπε χαρακτηριστικά: «Άλλοτε παίζαμε με κάλτσες τρύπιες, ενώ άλλες φορές φορούσαμε κάτι παπούτσια που τα καρφιά μάς πλήγωναν τα πόδια. Μεγάλο βάσανο και οι μπάλες που είχαμε τότε. Μέσα είχαν σαμπρέλα, που τη φουσκώναμε και τη δέναμε με τις νουζίτσες, τα κορδόνια που ήταν στερεωμένα σε κάθε μπάλα. Ήταν τόσο βαριές, που όταν έβρεχε, γίνονταν ασήκωτες, ενώ όταν έπαιρνες κεφαλιά, σου άφηναν σημάδι οι νουζίτσες. Τα γήπεδα τότε ήταν χωμάτινα. Πληγωνόμασταν, κάθε φορά που πέφταμε κάτω. Προπονήσεις κάναμε το πολύ μία ή δυο την εβδομάδα. Είχαμε και τις δουλειές μας. Δεν ήμασταν επαγγελματίες. Πολλοί συμπαίκτες μου έκαναν βαριά επαγγέλματα, για παράδειγμα άλλος ήταν καροτσέρης. Και οι παράγοντες; Πολλές φορές δεν είχαν να μας φιλέψουν ούτε ένα κουλούρι».

Ο άλλοτε δυναμικός μεσοαμυντικός, ο οποίος ευτύχησε να αγωνιστεί στον Ολυμπιακό έχοντας συμπαίκτη τον μεγαλύτερο αδερφό του, Κώστα (δεν ζει πια), αναπολεί με νοσταλγία την εποχή εκείνη, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όσοι έπαιζαν ποδόσφαιρο: «Θυμάμαι πόσο όμορφα γλεντούσαμε μετά από κάθε νίκη. Ή τις πλάκες που κάναμε. Τρομερός χωρατατζής ήταν ο Μαντζαφλέρης, που έπαιζε τερματοφύλακας. Ήμασταν τόσο αγαπημένοι μεταξύ μας κι ας παίζαμε μόνο για τη φανέλα. Παρότι δεν είχαμε καμία οικονομική απολαβή, η αγάπη του κόσμου ήταν το μεγαλύτερο κέρδος. Έχω υπέροχες αναμνήσεις από εκείνη την εποχή, που ήταν η καλύτερη των νεανικών χρόνων μου».

Όσο για τις επιτυχίες που σημάδεψαν την καριέρα του; Αναμφίβολα η πρόκριση επί της ΑΕΚ και ο αποκλεισμός της Δόξας Δράμας στον δρόμο προς τα τελικά του πανελλήνιου πρωταθλήματος του 1955: «Όταν τον Γενάρη του ’55 κερδίσαμε 3-2 τη Δόξα, γυρίσαμε με το οτομοτρίς και μας έγινε υποδοχή ηρώων από χιλιάδες κόσμου. Αργότερα και πιο συγκεκριμένα τον Απρίλιο έγιναν οι σεισμοί στον Βόλο. Τελευταία στιγμή πήγαμε στην Αθήνα, γιατί η κατάσταση εδώ ήταν τρομερή. Είχαν ισοπεδωθεί τόσα κτίρια. Καταφέραμε και κερδίσαμε με γκολ του Βασίλη Δημητρακόπουλου, αφήνοντας την ΑΕΚ εκτός των «16» του Κυπέλλου Ελλάδος».
Φυσικά δεν ξεχνά και τις… κόντρες με τη Νίκη Βόλου, την «αιώνια» αντίπαλο του Ολυμπιακού: «Με τους παίκτες της Νίκης ήμασταν φίλοι εκτός αγωνιστικού χώρου. Οι φίλαθλοι είχαν διαφορές. Θυμάμαι τον Κοκκινάκη, τον Ζαντέρογλου, τον Μανιατάκη… Όλοι τους ένας κι ένας. Πιο δύσκολος στο μαρκάρισμα ήταν ο Τζίνης.
Τρομερή προσποίηση, που την είχε και ο Μποτίνος, ένας ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής. Όταν ήθελε να παίξει, ξεσήκωνε το γήπεδο. Τον πρόλαβα συμπαίκτη τον Μποτίνο, όπως και τον Συνετόπουλο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το