Θ Plus

«Ταξιδεύοντας» στους Πενταγιούς

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Από αγώι σε αγώι ξεμπουκάρουν πίσω απ’ το τιμόνι χιλιάδες ανθρώπινοι χαρακτήρες… οι συμπαθείς ταξιτζήδες… που ασκούν το δυσκολότερο επάγγελμα στην Αθήνα και προέρχονται όλοι τους από την επαρχία…
Άμα τους μιλήσεις ή τους προκαλέσεις την περιέργεια, ε τότε ανοίγουνε την κάνουλα και γίνονται ακατάσχετοι ρήτορες, φοβεροί πατριώτες και μερικές φορές πανεπιστήμονες. Βάρδα μην τους ρωτήσεις την καταγωγή τους. Είναι ικανοί να σου περιγράψουν το χωριό που τους έθρεψε, με τα καλύτερα λόγια…
Αυτά για τους άλλους… Πάμε στα δικά μας…
Ήμουν κι εγώ γιος παλιού ταξιτζή. Μόνο που τότε τα ταξί τα λέγανε αγοραία. Άρα ο ταξιτζής ήταν αγοραίος… κοινώς σωφεράντζα… δηλαδή μαγκίτης… οδηγός των πλουσίων… και των πολιτικών… γι’ αυτό και ήταν ντυμένος, στην πένα… Λουστρίνι, γραβάτα και μπριγιαντίνη, στο φουλ…
Τα δε αγοραία ήταν λουσάτα αμάξια εποχής, χωρίς διακριτικά, καλογυαλισμένα και με πλούσιο σαλόνι. Λιμουζίνες, που προορίζονταν για παραλήδες…
Η φωτογραφία του αγοραίου, το ’36 στα Πλατανίδια, με τον πατέρα όρθιο μπροστά στη μούρη της «Φορντ με μουστάκια», όπως λέγανε τον τύπο του ωραίου προπολεμικού αμαξιού, είναι το μόνο ενθύμιο του πατρός μου.
Αυτά ως προς τα καθ’ ημάς… Πάμε ξανά στους άλλους… Τη σήμερον ημέρα…

Στον δρόμο για το χειρουργείο
Επήρα, που λέτε, τις προάλλες (μιλάμε πάντα σε χρόνο «προ-άλλων») ένα ταξί για να πάω στο Ερρίκος Ντυνάν. Πήγαινα να χειρουργηθώ. Κι ήμουνα λίγο τσιτωμένος. Αλλά ο ταξιτζής είχε μούτρα. Με την Αθήνα, την κυκλοφορία, τον κόσμο, τα πάντα, εδώ «στη μυρμηγκοφωλιά του σατανά», όπως την έλεγε, ξεστρίβοντας το τιμόνι κι αλλάζοντας διαρκώς λωρίδες απ’ τη Μιχαλακοπούλου και πάνω για να «πιάσει» τις γειτονιές του χωριού του.
Ονειρευότανε. Τσάμπα τα νομίσματα… Κι έβριζε… Έβριζε την κωλόπολη με τα ηλεκτρικά της ανθρωπάκια… Κι οδηγούσε επιθετικά ανάμεσα στους φαλαγγίτες με τα πειραγμένα φρένα και τους άθλιους τροχούς.
Από πού είσαι, τον ρωτώ, για να χαλαρώσω. (Εγώ ή εκείνος;)
Από τη Φωκίδα, μου απαντά, με τονισμένη την παραλήγουσα.
Από ποια Φωκίδα, τον ξαναρωτώ (εννοώντας, λαθεμένα, ποιο μέρος της Φωκίδας)…
Γιατί, ξέρεις πολλές Φωκίδες, με ειρωνεύεται θυμωμένος (και με το δίκιο του).
Ήθελα να πω, από ποιο μέρος της Φωκίδας.
Πού να το ξέρεις τώρα εσύ…
Επιμένω, του λέω, γιατί ξέρω τη Φωκίδα… καλά…
Δηλαδή πώς τηνε ξέρεις;
Να σου πω… Από Παρνασσίδα, Ευπάλιο, Τολοφώνα, Δεσφίνα ή Βαρδούσια είσαι; (1).
Δωρίδα, μου λέει, λιγάκι ενοχλημένος που δεν έβαλα την περιοχή του χωριού του στη φαρέτρα της Φωκίδας… από κει πουναι η Μαρία… με τσιγκλάει, περιμένοντας ν’ απορήσω.
Ποια Μαρία, τον ξαναρωτώ.
Μια είναι η Μαρία, μου λέει, η καλλονή των καλλονών στην εποχή του Όθωνα (2).
Μη μου πεις, του λέω, ότι μιλάς για τη Μαρία την Πενταγιώτισσα.
Παρόλη την ειρωνεία σου, μου λέει, έπεσες μέσα…
Τι μου λες, του λέω, είσαι από τους Πενταγιούς (3);
Και τότε ο ταξιτζής πατάει απότομα φρένο και γυρίζει να με δει, κρατώντας τσιτωμένα το τιμόνι.
-Από τους Πενταγιούς, μου λέει κορδωμένος και τονίζοντας το «γιούς» με κοιτά σα να είμαι εξωγήινος που ξέρω το χωριό του στα ορεινά της Δωρίδας.
-Πού το ξέρεις το χωριό μου, με ρωτά κοιτώντας με στα μάτια.
-Εκτός από την Πενταγιώτισσα, του λέω, έχω από κει κι ένα φίλο…
-Και ποιος ειν’ αυτός, τον ξέρω;
-Ο Γιώργης του λέω, ο ταξιδευτής που μένει στο Βύρωνα (4)…
-Εκείνος ο παλαβός, που ξεγανώνει τα βουνά και λέει ότι πάει «περίπολα»;…
-Εκείνος, του λέω, αλλά είναι η ώρα να μ’ αφήσεις στο νοσοκομείο, με περιμένει νάρκωση και νυστέρι, για να μου σιάξουν ένα σπόνδυλο που έχει λοξοδρομήσει…
-Άμα θέλεις να φκιάσεις το σπόνδυλό σου, όχι έναν, αλλά και όλους, έλα στους Πενταγιούς, να περπατήσουμε παρέα με το Γιώργη, τον «περιπολάρχη», στα διάσελα και τις κορφούλες (…δυο σας δηλαδή) κι εγώ να σας τηράω από τον Αϊ-Παντελεήμονα, το μοναστήρι…
Πληρώνω, τον χαιρετάω, αλλά, κατεβαίνοντας από το ταξί, μου κάνει νόημα για μια τελευταία ερώτηση που σηκώνει πολλή συζήτηση, μόνο που δεν είναι της ώρας… Αντίθετα με περιμένει χειρουργείο…
-Από πού πήραν τ’ όνομά τους οι Πενταγιοί… ξέρεις… ψάξε βρες το… και την άλλη φορά… όταν χειρουργηθείς… και θέλεις να βγεις… με το καλό… τηλεφώνα μου… νάρθω να σε πάω σπίτι σου… δωρεάν… άμα το μάθεις και μου το πεις…

Τα Βαρδούσια από τον δρόμο Κρωκυλείου-Πενταγιών

Ύστερα από δυο μέρες
Έχω χειρουργηθεί και πρέπει ν’ αδειάσω το κρεβάτι. Τηλεφωνώ του ταξιτζή από τους Πενταγιούς και μου λέει πως θάναι στην πύλη του Ντυνάν, σε μισή ώρα.
Είναι στην ώρα του. Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια υποβασταζόμενος και πλησιάζω το ταξί. Βγαίνει έξω, μου ανοίγει την πίσω πόρτα και με βοηθάει να περάσω με υψωμένο το ένα μου ποδάρι.
Με ρωτάει για την υγεία μου, πώς πήγε το χειρουργείο και καπάκι αν έμαθα από πού έλκουν το όνομά τους οι Πενταγιοί…
-Κάτι έχω ακούσει, για πέντε γιους που… (κομπιάζω) θα σε γελάσω… δε θυμάμαι τι έκαμαν ή τι ήταν…
-Θα μείνεις μεταξεταστέος, μου λέει γελώντας… χώρια που θα πληρώσεις διπλό το αγώι, αφού δεν έμαθες.
Και παίρνει να μου εξηγεί τ’ όνομα του χωριού του.
Που λες, μου λέει, καθώς στρίβει για Παγκράτι και Λεωφόρο Βουλιαγμένης, όντως ήτανε πέντε γιοι αυτοί που δώσαν τ’ όνομά τους στο χωριό μου… που ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στο χωριό, πρώτοι αυτοί απ’ όλους… τον 16ο αιώνα… όμως κάποιοι άλλοι λένε πως το όνομά τους οι Πενταγιοί το πήραν από τους πέντε νεαρούς χριστιανούς, που τους μακέλεψαν οι Ρωμαίοι κι ύστερα ανακηρύχτηκαν άγιοι… Έτσι λοιπόν, φίλε μου… (διακόπτει το κατεβατό του) και αλλάζοντας τον ήχο της φωνής του, με ρωτάει… «πού είπες σε πάω… πλατεία Πλαστήρα… από Μερκούρη θέλεις ή Αρχιμήδους, ε… γι’ αυτό το χωριό μας δε λεγότανε Πενταγιοί, αλλά Πεντάγιοι, από τους πέντε άγιους (5)… μπήκες… και σιγά σιγά… με τα χρόνια… πήδησε σκάλα ο τόνος… και προσγειώθηκε στη λήγουσα… μη με βλέπεις έτσι εμένα… έχω τελειώσει το… Λύκειο… στο Λιδωρίκι… αλλά μην ακούς για λήγουσες και πράσινα άλογα που αλλάξανε τον τόνο κι έγινε το χωριό μου Πενταγιοί…
Σταμάτησε για λίγο και για να επιβεβαιώσει την αποφοίτησή του από το Λύκειο Λιδωρικίου, με ρώτησε με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο αν ξέρω ποιο μεγάλο λιμάνι του Κορινθιακού λεγότανε κι αυτό, στον μεσαίωνα, Πενταγιοί (6).
-Πού να ξέρω του λέω, καθώς ένιωθα μικρός κι ασήμαντος μπρος στη σβελτάδα της γνώσης του…
-Πενταγιοί (όχι Πενταγιούς) λέγαν και το Γαλαξίδι, έλα τώρα στυλώσου, να πάει ο σπόνδυλος στη θέση του και η Μαρία… θα σου στέλνει χαιρετίσματα απ’ το χωριό μας, με τις ευχές της για καλή ανάρρωση… και τα λοιπά…
*
Έ, ρε τι μαθαίνει κανείς, όταν μπει σε ταξί και πάει να …χειρουργηθεί…

Άποψη του Μόρνου από το Κάλλιον

Σημειώσεις
(1) Επαρχίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φωκίδας.
(2) Μαρία Πενταγιώτισσα: H Μαρία Δασκαλοπούλου (1821-1885) ή Μαρίτσα Πενταγιώτισσα, από την ορεινή Φωκίδα, υπήρξε θρυλική μορφή που έδρασε στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα κι έμεινε στην ιστορία, πρώτα για την ομορφιά της κι έπειτα για τα ερωτικά της σκάνδαλα.
(3) Πρόεδρος του πολύ σημαντικού Ορειβατικού Συλλόγου Ηλιούπολης «Περί.Πολ.Ο.» (Περιβαλλοντικός, Πολιτιστικός Όμιλος Αθήνας), με καταγωγή από τους Πενταγιούς.
(4) Πενταγιοί: Θρυλικό, ορεινό χωριό της επαρχίας Δωρίδας. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 950 μέτρων, δυτικά της οροσειράς των Βαρδουσίων και βόρεια της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Απέχει από την Άμφισσα ογδόντα χιλιόμετρα.
(5) Οι πέντε προστάτες άγιοι του χωριού ήταν ο Ευστράτιος, ο Αυξέντιος, ο Ευγένιος, ο Μαρδάριος και ο Ορέστης, οι οποίοι θανατώθηκαν κατά τους διωγμούς των χριστιανών επί Διοκλητιανού και Μαξιμιλιανού το 288 μ.Χ. σύμφωνα με τον ιστορικό Δημήτρη Σταμέλο και το σύγγραμμά του «Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία». (6) Με το όνομα αυτό (Πενταγιοί) έμεινε στην ιστορία το Γαλαξίδι, κατά τον 17ο αιώνα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το