Πολιτισμός

Τασούλα Τσιλιμένη “Έχει αξία να βλέπω τον διπλανό και να μοιράζομαι”

Για όλα εκείνα που την ώθησαν να κυκλοφορήσει τη δεύτερη ποιητική της συλλογή, με τίτλο «Η αφωνία του απογεύματος» (εκδόσεις Μανδραγόρας), στην οποία αποτύπωσε τη δουλειά τεσσάρων περίπου ετών, μίλησε η κ. Τασούλα Τσιλιμένη. Από τη συζήτηση με τη Λαρισαία συγγραφέα και καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δεν έλειψαν και οι αναφορές στην παιδική λογοτεχνία. Πέρα του ότι διδάσκει παιδική λογοτεχνία, από το 1994 μέχρι σήμερα έχει βάλει την υπογραφή της σε δεκάδες βιβλία για παιδιά, με τελευταίο το παραμύθι «Δε μ’ αρέσει η βροχή» (εκδόσεις Διάπλους) που κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες.

Τον Νοέμβριο του 2019 η κ. Τσιλιμένη έκανε μία προδημοσίευση του ομότιτλου ποιήματος της συλλογής, αλλά χρειάστηκε περισσότερο από έναν χρόνο, μέχρις ότου η δημιουργός δει το έργο της στις προθήκες των βιβλιοπωλείων: «Το συγκεκριμένο ποίημα, «Η αγωνία του απογεύματος», προέκυψε αυθόρμητα μία ημέρα που επέστρεφα από το αεροδρόμιο και άφησα εκεί αγαπημένα πρόσωπα. Είχε καθαρά βιωματικό χαρακτήρα. Το δούλεψα στη συνέχεια, ενώ μετά πήρε τη θέση του δίπλα σε άλλα που περίμεναν και σε εκείνα που θα έρχονταν», εξομολογήθηκε.
Η συγκεκριμένη συλλογή είναι μόλις η δεύτερη στην πλούσια εργογραφία της. Χωρίζεται σε δύο ενότητες: «Τα «Βλέμματα» που περιλαμβάνουν εικοσιτέσσερα ποιήματα και τις «Μικρογραφίες» με είκοσι μία άτιτλες ολιγόστιχες συνθέσεις. «Κυρίως είμαι της πεζογραφίας και μάλιστα της μικρής φόρμας», σημείωσε, για να προσθέσει: «Γενικότερα η γραφή μου έχει ένα χαρακτηριστικό, το οποίο θα μπορούσε κάποιος να το ονομάσει «ποιητικό στοιχείο». Και τα πεζά μου, όπως στο «Κουμπί» για παράδειγμα, επισημάνθηκε έντονα. Λατρεύω τη βραχεία φόρμα. Ανέκαθεν τη λάτρευα. Έπειτα ήρθε και η διατριβή μου πάνω στις μικρές ιστορίες, η ενασχόλησή μου με τη μυθοπλασία, και εστίασα αποκλειστικά στη μικρή φόρμα».

Πέρα από την ενασχόλησή της με την ποίηση, η κ. Τασούλα Τσιλιμένη έχει να επιδείξει πολλούς τίτλους βιβλίων για παιδιά. Το τελευταίο βιβλίο της τιτλοφορείται «Δεν μ’ αρέσει η βροχή». «Κυκλοφόρησε αρχές καλοκαιριού, μία εποχή που δεν μιλάει κανείς για βροχές», παραδέχθηκε με χαμόγελο. «Τη βροχή ως θεματική την κρατάμε συνήθως για το φθινόπωρο, αφού την έχουμε συσχετίσει με την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Όμως, με έναυσμα τη βροχή ανέπτυξα το ζήτημα της αξίας του να μοιράζομαι και να βλέπω τον διπλανό μου, γιατί έχουμε μάθει να βλέπουμε μονάχα τον εαυτό μας και όχι όλους τους υπόλοιπους που βρίσκονται γύρω μας. Διάλεξα ένα στοιχείο της φύσης, για να δώσω ένα αλληγορικό νόημα στην ιστορία. Έτσι στο τέλος, βοηθάει δύο παιδιά που έχουν εχθρική διάθεση μεταξύ τους καταλήγουν να ανακαλύψουν την ωραία εμπειρία του να μοιράζεσαι».

Στο μεταξύ, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας δεν έκρυψε πως αδημονεί να επιστρέψει στον Βόλο και να βρεθεί ξανά ανάμεσα στους φοιτητές της, έπειτα από πολλούς μήνες διαδικτυακών μαθημάτων. «Μέχρι και σήμερα δεν κατάλαβα το πώς οδηγηθήκαμε σ’ αυτό το σημείο. Ήταν οδυνηρό, πόσο μάλιστα όταν έχεις απέναντί σου κάτι που πάλλεται, όπως είναι οι νέοι άνθρωποι. Φανταστείτε πέρυσι τους πρωτοετείς, οι οποίοι ήρθαν με τόσα όνειρα, εισήχθησαν στη σχολή τους και λόγω του κορωνοϊού δεν πήραν ιδέα από το Πανεπιστήμιο. Όπως και εκείνοι που αποφοίτησαν, αλλά δεν πήραν ποτέ διά ζώσης τα πτυχία τους. Από εκεί που βρισκόμουν μέσα στο αμφιθέατρο και αντίκριζα τα πρόσωπα των φοιτητών, έμεινα να κοιτάζω μία οθόνη, με τους φοιτητές μου να έχουν κλειστές κάμερες. Όλο αυτό μας εξάντλησε και χαίρομαι που θα ξανανοίξουν τα Πανεπιστήμια, παρότι οι συνθήκες υπό τις οποίες θα κληθούν να λειτουργήσουν δεν εγγυώνται την ασφάλεια φοιτητών και διδασκόντων», επισήμανε, ενώ κλείνοντας αναφέρθηκε στα συναισθήματα που κυριάρχησαν στην κοινωνία καθ’ όλη τη διάρκεια της διπλής καραντίνας: «Αν και ακόμη δεν έχει τελειώσει αυτή η κατάσταση που βιώνουμε με την πανδημία, όλοι νιώσαμε μοναξιά. Με την απομόνωση καταλάβαμε ότι μας έλειψαν απλά πράγματα, τα οποία αγνοούσαμε προ κορωνοϊού. Τώρα, όμως, διαπιστώνω την ουσία των πραγμάτων: Η επικοινωνία με τον άλλον είναι το πιο βασικό».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το