Άρθρα

Τα ζωηρά πιόνια

του Πολυχρόνη Μπασδάνη*

Κάθε χρόνο τα σχολεία κλείνουν για μερικές ημέρες τον Απρίλιο για τις διακοπές του Πάσχα. Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά. Είχαν αναγκαστεί να κλείσουν πολύ νωρίτερα, εξαιτίας ενός ιού. Τα παιδιά ειδοποιήθηκαν και ο διευθυντής έκλεισε το σχολείο. Για πολλές μέρες το σχολείο ήταν τόσο ερημικό και δεν ακουγόταν τίποτα. Μέχρι που μια μέρα άλλαξαν όλα… Είχε ξημερώσει Δευτέρα, η πρώτη που δεν πήγαιναν τα παιδιά στο σχολείο και ενώ ήταν όλα τόσο ήσυχα, ξαφνικά άρχισε να υπάρχει μια μικρή φασαρία. Τα πιόνια από το σκάκι είχαν ανάγκη να ξεπιαστούν, γιατί κανείς δεν ήταν εκεί, για να παίξει μαζί τους. Στην αρχή ήταν όλα πολύ θλιμμένα, ώσπου η Κουινέλα (η βασίλισσα) αποφάσισε να ξεσηκώσει τους υπόλοιπους, για να εξερευνήσουν το σχολείο. Ο βασιλιάς στην αρχή ήταν αντίθετος, γιατί φοβόταν μήπως οι συστρατιώτες κάνουν καμιά ζημιά. Όμως όσο περνούσαν οι μέρες και κανείς δεν ασχολιόταν μαζί τους, το πήρε και αυτός απόφαση, ότι πρέπει κάτι να γίνει. Έτσι τους μάζεψε όλους μπροστά του και τους ανακοίνωσε την απόφασή του, για να εξερευνήσουν το σχολείο. Όλοι χάρηκαν και άρχισαν να λένε, πού ήθελαν να πάνε και τι να κάνουν. Ακούστηκαν πολλές γνώμες και στο τέλος είπαν να τα κάνουν όλα, για να μην μείνει κανείς στενοχωρημένος.

Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ξεκίνησαν την εξερεύνηση. Είναι κάτι σαν εκδρομή για αυτούς. Άνοιξαν την πρώτη πόρτα που συνάντησαν και βρέθηκαν στην αίθουσα του νηπιαγωγείου! Ήταν όλα πολύ ενθουσιασμένα. Είχε πολλά χρώματα, χαρτόνια, ζωγραφιές, φωτογραφίες από τα παιδάκια, που κάνανε παλιά εκεί μάθημα. Ήταν υπέροχα! Τότε ένας από τους συστρατιώτες σκέφτηκε να ζωγραφίσουν και αυτοί. Πήραν από τις μολυβοθήκες τους μαρκαδόρους και από το γραφείο της κ. Ελένης χαρτιά και άρχισαν. Πέρασε πολύ ώρα και ο Φρέντυ, ο αξιωματικός, πρότεινε να φύγουν. Κανείς δεν ήθελε. Όταν όμως τους είπε, ότι ήταν θέμα ασφάλειας, όλοι συμφώνησαν. Μόλις πήγαν να ξεκινήσουν, όμως η Κουινέλα έβαλε μια δυνατή φωνή. «Κοιτάξτε τι κάνατε; Που πάτε; Είναι όλα ανακατεμένα! Αν κάποιος έρθει, θα μας καταλάβει! Πρέπει να γίνουν όλα, όπως ήταν όταν ήρθαμε!» Είχε δίκιο. Όμως κανένας δεν θυμόταν από ποια μολυβοθήκη πήρε χρώματα και από ποιο συρτάρι και ράφι υλικά για χειροτεχνίες… Καταστροφή, φώναζε συνέχεια ο βασιλιάς! Κάποια πιόνια άρχισαν να κλαίνε. Τότε ήρθε ο Ιππόλυτος, το άλογο και έδωσε τη λύση: «Είναι όλοι οι μαρκαδόροι ίδιοι, γιατί κάνετε έτσι; Θα βάλουμε σε κάθε θήκη από ένα χρώμα και όλα θα είναι μια χαρά». Αμέσως ξεκίνησαν και σε λίγη ώρα είχαν τελειώσει. Ήταν όλοι πολύ κουρασμένοι, αλλά πήραν το δρόμο της επιστροφής, γιατί είχε περάσει πολύ ώρα.
Την επομένη ημέρα σκέφτηκαν όλοι να γυμναστούν και αποφάσισαν να παίξουν με το πινκ πονκ. Περνούσαν απίθανα. Όλοι γελούσαν. Κάποιοι ήταν θεατές και υποστήριζαν τη μαύρη ομάδα και κάποιοι άλλοι την άσπρη. Ξαφνικά ρίχνει ο Φρέντυ μια δυνατή μπαλιά και το μπαλάκι έφυγε από τις σκάλες. Όλοι σταμάτησαν. Πάλι πανικός. Πάλι κάποια πιόνια άρχισαν να κλαίνε.

«Σταματήστε», διέταξε η βασίλισσα, «θα στείλουμε τους πιο γενναίους άντρες μας να το φέρουν πίσω. Μόνο να βιαστούμε πριν νυχτώσει και δεν θα βλέπουμε τίποτα για να γυρίσουμε». Ξεκίνησαν οι αξιωματικοί και τα άλογα, να πάνε να το βρουν. Ευτυχώς μόλις κατέβηκαν τη σκάλα, το είδαν εκεί. Δεν είχαν κατέβει ποτέ ξανά τη σκάλα του σχολείου. Έβλεπαν μόνο την τάξη του κ. Γιάννη, να πηγαίνει από εκεί. Κάποιοι ήθελαν να πάνε να δούνε τι έχει μέσα, όμως οι πιο λογικοί δεν συμφώνησαν. Και έτσι γύρισαν πίσω. Όταν τους είδαν οι φίλοι τους, χάρηκαν πάρα πολύ.
Οι μέρες περνούσαν με διάφορες δραστηριότητες και όλοι ήταν χαρούμενοι. Κάποια νύχτα ένας είχε μια ιδέα, να δουν ταινία μέσα στην τάξη του κ. Θανάση. Όλοι χάρηκαν. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι μαζί και προσπαθούσαν να βάλουν μπροστά τον προτζέκτορα. Κάποιος άνοιξε τον διαδραστικό πίνακα και κάποιος έφερε ποπ κορν. Αλλά δεν συμφωνούσαν στην ταινία. Άρχισαν να γκρινιάζουν και να μαλώνουν μεταξύ τους. Ο βασιλιάς εξοργίστηκε. Για τιμωρία τους έκλεισε την ταινία, που είχε διαλέξει και έφυγε θυμωμένος. Τον ακολούθησε και η βασίλισσα. Πήγαν έναν περίπατο μέχρι την τάξη του κ. Αλέξανδρου και μόλις ηρέμησαν, επέστρεψαν.

Την άλλη μέρα ήταν όλοι λυπημένοι. Δεν είχαν διάθεση για τίποτα. Και την επομένη και την μεθεπομένη ημέρα. Την δύσκολη αυτή κατάσταση δεν την άντεξε ο Διονύσης, ο πύργος, που αφού πέρασε πολλές ώρες, σκέφτηκε να προτείνει να πάνε στο μουσείο του σχολείου. Είχε ακούσει να μιλάνε τα παιδιά για αυτό και όσα είχαν εκεί. Πήγε και το είπε στη βασίλισσα και αυτή συμφώνησε να πείσει τον βασιλιά, γιατί ήθελε να πάει να δει, τι ρούχα έχουν. Είχε βαρεθεί όλα τους τα ρούχα να είναι άσπρο και μαύρο. Ήταν βαρετό. Πήραν όλοι λοιπόν το κολατσιό τους και αυτή τη φορά ανέβηκαν τη μεγάλη χρωματιστή σκάλα. Όταν άνοιξαν την πόρτα, έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ήταν πολύ ωραίο. Τόσο, που δεν το είχαν φανταστεί. Τόσο παλιά κομμάτια και μεγάλης σημασίας. Είχε νυχτώσει και έτσι ξάπλωσαν στο κρεβάτι του μουσείου, για να κοιμηθούν. Όταν ξημέρωσε γύρισαν πίσω στη σκακιέρα τους. Την ώρα που έφταναν άκουσαν το κλειδί της εξώπορτας να ανοίγει. Ήταν ο διευθυντής του σχολείου, που μιλούσε στο κινητό με τους άλλους δασκάλους. Τους έλεγε ότι από αύριο ανοίγει και πάλι το σχολείο. Κοιταχτήκαν όλοι και με το ζόρι κρατήθηκαν, για να μην φωνάξουν από χαρά.
Την άλλη μέρα πήραν όλοι τη θέση τους στη σκακιέρα και περίμεναν τα παιδιά να έρθουν. Πρώτοι ήρθαν οι δάσκαλοι και μετά τα παιδιά. Ήταν όλοι εκεί. Ήταν όλοι χαρούμενοι. Κάθονταν ακίνητοι και άκουγαν τα παιδιά να λένε, τι έκαναν όλον αυτό τον καιρό, που έλειπαν. Περίμεναν πλέον με ανυπομονησία, να έρθει το διάλειμμα, για να παίξουν τα παιδιά μαζί τους. Ευτυχώς όλο αυτό είχε τελειώσει και δεν είχε αρρωστήσει κανείς. Ούτε τα πιόνια κόλλησαν τίποτε…

*Ο Πολυχρόνης Μπασδάνης είναι μαθητής της Δ’ Τάξης του του 7ου Δημοτικού Σχολείου Ν. Ιωνίας και συμμετείχε στον μεγάλο διαδικτυακό ενδοσχολικό διαγωνισμό λογοτεχνίας με θέμα «Κόλλησα τον.. ιό της Λογοτεχνίας».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το