Τοπικά

Τα τεστ αντισωμάτων δίνουν αποτέλεσμα σε όσους δεν έχουν ασθενήσει – Έρευνα του Εργαστηρίου Βιολογίας του Π.Θ. 

Είναι τα τεστ αντισωμάτων αξιόπιστα, είναι ένας παράγοντας που θα αλλάξει το «παιχνίδι» στην αντιμετώπιση του covid 19; Έρευνα που έγινε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ίσως έχει να προσφέρει πολλά στη σχετική συζήτηση, για το πώς και πού θα πρέπει αυτά να χρησιμοποιηθούν.

Την ώρα που τα τεστ θα γίνουν διαθέσιμα στην αγορά και στα διαγνωστικά εργαστήρια, θα πρέπει να υπάρχουν αποδεκτά επίπεδα αξιοπιστίας και καλές πρακτικές για τη χρήση τους. Επιστήμονες και πολίτες προσβλέπουν στα μελλοντικά μαζικά τεστ αντισωμάτων, ιδίως στα «εξπρές» (rapid tests), για να βοηθήσουν την επιστροφή της ζωής στην κανονικότητα, αποκαλύπτοντας ποιος έχει εκτεθεί στον νέο κορωνοϊό και άρα μπορεί να έχει πια ανοσία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όμως, προειδοποίησε για την επικινδυνότητα στήριξης πολιτικών αποφάσεων σε τέτοια διαγνωστικά τεστ, όχι μόνον εξαιτίας της μειωμένης αξιοπιστίας τους, αλλά και επειδή η επιστημονική κοινότητα δεν έχει αποκρυπτογραφήσει ακόμα τη σημασία των αντισωμάτων, ως μέσο προστασίας από μια νέα λοίμωξη από τον κορωνοϊό.

Ερευνητές σε όλον τον κόσμο καταβάλλουν υπερπροσπάθειες, προκειμένου να μελετήσουν την ακρίβεια των τεστ. Το Τμήμα Πληροφορικής με Εφαρμογές στη Βιοϊατρική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας είναι ένα πρωτοποριακό τμήμα στον τομέα των Εφαρμοσμένων Επιστημών, καθώς καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, της Πληροφορικής και των εφαρμογών της στην Ιατρική και τη Βιολογία. Με έδρα τη Λαμία, στελεχώνεται από επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων, που ασχολούνται με την αξιοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων στον χώρο της Υγείας, την ανάπτυξη ιατρικού λογισμικού, καθώς και την έρευνα στη Βιοϊατρική Τεχνολογία και τη Βιοπληροφορική. Ερευνητική ομάδα από το Εργαστήριο Μοριακής και Υπολογιστικής Βιολογίας και Γενετικής, με διευθυντή τον καθηγητή Παντελή Μπάγκο, προέβη σε ανάλυση των διαθέσιμων μελετών, που αφορούν στις διαγνωστικές δοκιμασίες των αντισωμάτων για την αποτελεσματικότητά τους στην ανίχνευση της λοίμωξης, και δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε διεθνές περιοδικό. Η ομάδα αποτελείται από τους Παναγιώτα Κοντού, Γεωργία Μπράλιου , Νίκη Δήμου (International Agency for Research on Cancer), Γιώργο Νικολόπουλο (Πανεπιστήμιο Κύπρου) και Παντελή Μπάγκο. Όπως προέκυψε, σύμφωνα με τον κ. Μπάγκο, τα τεστ που είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή, δίνουν ασφαλή αποτελέσματα στους μη ασθενείς, δηλαδή σε εκείνους που δεν έχουν μολυνθεί από τον ιό. Σε όσους όμως έχουν προσβληθεί από ιό, η απόδοση του τεστ, και κυρίως των γρήγορων τεστ (rapid test) κυμαίνεται στο 80-85%. Τα τεστ που απαιτούν τη χρήση εργαστηριακού εξοπλισμού (πχ τεστ ELISA), φαίνεται να αποδίδουν καλύτερα σε αυτό (ως 93%).

«Όπως είχε τονιστεί και από άλλους, τα τεστ αυτά πρέπει να γίνονται μια εβδομάδα με δέκα ημέρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων στον ασθενή. Εάν γίνουν στην αρχή της εμφάνισης των συμπτωμάτων, είναι λογικό να έχουν προβλήματα, γιατί τα αντισώματα παράγονται αργότερα. Ένα πρόβλημα βέβαια έχει να κάνει με εκείνους, που είναι ασυμπτωματικοί και δεν ξέρουμε πότε ακριβώς μολύνθηκαν, θα υπάρχει δηλαδή πάντα ένα παράθυρο ασάφειας, αν θέλουμε να εντοπίσουμε, αν κάποιος νοσεί. Αναλύσαμε τα δεδομένα από 38 μελέτες, με περίπου 8.000 ασθενείς. Η έρευνα έδειξε, πως εάν κάνουμε τεστ αντισωμάτων και μας ενδιαφέρουν τα αποτελέσματα στο επίπεδο της κοινότητας (seroprevalence studies), θα έχουμε μια αρκετά σαφή εικόνα, για το τι συμβαίνει με βάση τα στατιστικά. Θα μπορούμε να εκτιμήσουμε, για παράδειγμα, εάν έχει νοσήσει το 2% ή το 20% του πληθυσμού. Εάν όμως το τεστ αφορά ένα συγκεκριμένο άτομο, τότε, έχουμε δύο εκδοχές. Αν το τεστ βγει θετικό, τότε πιθανότατα το αποτέλεσμα είναι αξιόπιστο και θα πρέπει να θεωρούμε ότι το άτομο νοσεί ή έχει νοσήσει. Τα τεστ δίνουν ένα σχεδόν ασφαλές αποτέλεσμα, σε εκείνους που δεν έχουν ασθενήσει καθόλου, δεν βγάζουν δηλαδή ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Αν όμως το τεστ βγει αρνητικό, ίσως θα πρέπει να ακολουθήσει και δεύτερος και τρίτος ανεξάρτητος έλεγχος, για να είμαστε τελείως σίγουροι. Τα πάντα εξαρτώνται όμως από το τι θέλουμε να πετύχουμε με ένα τέτοιο τεστ. Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι η έρευνα σε αυτά τα πράγματα «τρέχει». Νέα τεστ ανακοινώνονται συνεχώς, θα πρέπει να ακολουθήσουν νέες και μαζικές μελέτες, που να τα αξιολογούν, αλλά και να τα συγκρίνουν μεταξύ τους».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το