Τοπικά

Τα νέα μέτρα δεν θα οδηγήσουν σε αύξηση της τελικής γονιμότητας – Τι δείχνει μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Στην άποψη ότι τα νέα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την οικογένεια και το παιδί, δεν αναμένεται να οδηγήσουν στην αύξηση του αριθμού των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι νεότερες γυναίκες, αυτές δηλαδή που γεννήθηκαν μετά το 1980, καταλήγει μελέτη που πραγματοποίησε το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Τμήματος Χωροταξίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Ο καθηγητής Δημογραφίας κ. Βύρων Κοτζαμάνης επισημαίνει πως «πρόσφατα η κυβέρνηση έλαβε μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος επικεντρωμένα στη στήριξη της οικογένειας και των γεννήσεων. Μετά από μια πρώτη έκθεση της πορείας της γονιμότητας και των γεννήσεων στη χώρα μας εξετάζουμε την επίδραση των μέτρων αυτών και παρουσιάζουμε την πιθανή εξέλιξη των ετήσιων δεικτών γονιμότητας και των γεννήσεων την επόμενη δεκαετία.
Εκτιμάται ειδικότερα ότι τα ληφθέντα μέτρα, αν και θετικά, δεν θα ανατρέψουν τις υφιστάμενες αρνητικές τάσεις. Οριακά και μόνον, μπορούν να ενισχύσουν την τάση απόκτησης ενός παιδιού από κάποιες από τις πλέον ηλικιωμένες γυναίκες ή ακόμη και να ανακόψουν τα αμέσως επόμενα χρόνια μερικώς την αύξηση στις νεότερες γενεές της μέσης ηλικίας στη γέννηση, καθώς τμήμα των γυναικών των γενεών αυτών που θα έκαναν ούτως η άλλως ένα παιδί θα το κάνουν λίγο νωρίτερα (σε μικρότερη δηλ. ηλικία)».

Αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών
Ο καθηγητής Δημογραφίας επισημαίνει πως «για να ανακοπεί σε μια πρώτη φάση η φθίνουσα πορεία της γονιμότητας, απαιτείται προφανώς μια προοδευτική αλλαγή των αναπαραγωγικών μας συμπεριφορών και κυρίως η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος που σήμερα δεν υπάρχει, περιβάλλοντος που θα επιτρέψει την υλοποίηση από τις νεότερες γενεές του επιθυμητού μεγέθους οικογένειας (γύρω από τα δύο παιδιά κατά μέσο όρο).
Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του, ανεξαρτήτως της μορφής της (συμβίωση με/χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια) και ταυτόχρονα, εκτός των άλλων, να στοχεύουν και στη μέγιστη δυνατή μείωση των διαφορών του επιπέδου διαβίωσης των οικογενειών μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων που απορρέουν από την έλευση ενός παιδιού. Μέτρα επομένως που δεν στοχεύουν μόνον στη μείωση του οικονομικού κόστους (άμεσου/έμμεσου) που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα κάθε παιδιού, αλλά που θα στοχεύουν και: α) Στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, β) στην άρση των έμφυλων διακρίσεων, και γ) στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων ως και στην μερική κάλυψη βασικών κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι γονείς (στήριξη στην περίπτωση απώλειας της εργασίας, ενεργές πολιτικές για τη επανένταξη στην αγορά εργασίας, υψηλό σχετικά ελάχιστο διασφαλισμένο κατώτατο εισόδημα…).
Στόχος θα πρέπει να είναι κατά τη γνώμη μας η αύξηση της τελικής γονιμότητας των νεότερων γυναικών από 1,5 (γενεά 1975) σε 1,8 παιδιά και η σταθεροποίηση μακροπρόθεσμα των γεννήσεων πάνω από τις 90.000/έτος. Ειδικότερα δε μεγαλύτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ανακοπή της αύξησης της τελικής ατεκνίας, της αύξησης δηλαδή του ποσοστού των γυναικών χωρίς παιδιά ( >20% στις γενεές 1970-75, 14% στις γενεές 1935-39).
Οφείλουμε τέλος ταυτόχρονα να υπενθυμίσουμε ότι τα όποια μέτρα ληφθούν, δεν θα αλλάξουν ριζικά τις υφιστάμενες τάσεις άμεσα, αλλά σε κάποιο βάθος χρόνου και όπως το έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, εάν δεν υπάρχει ένα γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον».

Οι συνέπειες των μέτρων
Ο κ. Κοτζαμάνης ανέφερε πως «τα εξαγγελθέντα μέτρα για τη «στήριξη της οικογένειας και του παιδιού» (επίδομα γέννησης, αφορολόγητο 1.000 για κάθε παιδί, μείωση του ΦΠΑ στα βρεφικά είδη από 24% στο 13%, κατάργηση φόρου πολυτελείας για ΙΧ για τις πολύτεκνες οικογένειες, αύξηση των δικαιούχων voucher παιδικών σταθμών) εντάσσονται κυρίως στην κατηγορία «ενισχύσεις οικονομικής φύσης» και συνοδεύονται από τη δέσμευση της κυβέρνησης για «καθολική πρόσβαση των οικογενειών στις υπηρεσίες βρεφονηπιακών σταθμών». Τα μέτρα αυτά είναι καταρχάς θετικά, αν και εκτιμούμε ότι θα είχαν κάποια θετικότερα αποτελέσματα αν το επίδομα γέννησης περιοριζόταν στην πρώτη γέννηση και ήταν πολλαπλάσιο του δοθέντος. Στοχεύουν δε ειδικότερα μια από τις παραμέτρους, τη μικρή μείωση του άμεσου «κόστους» που προκύπτει από την έλευση ενός παιδιού.
Τίθεται όμως το ερώτημα αν οι επιπλέον αυτές οικονομικές ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν τις υφιστάμενες τάσεις, και ειδικότερα εάν θα έχουν επιπτώσεις στις γεννήσεις και τη γονιμότητα (τον τελικό δηλ. αριθμό των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι νεότερες γενεές). Και η απάντηση είναι αρνητική: Τα μέτρα αυτά δεν αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση την τελική γονιμότητά τους».

Η εξέλιξη της γονιμότητας την επόμενη δεκαετία
Ο κ. Κοτζαμάνης επισημαίνει πως «οι ετήσιοι δείκτες συγχρονικής-γονιμότητας, ακόμη και εάν δεν είχαν ληφθεί τα προαναφερθέντα μέτρα, θα αυξηθούν πιθανότατα ελαφρώς την επόμενη δεκαετία γιατί, όπως προαναφέραμε: α) Θα έχουμε μια μικρή «αναπλήρωση των γεννήσεων» (κάποιες από πιο ηλικιωμένες γυναίκες που οδεύουν προς το τέλος του αναπαραγωγικού τους κύκλου μη έχοντας πλέον περιθώρια θα κάνουν το -ή το επιπλέον- επιθυμητό παιδί και β) δεν αναμένεται να συνεχισθεί για πολύ ακόμη η αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών -ιδιαίτερα δε του πρώτου- στις νεότερες γενεές. Οι δυο αυτοί παράγοντες θα έχουν κάποιο μικρό θετικό αντίκτυπο την επόμενη δεκαετία και οι δείκτες συγχρονικής γονιμότητας πιθανότατα θα αυξηθούν οριακά (από το 1,35 το 2017 στα 1,45-1,50 παιδιά/γυναίκα). Η αύξηση αυτή δεν πρόκειται όμως να συνεχισθεί τη μεθεπόμενη δεκαετία εάν οι νεότερες γενεές δεν αρχίσουν να κάνουν όλο και λίγο περισσότερα παιδιά.
Οφείλουμε τέλος να υπενθυμίσουμε ότι ακόμη και η όποια -ελάχιστα πιθανή- μικρή αύξηση των γεννήσεων κάποια από τα επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να αλλάξει το αρνητικό πρόσημο του φυσικού ισοζυγίου τη δεκαετία 2020-29 καθώς οι θάνατοι αναμένεται να αυξηθούν και αυτοί. Ο γεννήσεις δεν είναι δυνατόν να ξεπεράσουν- στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων-τις 900.000 χιλιάδες, ενώ οι θάνατοι, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού μας, θα υπερβούν πιθανότατα τους 1.200.000».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το