Τοπικά

Τα αποτυπώματα των μικρών μουσείων στα δίκτυα συνεργασίας

H γενική κρίση στα μουσεία της χώρας μοιάζει συνυφασμένη με την ύφεση που εντάθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, τα μικρά κυρίως μουσεία μπορούν να αποτελέσουν σταθερές αξίες στην Ελλάδα της κρίσης, υπό την προϋπόθεση να υιοθετήσουν οράματα που θα τα καταστήσουν μεγάλα, σύμφωνα με την καθηγήτρια Μάρλεν Μούλιου, λέκτορα Μουσειολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η διακεκριμένη ακαδημαϊκός, η οποία θα είναι η κεντρική ομιλήτρια στο πανελλήνιο επιστημονικό συνέδριο μουσειολογίας, που θα πραγματοποιηθεί στον Βόλο το προσεχές Σάββατο 6 Οκτωβρίου με θέμα «Μικρά μουσεία σε περιόδους κρίσης. Προκλήσεις και προοπτικές», μιλώντας στη «Θ» εξέφρασε την άποψη ότι όταν τα πράγματα δυσκολεύουν σε μια βαθιά κρίση για πολλά χρόνια, ενώ το όραμα, όχι μόνο δεν είναι μία περιττή πολυτέλεια, αλλά εξελίσσεται σε πρωτεύον στοιχείο για την οργάνωση ενός μουσείου.
«Τα μικρά μουσεία μπορούν να έχουν ένα τόσο ευρύ και εμπνευσμένο όραμα, που να τα κάνει πραγματικά μεγάλα. Άρα το μέγεθος είναι πολύ σχετικό. Έχει να κάνει με το πώς ένα μουσείο θέτει τον εαυτό του στον κόσμο, πώς καταλαβαίνει τη μοναδικότητά του. Κι αυτή είναι μία λέξη κλειδί, τι μοναδικό κάνει σε σχέση με άλλα μουσεία στην ευρύτερη γεωγραφική ενότητα ή στον τύπο που ανήκει και πόσο αυτό το όραμα το υλοποιεί μέσα από συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές. Ένα όραμα που να συστοιχίζεται με τις δυνατότητες του μουσείου. Να μην είναι δυσανάλογο και μη ρεαλιστικό. Αν δεν έχεις κάτι ξεχωριστό να δείξεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να επιβιώσεις», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Ένα μουσείο που δεν μπορεί να πλαισιώσει τις δράσεις του με ένα όραμα, καλύτερα να μην υπάρχει. Αν δεν μπορεί να το βρει μία δεδομένα στιγμή, ας συμπράττει με άλλους οργανισμούς, έτσι ώστε από κοινού να μπορέσουν να βρουν αυτόν τον προσανατολισμό».
Θίγοντας το ζήτημα της συνένωσης δυνάμεων και κατά πόσο εφαρμόζεται στην ελληνική πραγματικότητα η συγκεκριμένη πρακτική, η κ. Μούλιου επισήμανε την ανάγκη ύπαρξης δικτύων μεταξύ μικρών μουσείων: «Τα μουσεία είναι ένα σύνθετο σύστημα και πρέπει να δούμε πώς θα λειτουργήσει. Στην Αθήνα π.χ. υπάρχει το δίκτυο μουσείων του ιστορικού κέντρου, που προσπαθεί να δημιουργήσει κοινές δράσεις, να συσπειρώσει τις δυνάμεις των μουσείων και μέσα από αυτή τη συλλογικότητα, να είναι πιο ορατά, πιο προσβάσιμα στο κοινό. Κατά καιρούς έχουν κάνει ωραίες δράσεις και νομίζω ότι το αποτύπωμα που αφήνουν, δηλώνει ότι υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες συνεργασίας σ’ αυτό το επίπεδο».

Με δεδομένο ότι στη Μαγνησία λειτουργούν αρκετοί μουσειακοί χώροι, η καθηγήτρια μουσειολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών επισήμανε ότι η συσπείρωση φαντάζει μονόδρομος. «Δεν είναι πεδίο ανταγωνισμού, αλλά μία ευκαιρία. Να αντιστρέψουμε το νόμισμα. Αν ένας επισκέπτης ξέρει ότι υπάρχει ένα δίκτυο από μουσεία και διασπείρεται σε γειτονικά χωριά, δεν θα πάει μόνο σ’ ένα που ακούγεται ενδεχομένως περισσότερο. Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντικές οι συνεργασίες. Τα μικρά μουσεία της Μαγνησίας μπορούν να αναπτύξουν συνεργασία π.χ. με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που έχει την ερευνητική εμπειρία, για το πώς ορισμένα πράγματα μπορούν να γίνουν πράξη. Η ιδέα που έπεσε στο τραπέζι για τη δημιουργία ενός δικτύου στο Πήλιο, θεωρώ ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Απαιτεί, όμως, καλούς συνομιλητές, που έχουν τόσο διάθεση, όσο και ανοικτό πνεύμα να συνεταιριστούν. Πρέπει να γίνει σαφές σε όλους ότι ενδεχόμενη δικτύωση, θα είναι προς όφελος του συνόλου και όχι μεμονωμένων εταίρων. Αν δεν επιχειρήσεις, δεν θα έχεις αποτέλεσμα. Μπορεί την πρώτη φορά να μην πάνε όλα τέλεια. Όμως αυτό που μπορεί να είναι λάθος σε μία επιλογή, κάποια άλλη φορά μπορεί να αποτελέσει τη βάση έναρξης μίας νέας πορείας. Θα πρέπει να σκεφτόμαστε ως κηπουροί, και όχι ως κτίστες. Ένα μουσείο το κτίζεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αρχίσει από μόνο του να λειτουργεί. Είναι ένας κήπος που πρέπει διαρκώς να σκαλίζεις», κατέληξε με νόημα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το