Πολιτισμός

Τα απομνημονεύματα του στρατηγού Πίσσα προσφορά των «Ιώνων»

Η Πολιτιστική Εστία Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ίωνες», όπως τόνισε η πρόεδρός της κ. Άννα Πετσιάβα Παπανικολάου, στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και θέλοντας να υπογραμμίσει τις ενέργειες της Εστίας για τη σημαντική συμβολή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στον Αγώνα της Ελευθερίας από τον τουρκικό ζυγό, εξασφάλισε σε αποκλειστικότητα το μοναδικό τεκμήριο του Μικρασιάτη στρατηγού της Επανάστασης Ευστράτιου Πίσσα, μετά από την πολύτιμη συνεργασία και συνεννόηση με τον εκδοτικό οίκο Historical Quest, τον διευθυντή του κ. Γιάννη Χρονόπουλο και τον συγγραφέα κι επιμελητή των απομνημονευμάτων κ. Γιώργο Πύργαρη, τους οποίους και ευχαριστεί θερμά και δημοσιεύει μέρος αυτών. Η δημοσίευση των αποσπασμάτων πραγματοποιείται με την ευγενή παραχώρηση του εκδότη της εφημερίδας «Θεσσαλία» κ. Βασίλη Δανού, που ως γνωστόν έλκει κι αυτός την καταγωγή του από τον Μπουτζά της Σμύρνης.
Η παρούσα δράση συμπληρώνει τη σειρά των προγραμματισμένων σχεδιασμών της Πολιτιστικής Εστίας Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ίωνες» για την ευρύτερη ανάδειξη και αποκατάσταση του αγώνα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην Εθνική Παλιγγενεσία.
Το έργο «Στρατηγού Ευστράτιου Πίσσα – Απομνημονεύματα 1821» αφορά στα απομνημονεύματα του στρατηγού Ευστρατίου Πίσσα, ο οποίος συμμετείχε ως αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και αξιωματικός του τακτικού στρατού. Μέσα από τα γραπτά αυτά αφηγείται με λιτό, αλλά ουσιαστικό τρόπο τις συνταρακτικές εμπειρίες του από τη συμμετοχή του στον Αγώνα σε διάφορες επαναστατημένες περιοχές.

Από τις Κυδωνίες – όπου έχουμε μια Μικρασιατική Καταστροφή 100 χρόνια πριν από το 1922 – στην Πελοπόννησο και από κει στην Κρήτη και στη συνέχεια, στην Αθήνα. Ο Πίσσας, ο οποίος καταγόταν από τις Κυδωνίες (σημ. Αϊβαλή), δεν υπήρξε βέβαια ο μοναδικός Μικρασιάτης που πολέμησε για την ελευθερία της Ελλάδας. Μαζί μ’ αυτόν συμμετείχαν χιλιάδες αγωνιστές από τη Μικρά Ασία. Ωστόσο, η μαρτυρία τού Πίσσα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, διότι παρουσιάζει τη ματιά των ανδρών των τακτικών σωμάτων της Επανάστασης του 1821, οι οποίοι ανήκαν στο λεγόμενο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, παρατίθενται ενδιαφέροντα συμπληρωματικά-υποστηρικτικά κείμενα της διήγησης Πίσσα, όπως το διασωσμένο απόσπασμα του Ζαχαρία Πρακτικίδη για την αρχή της επανάστασης στην Κρήτη. Παρατίθενται ακόμη, έγγραφα από διάφορους φακέλους των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που ενισχύουν και φωτίζουν από άλλες πλευρές τα απομνημονεύματα Πίσσα.
Ο εκδοτικός οίκος «Historical Quest» και ο Γιώργος Πύργαρης ανασύρουν από την αχλή του χρόνου, 150 χρόνια μετά τη συγγραφή τους, τα απομνημονεύματα του Έλληνα αγωνιστή και δίνουν ξανά ζωή στις αναμνήσεις του και ρίχνουν φως στις σκέψεις και στις εμπειρίες του. Η φωνή του εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και δυνατή.
Ο εκδοτικός οίκος «Historical Quest» σε συνεργασία με την Πολιτιστική Εστία Μικρασιατών «Ίωνες» της Ν. Ιωνίας Βόλου και την εφημερίδα «Θεσσαλία» παραθέτει απόσπασμα απ’ αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία του στρατηγού Ευστράτιου Πίσσα που μιλά με τρόπο ζωντανό και συναρπαστικό για τις αγωνίες, τις θυσίες, τις προσδοκίες, τα πάθη, τις αρετές και τις αδυναμίες των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», των Αγωνιζόμενων Ελλήνων:

Αποβίβαση στην Εύβοια & εκστρατεία στην Κάρυστο
Μετά τη δεκαπενθήμερη διαμονή μας γύρω από την Μονή, κατεβήκαμε στη παραλία του Μαραθώνα. Από κει επιβιβαστήκαμε σε Ψαριανά πλοία και αποβιβαστήκαμε απέναντι στην Εύβοια στο χωριό Στούρα, όπου άλλοτε σκοτώθηκε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης. Παραμείναμε εκεί όλη την ημέρα περιμένοντας την άφιξη του Τραμπάκουλου (πλοίο ιστιοφόρο μεγάλης χωρητικότητας, το οποίον φέρει μόνον δύο ιστία) που διοικούνταν από τον Ιταλό πλοίαρχο Μαρσιλιέζη, με τον οποίο κατά την αναχώρησή μας από την Αθήνα είχαμε συμφωνήσει να παρακολουθεί τον στρατό μαζί με το πλοίο του, ώστε σε κάθε έλλειψή μας να έχουμε τα αναγκαία. Είχαμε ακόμη επιβιβάσει σε αυτό το πλοίο τα πεδινά μας τηλεβόλα, πολεμοφόδια και τροφές. Η φροντίδα αυτή απέβη δυστυχώς μάταιη, γιατί το πλοίο δεν εμφανιζόταν εξ’ αιτίας των σφοδρών τότε πνεόντων βορείων ανέμων και αναγκαστήκαμε να ακολουθήσουμε στερούμενοι ακόμη και το καθημερινό μας ψωμί, την πορεία μας προς την Κάρυστο. Ελπίζαμε ότι η εμφάνιση του τακτικού στρατού στην Εύβοια θα προξενούσε μεγάλη ευχαρίστηση στους κατοίκους των χωριών, οι οποίοι αυθόρμητα θα έτρεχαν να χορηγήσουν σε μας, όχι μόνο τα αναγκαία για την διατροφή του στρατού, αλλά και την ένοπλη συνδρομή τους. Δυστυχώς απεδείχθησαν φρούδες οι ελπίδες μας γιατί και τροφή προ πολλού στερούμασταν και ούτε έναν από τους κατοίκους είδαμε. Ο ένας και μόνος ιερέας που μας πλησίασε εν τω μεταξύ, παρότι φιλοξενήθηκε από μας και παρότι έλαβε την εντολή να πει στους χωρικούς ότι ήρθαμε για να τους παρέχουμε την αναγκαία κατά των εχθρών συνδρομή, μόλις χωρίστηκε από μας, έτρεξε όπως πληροφορηθήκαμε μετά κατ’ ευθείαν στην Χαλκίδα και δήλωσε στον Ομέρ Πασά τον σκοπό της αφίξεώς μας και το σύνολο της δύναμής μας. Εμείς, χωρίς να το ξέρουμε ακόμη αυτό, εξακολουθήσαμε τον δρόμο μας προς την Κάρυστο. Περνώντας από την Κακιά Σκάλα όπως την λένε μέχρι σήμερα, αφήσαμε εκεί τον λόχο των ευζώνων που διοικούνταν από τον Γερμανό λοχαγό Ντόμπριτς, για να φυλάει το στενό και τα νώτα μας. Τέσσερις ώρες από την στιγμή που φύγαμε από κει, φθάσαμε στο οροπέδιο πάνω από την κακιά Σκάλα. Εκεί σταθήκαμε θέτοντας τα όπλα μας σε πυραμίδα, μέχρι την 4ην μ.μ. Αυτό το κάναμε όχι μόνο για ανάπαυση, αλλά και γιατί όλοι νομίζαμε ότι αν κινούμασταν πιο γρήγορα από την θέση αυτή, θα γινόταν καταφανής η πορεία μας στον εχθρό από το φρούριο της Καρύστου. Σε αυτό το διάστημα μας προσκάλεσε ο Φαβιέρος σε συμβούλιο, ζητώντας την γνώμη μας για την καταλληλότερη ώρα της καθόδου μας στην Κάρυστο. Όλοι ομόφωνα του είπαμε ότι θα ήταν καλύτερα αν κατεβαίναμε τη νύκτα, διότι τότε βεβαίως και τον εχθρό θα προλαβαίναμε εξερχόμενο ίσως από το φρούριο το πρωί και πολλούς εργάτες Οθωμανούς θα συλλαμβάναμε και τρόφιμα θα βρίσκαμε σε αφθονία, γιατί δεν θα είχαν τον χρόνο οι Οθωμανοί να τα αποσύρουν.

Ο Φαβιέρος μας απάντησε πως επειδή διοικεί τακτικό στρατό, δεν έχει σκοπό ούτε ανάγκη να επιχειρήσει κλεφτοπόλεμο. Γι’ αυτό κινήσαμε την ορισμένη ώρα, βαδίζοντας σε παράταξη και κατά μέτωπο όλα τα σώματα, όπως με την πρώτη εμφάνισή μας να καταπλήξουμε τον εχθρό, φαινόμενοι όσο μπορούμε περισσότεροι σ’ αυτόν. Ενώ βαδίζαμε έτσι, δύο λαγοί έντρομοι βγήκαν από τις φωλιές τους και πέρασαν τρέχοντας όλη την παράταξη των γραμμών μας. Καίτοι όμως πυροβολήθηκαν από χίλιους και περισσότερους στρατιώτες, πέρασαν σώοι τις τάξεις μας και μετά από λίγο έγιναν άφαντοι. Αναφέρω το γεγονός αυτό, για την ηθική επιρροή που είχε στο στρατόπεδό μας, καθ’ όσον η εμφάνιση λαγού θεωρείται ως κάκιστος οιωνός από όλους σχεδόν και μάλιστα όταν αυτός δεν σκοτωθεί. Γι’ αυτό και η εμφάνιση των ανωτέρω λαγών, προκάλεσε, όχι μόνον τους πυροβολισμούς εναντίον τους, αλλά και η αποτυχία να τους σκοτώσουμε, έφερε και την κάκιστη ιδέα ολοκλήρου του στρατοπέδου, ως προς την έκβαση ή το κακό τέλος της επιχείρησής μας.

Φθάνοντας γρήγορα σχεδόν στην άκρη του οροπεδίου, πήραμε την άγουσα προς το φρούριο της Καρύστου βαδίζοντας φαλαγγηδόν και κατά δίστιχο, όταν ακούστηκαν τρεις συνθηματικοί τηλεβολισμοί ο ένας μετά τον άλλον και προσκάλεσαν όλους τους διασπαρμένους εχθρούς αλλά και χριστιανούς να επισπεύσουν την είσοδό τους στο φρούριο. Είδαμε πολλούς που μάζευαν ξύλα και άλλους που καλλιεργούσαν τους αγρούς τους, να διακόπτουν τις εργασίες τους, οι μεν κόβοντας τα σχοινιά και ρίχνοντας στη γη τα φορτία από τα ζώα, οι δε να εγκαταλείπουν τα άροτρα, να κινούν και να οδηγούν τα βόδια και τα λοιπά ποίμνιά τους, επισπεύδοντας την είσοδό τους στο φρούριο. Γι’ αυτό και κανέναν δεν μπορέσαμε να συλλάβουμε και κανέναν δεν βρήκαμε όπως κατεβαίναμε. Διανυκτερεύσαμε άσιτοι και πεινασμένοι, δειπνώντας μόνο με ξερά σύκα και όσους καρπούς βρήκαμε πάνω στα δέντρα.
Την επομένη, μη εμφανιζομένου ακόμη του πλοίου του Μαρσιλιέζη, διέταξε ο αρχηγός μας τον λοχαγό Ανδρεγέτη, να φύγει εσπευσμένα στα περίχωρα με τον λόχο του προς ανεύρεση ψωμιού, σιτηρών και άλλων αναγκαίων τροφίμων για τον στρατό. Στο διάστημα της απουσίας του ανωτέρω λοχαγού συνεκροτήθησαν τρεις μάχες με τους εχθρούς γύρω από το φρούριο, κατά τις οποίες αναγκάσθηκαν οι εχθροί να κλεισθούν μέσα στο φρούριο εγκαταλείποντας και αυτό το προάστιο στην εξουσία μας και μην τολμώντας να επιχειρήσουν από τότε την παραμικρή έξοδο. Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν όσο διήρκεσαν αυτές οι μάχες 100 περίπου Οθωμανοί και 15-20 από εμάς, τακτικών και άτακτων σκοτωμένων και πληγωμένων μεταξύ των οποίων πληγωμένων ήταν και ο ανθυπολοχαγός Γ. Καρατιάς, τώρα υποστράτηγος εν αποστρατεία.

Αφού σχεδιάσαμε τότε την πολιορκία του φρουρίου καλύτερα, διακόψαμε από τους εχθρούς και το πόσιμο νερό. Έμενε όμως όλο αυτό το διάστημα ο στρατός μας σε ασιτία. Όταν μετά από πολλές μέρες επέστρεψε ο λοχαγός Ανδρεγέτης, δεν έφερε μαζί του τίποτα, παρά μόνον μια αγελάδα, την οποία παρουσίασε στον Φαβιέρο. Εκείνος με κάλεσε και μου την έδειξε ρωτώντας, τι να κάνω λοχαγέ, ακόμη κι αν την σφάξουμε ούτε ένα δράμι κρέατος δεν θα πέσει σε κάθε στρατιώτη. Γι’ αυτό με διέταξε να πάρω κι εγώ τον λόχο μου και να σπεύσω προς εκπλήρωση αυτής της σπουδαίας αναγκαίας κατάστασης, της προμήθειας του στρατεύματος. Επιβιβάσθηκα την ίδια αυτή μέρα σε πλοίο Ψαριανό διοικούμενο από τον Βρατσάνο και απέπλευσα για το νησί της Άνδρου. Έφτασα στο χωριό Άρνα, και άρχισα να μαζεύω ψωμί έτοιμο και τα υπάρχοντα από τους χωρικούς, δίνοντάς τους ταυτόχρονα την διαταγή να ασχοληθούν όλοι με την παρασκευή ψωμιού. Έστειλα αυθημερόν με ένα ιστιοφόρο πλοίο του τόπου, όσα εκείνη την ημέρα είχα κατορθώσει να μαζέψω και ό,τι μπόρεσα να βρω. Άφησα ένα απόσπασμα στρατιωτών με έναν αξιωματικό μου τον Γεώργιο Χρονιάδη, για να επισπεύσει την αποστολή του προετοιμαζόμενου ψωμιού και των λοιπών αναγκαίων για τον στρατό της Καρύστου και πήγα με τους υπόλοιπους άνδρες μου, στην πόλη της Άνδρου. Διερχόμενος μάλιστα από τα χωριά που έβρισκα μπροστά μου, μάζευα με κάθε τρόπο τρόφιμα από τους χωρικούς, αφαιρώντας από αυτούς πολλές φορές, ακόμη και την αναγκαία τροφή για την συντήρηση των οικογενειών τους. Αφού συμπλήρωσα έτσι την συλλογή μου, τα έφερα και τα επιβίβασα σε άλλα δύο ιστιοφόρα, τα οποία έστειλα στον Φαβιέρο.

Την τρίτη μέρα από την έλευσή μας εδώ, πήραμε από την αποθήκη ενός σιτεμπόρου περί τα 1000 κοιλά σιτάρι [Το κοιλό της εποχής δεν ήταν το σημερινό κιλό. Το καθένα ζύγιζε περίπου 30 σημερινά κιλά. Δηλαδή εδώ ο Πίσσας πήρε από την αποθήκη του σιτεμπόρου, 30 περίπου σημερινούς τόνους σιτάρι] με υπόσχεση πληρωμής από τις ντόπιες προσόδους και έστειλα και αυτό το σιτάρι με άλλα πλοιάρια, τα οποία όμως, προσεγγίζοντας την παραλία Καρύστου αφού είδαν τον στόλο του Ομέρ Πασά να πλέει στα μέρη εκείνα προς πολιορκία των δικών μας, επανήλθαν μαζί με το φορτίο τους μη μπορώντας να το αποβιβάσουν.
Την πέμπτη ημέρα παραμονής μου στην Άνδρο, ήρθε εκεί ο στρατηγός Δημήτριος Καλλέργης σταλμένος απ’ τον Φαβιέρο φέρνοντας μαζί του γύρω στους 80 πληγωμένους. Μου παρέδωσε ταυτόχρονα και γράμμα ιδιόχειρο του αρχηγού Φαβιέρου, γραμμένο με σπουδή και με μολυβδοκόνδυλο. Μου έγραφε μόνο… «Το μικρόν τούτο διάστημα της απουσίας σου, μου εκόστισε υπέρ το ήμισυ της ζωής μου». Στην αρχή δεν μπόρεσα να καταλάβω τι εννοούσε και ρώτησα τον Καλλέργη. Τότε μόνο έμαθα για τον θάνατο του αδερφού μου Παναγιώτη. Αυτός, μου διηγήθηκε και τα συμβάντα της αποφράδας εκείνης μάχης. Αφού αντάμωσα και τους περισσότερους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ουλαμού, που όπως προείπα συνόδευε ο Καλλέργης και ήταν πληγωμένοι, πληροφορήθηκα με λεπτομέρειες τα συμβάντα της μάχης και τον θάνατο του πεφιλημένου μου αδελφού τα οποία συμβάντα έχουν ως εξής…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το