Άρθρα

Σύστημα Υγείας

Του Γιάννη Ιατρού

Ζούμε πρωτόγνωρες εποχές. Η κρίση του κορωνοϊού επεκτείνεται ταχύτατα σε όλον τον κόσμο, μεταλλάσσοντας την αρχική της υπόσταση ως υγειονομικής κρίσης σε μία καλπάζουσα ανθρωπιστική και οικονομική κρίση, η οποία, σύμφωνα με τους σχετικούς οργανισμούς και αναλυτές, θα ξεπεράσει κατά πολύ την ύφεση του 2008 – τα αποτελέσματα της οποίας καλά-καλά δεν είχαν προλάβει να ξεφτίσουν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.

Πριν καν φτάσει στην κορύφωσή της, η οποία προμηνύεται δύσκολη για ολόκληρο τον πλανήτη, η κρίση αυτή έχει ήδη δημιουργήσει σημαντικές ρωγμές σε αντιλήψεις πεισματικά στερεωμένες στις δυτικές κοινωνίες. Ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, η προώθηση της αυτορύθμισης της αγοράς σε κάθε κοινωνικό και οικονομικό πεδίο αδιακρίτως, όπως και η πρόταξη – σαν αυτοσκοπούς – των ιδιωτικοποιήσεων όλο και περισσότερων κοινωνικών αγαθών, όλο αυτό το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο με επίκεντρο το κέρδος, που αντιμετωπίζει ακόμα και την υγεία πρωτίστως ως εμπορικό προϊόν, με πλήρη αδιαφορία για την ανθρώπινη υπόσταση, αρχίζει εμφατικά να αμφισβητείται, ακόμη και από πάλαι ποτέ υπέρμαχούς του. Το αόρατο χέρι της αγοράς, φαίνεται, δεν ήταν καλά πλυμένο.

Η τραγική κατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα δεν αποτελεί είδηση. Η Ευρώπη της λιτότητας και των μνημονίων, σε συνεργασία με τις πρόθυμες κυβερνήσεις της κρίσης, δε δίστασαν να απολύσουν σωρηδόν γιατρούς και νοσηλευτές, να κλείσουν χειρουργεία, κλίνες ΜΕΘ (κυρίως σε περιφερειακά νοσοκομεία), ή ακόμα και ολόκληρα νοσοκομεία. Εμβληματική ήταν η θητεία του Άδωνι Γεωργιάδη στο υπουργείο Υγείας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δαπάνες του προϋπολογισμού για τη δημόσια Υγεία έφτασαν σε ιστορικά χαμηλά, τη στιγμή που ο ίδιος – υπουργός της κυβέρνησης! – δήλωνε ευθαρσώς πως εκπροσωπεί τον ιδιωτικό τομέα, όταν απέλυε γιατρούς «για να μάθουν τι εστί βερύκοκο», απαξιώνοντάς τους, αποκαλώντας τους «τεμπελχανάδες» κάθε φορά που επεσήμαναν τις ελλείψεις σε υλικό εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό, αξιώνοντας «να μην του παίρνει τη δόξα ο Τόμσεν για τις απολύσεις». Παράλληλα, τα σκάνδαλα και οι εξωφρενικές δαπάνες στον τομέα της υγείας, όπως οι υπερτιμολογήσεις φαρμάκων και οι σκιώδεις συναλλαγές και τοποθετήσεις ημετέρων στο ΚΕΕΛΠΝΟ, δίναν και παίρναν, με την κατασπατάληση χρημάτων, εις βάρος της υγείας των πολιτών.

Τη σκυτάλη πήρε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία έλαβε σειρά μέτρων για την αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας: Κατάργηση του 5ευρου και ελεύθερη πρόσβαση ανασφάλιστων, αύξηση του ορίου δαπανών των νοσοκομείων παράλληλα με το χτύπημα της υπερτιμολόγησης υλικών προς την ορθολογικοποίηση της ταμειακής διαχείρισης, πάνω από 20.000 προσλήψεις σε όλες τις δομές δημόσιας υγείας, επαναλειτουργία δύο περιφερειακών νοσοκομείων και αύξηση των ΜΕΘ από 437 σε 574. Μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση, που και πάλι δεν φτάνουν για ένα συμπαγές σύστημα υγείας. Ωστόσο, η κριτική της ΝΔ ως αντιπολίτευσης δεν εστίαζε στην ανεπάρκεια των μέτρων, αντίθετα διατείνονταν πως το κράτος δεν πρέπει να ξοδεύει τόσα χρήματα στις δομές δημόσιας υγείας, αλλά να τις συρρικνώσει περαιτέρω.
Μέσα στο διάστημα που μεσολάβησε από την εκλογή της Νέας Δημοκρατίας μέχρι που ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού, η κυβέρνηση πρόλαβε να μειώσει τον αριθμό των ΜΕΘ σε 555 και να καταργήσει ή να καθυστερήσει τις προκυρήξεις θέσεων ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στα νοσοκομεία, παραμένοντας πιστή στο νεοφιλελεύθερο δόγμα που θεωρεί πως ακόμα και το δημόσιο αγαθό της υγείας, οφείλει να αντιμετωπίζεται με όρους αγοράς. Και κάπου εκεί, για κακή τύχη όλων μας, έρχεται ο κορωνοϊός.

Ενώ, όμως στα περισσότερα κράτη του κόσμου, και ιδιαίτερα στα ευρωπαϊκά, ακόμα και σκληροπυρηνικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις έχουν αρχίσει, υπό την πίεση της υγειονομικής κρίσης, να αναθεωρούν έμπρακτα τέτοιου είδους πολιτικές – σε πολλά επίπεδα – προς όφελος της δημόσιας υγείας των πολιτών, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να αντιστέκεται μέχρι και σήμερα. Με την επιπόλαια στάση της, όχι μόνο διακινδυνεύει την υγεία πολιτών και γιατρών – τους οποίους κατά τα άλλα «χειροκροτεί» – αλλά δίνει ταυτόχρονα κάλυψη στους μεγαλοκαρχαρίες του ιδιωτικού τομέα να αποκομίσουν κέρδη εν μέσω της πρωτοφανούς αυτής καταστροφής.

Αντί να προχωρήσει σε επίταξη ιδιωτικών κλινικών, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες, για το διάστημα της κρίσης, νομοθετεί στη βάση της «ενοικίασης» αυτών. Για να το κάνει χειρότερο, διπλασιάζει το «ενοίκιο» από 800€ σε 1.600€! Αντίστοιχα, αντί να ενισχύσει τη δωρεάν εξέταση σε όσο μεγαλύτερο τμήμα των ύποπτων κρουσμάτων γίνεται και να αντιμετωπίσει την έλλειψη αντιδραστηρίων των δημοσίων νοσοκομείων, νομοθετεί την παροχή 30.000.000€ σε ιδιωτικά εργαστήρια για τη διεξαγωγή του τεστ, παρακάμπτοντας την προσφορά τριων δημόσιων πανεπιστημίων για την παροχή στην κυβέρνηση δωρεάν τεστ. Να θυμίσουμε ότι απ’ την αρχή της κρίσης, τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα κοστολογούν τα σχετικά τεστ μέχρι και 300€, αναδεικνύοντας για ακόμη μια φορά το αντικοινωνικό πρόσωπό τους, με την κυβέρνηση να μην κάνει καμία παρέμβαση για να τιθασεύσει την υπερτιμολόγηση.

Τη στιγμή, λοιπόν, που η μέριμνα για τα κέρδη των ιδιωτών στην υγεία είναι αυξημένη, δεν συμβαίνει το ίδιο για τα δημόσια νοσοκομεία. Η μία πίσω απ’ την άλλη δημοσιεύονται καταγγελίες διοικητών νοσοκομείων, ιατρικών συλλόγων, γιατρών και νοσηλευτών, οι οποίοι κάνουν δραματικές εκκλήσεις για τα ελάχιστα απαραίτητα, δηλαδή μάσκες, γάντια και λοιπό εξοπλισμό. Τη στιγμή που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προβλέπει πακέτα ενίσχυσης για τους κλινικάρχες, δεν προχωρεί σε μαζικές προσλήψεις γιατρών και λοιπού υγειονομικού προσωπικού, όπως επιτάσσει η κρισιμότητα της κατάστασης, παρά τους ζητεί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εθελοντικά – ανταμοιβή τους, τα χειροκροτήματα στα μπαλκόνια.

Ευτυχώς, φαίνεται να προχωρούν σε αυξήσεις των απελπιστικά ανεπαρκών ΜΕΘ (λιγότερες από 600 για πληθυσμό 11.000.000). Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα, ο ανεπαρκής υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας – ο οποίος ορθά έχει εναποθέσει πλήρως τη διαχείριση της κατάστασης στον επιστημονικό συνεργάτη του ΕΟΔΥ, κ. Τσιόδρα – δέχτηκε τις προτάσεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, για άμεσο πολλαπλασιασμό των ΜΕΘ, ενώ κυβέρνηση και αντιπολίτευση βρίσκονται σε έναν διαρκή και συναινετικό δίαυλο επικοινωνίας, χωρίς να λείπουν οι εντάσεις και η εκατέρωθεν κριτική.

Η προσκόλληση στην περιφρόνηση της δημόσιας υγείας, όχι από καπρίτσιο αλλά πάντοτε προς όφελος των κερδών της ιδιωτικής, δεν μπορεί να συνεχιστεί – κι αυτό το καθιστά σαφές περισσότερο από κάθε άλλη φορά καθημερινά ο κορωνοϊός. Η διαρκής αποδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού να διαχειρίζεται κεντρικά τόσο νευραλγικούς τομείς αποδείχθηκε πως μπορεί να αποβεί καταστροφική σε περιπτώσεις έκτακτων συνθηκών, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα.
Ας ελπίσουμε πως δεν θα καταλήξουμε Ιταλία και θα αποφύγουμε τη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων το επόμενο διάστημα. Σε αντίθετη περίπτωση, θα χρειαστεί να απαντηθεί το καυστικό πλην όμως επίκαιρο ερώτημα «ποιος απειλεί περισσότερο τη δημόσια υγεία: Ο κορωνοϊός ή ο δεξ…ιός;».

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το