Τοπικά

Συνταξιούχος ναυτικός γράφει στίχους …με αύρα θαλασσινή

Με καταγωγή από την Αγία Κυριακή Τρικερίου, ο Γιάννης Μαλασιώτης, 62 ετών σήμερα, στα νιάτα του ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με πολλούς συντοπίτες του. Γύρισε τις θάλασσες όλου του κόσμου, αλλά ακόμη και τώρα που σταμάτησε να ταξιδεύει κι έχει πιάσει στεριά, δεν έχει πάψει να γράφει στίχους, μια συνήθεια που κρατάει από την εποχή που ήταν νέος.
Τα ακούσματα που είχε από παιδί, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να λατρέψει τη μουσική και να καθορίσουν τη μετέπειτα πορεία του. Τη δεκαετία του ’60 βρέθηκε κοντά στον Κώστα Νιαώτη, γνωστό και με το προσωνύμιο Σινάνης, ο οποίος ήταν από τις Αφέτες, αλλά βρέθηκε στην Αγία Κυριακή, στις εσχατιές του Παγασητικού. «Ο Σινάνης πέθανε 86 χρονών. Ήταν φοβερός ψαράς, έβγαζε πολλά χταπόδια. Χόρευε ζεμπέκικο κρατώντας μαχαίρια, όπως οι παλιοί μάγκες. Τον λογάριαζα σαν παππού μου, παρότι δεν είχαμε συγγένεια εξ αίματος. Είχε μία γυναίκα ανάπηρη και την πρόσεχε η γιαγιά μου, που είχε χηρέψει από τα σαράντα δύο της χρόνια. Ο άντρας της είχε πνιγεί στο ναυάγιο του «Δόξα», ενός τρικεριώτικου σφουγγαράδικου. Πέντε άτομα είχαν πνιγεί τότε, ανάμεσά τους και ο αδερφός του πατέρα μου. Το 1957 έγινε αυτό στα Γιούρα, αγέννητος ήμουν ακόμη. Το ‘χω γράψει και τραγούδι. Με τα χρόνια άρχισα να φωνάζω παππού τον Σινάνη, ο οποίος ήταν εξαίρετος λαουτιέρης».

Στα χρόνια του ξενιτεμού, δεν έπαψε στιγμή να γράφει στίχους. Έχει γεμίσει αμέτρητες σελίδες με τραγούδια, ενώ όταν έχει έμπνευση, σημειώνει τις σκέψεις του μέχρι και σε χαρτοπετσέτες ή κουτιά από τσιγάρα. Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να γράφει ακατάπαυστα. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έχει γράψει κοντά στα 970 τραγούδια, χάρη σε μία συνήθεια που κρατάει σχεδόν μισόν αιώνα. Από την εποχή που άφησε την Αγία Κυριακή και από το γραφικό ψαροχώρι του Πηλίου εγκαταστάθηκε στον Βόλο, όπου βρέθηκε στις Τεχνικές Σχολές. «Τα βολιώτικα παιδιά, έχουν μάλαμα καρδιά. Και πονάνε, κι αγαπάνε, μα τις νύχτες τραγουδάνε. Έτσι αγάπησα κι εγώ, στου Βόλου τα σοκάκια, μια όμορφη κοπελιά, με πράσινα ματάκια», θυμήθηκε την πρώτη στροφή ενός από τα τραγούδια που σκάρωσε στα νεανικά του χρόνια.

Το 1976 έκανε το πρώτο μπάρκο, λίγο πριν κλείσει τα δεκαοκτώ του χρόνια. Τότε βρέθηκε σ’ ένα φορτηγό πλοίο του Μποδοσάκη, που εκτελούσε δρομολόγια στη Θεσσαλονίκη. Στο πλήρωμα ανήκε και ο πατέρας του, Νίκος Μαλασιώτης, που έφυγε από τη ζωή πριν από μία εξαετία. «Βασανισμένοι άνθρωποι οι γονείς μου, αφού πλήρωσαν πολύ ακριβά το γεγονός ότι ήταν αριστεροί. Εξορία, ξύλο, πέρασαν καταστάσεις που δεν πρέπει να ξανάρθουν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μεσολάβησε η στρατιωτική θητεία και επέστρεψε στο ναυτικό επάγγελμα, δουλεύοντας μέχρι και σε ποντοπόρα πλοία, αλλά και σε κρουαζιερόπλοια που πήγαιναν από την Καλιφόρνια στο Μεξικό. Επί αμερικανικού εδάφους μάλιστα, βρέθηκε και στο πάλκο. «Δούλευα στο μαγαζί ενός Κρητικού, του Γιάννη Σαντιδάκη. Η μητέρα μου, μάλιστα, καταγόταν από την Κρήτη, ένα χωριό έξω από τα Χανιά. Στην Αμερική κάποτε τραγούδησα μαζί με τη Βούλα Πάλλα, σπουδαία ερμηνεύτρια, με θεσπέσια φωνή», θυμήθηκε.

«Η ζωή μου όλη είναι ένα τραγούδι, ενώ η αγκαλιά μου μοιάζει με ωκεανό. Χωράει όλον τον κόσμο», θα πει στη συνέχεια ο Γιάννης Μαλασιώτης, ο οποίος στους συγχωριανούς του είναι γνωστός και ως «Εγγλέζος». «Όταν ήμουν έξι-επτά χρονών, έρχονταν στα μέρη μας Βρετανοί τουρίστες. Χωρίς να ξέρω τη γλώσσα τους τότε, πήγαινα στα σκάφη τους και έκανα τα ψώνια για λογαριασμό τους. Πήγαινα στα μπακαλικάκια του χωριού και αγόραζα όσα χρειάζονταν. Μακαρόνια, κονσέρβες κ.α. Έβγαζα χαρτζιλίκι, αφού με πλήρωναν καλά για τον κόπο μου», εξομολογήθηκε με χαμόγελο, σαν έφερε στη θύμησή του τις εικόνες εκείνες από το καρνάγιο της Αγίας Κυριακής, που στάθηκαν αφορμή για το παρατσούκλι που κουβαλάει μέχρι σήμερα.
Ο συνταξιούχος, πλέον, ναυτικός, που αποχώρησε ως τρίτος μηχανικός από τα καράβια, έχοντας χορτάσει εμπειρίες από τα ταξίδια, αλλά και τη ζωή του που τη γεύθηκε στο έπακρο, συνεχίζει να γράφει. «Δεν σταματώ στιγμή. Ειδικά όταν βρίσκομαι πάνω σε κάποιο καϊκάκι και με χτυπήσει η θαλασσινή αύρα, είναι το καλύτερό μου», ανέφερε χαρακτηριστικά, φανερώνοντας το πάθος του για τη θάλασσα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το