Θ Plus

Συνοικία «ο Λυγερός» – Η Ανάληψη στη δεκαετία του ’50

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Σάββατο απομεσήμερο, κάτω από την τζανεριά κι ενώ φεύγουν με ταχύτητα γύρω από τα μάτια μου ειδήσεις και σχόλια από τη σαββατιάτικη έκδοση και καθώς τριζοβολούν τα τζιτζίκια και στάζουν ρανίδες από μελιτούρα, με παίρνει ένα χαυνωτικό λιγοΰπνι και με πάει κατευθείαν μισόν αιώνα πίσω, κάτω από μιαν άλλη τζανεριά, με τα ίδια «αιωνόβια» τζιτζίκια που αρχίζουν και με ξεσηκώνουν για «μυθικά» ταξίδια.
Τότε σηκώνομαι, τινάζω τη μελιτούρα από πάνω μου και βγαίνω στον δρόμο κλείνοντας πίσω μου τη βαριά ψηλή ξυλόπορτα που κρύβει τη θέα της αυλής και όλη τη διαδρομή της επτασφράγιστης ιστορίας της.
Παίρνω τότε να σεργιανώ στους σκονισμένους δρόμους και ν’ αφουγκράζομαι τους μικρούς αστάθμητους ήχους και τις εικόνες που γεννάει η μαμή των γεγονότων.
*
Χαμόσπιτα, μικρομάγαζα, αλάνες, μπαξέδες, μα κι εκκλησιές σακάτισσες, γερτά κωδωνοστάσια, παράσπιτα από τσατμά και ντουβάρια λυγισμένα απ’ τους σεισμούς.
Φαρδιοί δρόμοι, με κομμάτια από λιανή άσφαλτο, σκόνη που κυματίζει και σκόνη που κάθεται σα γριά στην κουπαστή του δρόμου, σε νεροφαγιές, γλυμμένα κράσπεδα και ξεραμένα σχήματα λάσπης, πλάι σε κουτιά πεταμένα, σιγαρέττων Ματσάγγου.
Πατίνια, ποδήλατα και κάρα, σε χαμώγεια και σε τρύπες, σε λεωφόρους και παράδρομους. Ψιλικά με τσατσάρες, φουρκέτες, καραμέλες ραντεβού, ροζ, πράσινες, «Μάσκες», «Μυστήριο» και «Μικρό Ήρωα» κι επιμελώς κρυμμένα προφυλαχτικά, σε χρυσόχαρτο ή χύμα, τυλιγμένα σαν καραμέλες, στιλβωτήριο «Ο Μωριάς», κουρείο «Το χρυσό ψαλίδι», το χασάπικο του Σεραφείμ, ο φούρνος με τα κούτσουρα, το γαλατάδικο του βλάχου από το Περιβόλι Γρεβενών, φύλλον κρούστας «Ο Κράλιεβιτς», του Λατόπουλου το μαγέρικο, το ραφείο του Πολυκανδριώτη και βέβαια του Λυγερού ο καφενές με τα μπιλιάρδα με τα εκτός νόμου φλιπεράκια.
Κι απέναντι το τσατμαδένιο παρεκκλήσι, πλάι στην ισοπεδωμένη εκκλησιά.
Ποδήλατα ολοκαίνουργια, κουρσάκια κλασικά ή ποδόφρενα, κάτι παράξενες μάρκες, Βίσμαρκ και Γκόρνικ, φλορέτες, ζουντάπια, μοτοσακό, γκαζωμένα μαρσάρουν στις ευθείες εκκωφαντικά.

Εικαστική παρέμβαση σε παλιό σπίτι της Βάβουλας

Κλειστός ο Αξελός, ο Μουρτζούκος, ο Γκλαβάνης, τα φουγάρα δε μουγγρίζουν πια.
Τριζάτα κάρα και χειράμαξες, τροχιστές, γανωτήδες και μπαξεβάνοι, με κατράμι το κορμί από τον ήλιο ή τη μουτζούρα.
Χύμα τα ρεπανάκια, οι μελιτζάνες κι ο άνηθος κι οι άλλες μυρωδιές απ’ το μποστάνι, ανακατεμένες, αψιές, κιμπάρικες μυρωδιές.
Άλογα με φίμωτρα και παρωπίδες, γκέμια, φάλαρα και χάμουρα, κορδελιασμένα γύρω από τις χαίτες.
Τα χαλύβδινα πέταλα που βροντούν σα μακρινοί κεραυνοί κι η βαριά μυρωδιά της φρέσκιας κοπριάς που φτιάχνει μια δυσώδη γραμμή κατά μήκος του δρόμου.
Σκεπάζει η νύχτα την κούραση του Σαββάτου, οι εμποροϋπάλληλλοι κι οι καπνεργάτες μαζεύονται σε καφενεία να παίξουνε κοντσίνα ή ξερή.
*
Χαράζει η άγια Κυριακή. Αντίς εργάτες, γιομίζουν οι δρόμοι μαύρες μπόλιες. Γριές κυρτές, απ’ την οστεοπόρωση αιώνων και τα μοιρολόγια της κατοχής. Λίγο πριν δύσει η βιοτή τους κοιτάζουν κατάματα την ψυχή και παίρνουν τους δρόμους για τη σωτηρία της. Μισθώνουν στασίδια κι εξαγοράζουν θέση ορθίου στον παράδεισο.
Σιγά – σιγά η συνοικία λαμπαδιάζει από φωνές και γέλια, τα μαγαζάκια με τα σιδερένια ρολά κατεβασμένα, οι αμπάρες και οι σύρτες τραβηγμένοι και μόνο ο καφενές αγκομαχάει από σκόρπιες φωνές, βρισιές, καπνούς, όλα πεταμένα χύμα, ο Λυγερός που σέρνει τα τραπέζια με τα βαριά σιδερένια τρίποδα κι οι καρέκλες που γδέρνουνε τις πλάκες, στο παραγώνι το «τζου-μποξ», η λυπητερή του Στελάρα στ’ απάνω της και λίγο παραπέρα το φλιπεράκι με τον κουλοχέρη, κάποιοι γερόντοι καπνίζουν αμίλητοι απ’ το πρωί και κάποιοι άλλοι κοιτάζονται στ’ άδεια μάτια, απορημένοι «πώς έφυγε, ρε Μήτσο, η ζωή», από το νάρθηκα γλιστράει ο χορός των ψαλμών, κι ο πλάγιος, λίγο φάλτσος απ’ τον ηλικιωμένο παπα-Βάγιο, που καβατζάρησε τα ογδόντα, το παιδομάνι που ξεσχίζει το φαντό της λειτουργίας, σφυρίζοντας, αγκομαχώντας κι ολολύζοντας και στη μέση όλων ο βαφτιστήρας που ανεμίζει δεκάρες και πενηντόλεπτα, μπροστά από τα σμάρια των γαβριάδων που αλαλιάζουν, ποδοπατιούνται και ξεσκίζονται, για να τα πιάσουν στον αέρα.
Σχολνάει η λειτουργία και βγαίνει από το παράπηγμα του ναού το εκκλησίασμα, με βήματα νωχελικά, συλλογισμένο απ’ το κήρυγμα που το θυμάται όσο να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο κι ύστερα το μόνο που μένει είναι τα μπουκωμένα στόματα από τα ευλογημένα αντίδωρα.
Κάποιοι οδεύουν στον αντικρινό καφενέ του Λυγερού για ένα τσίπουρο και μεζεδάκι από τουρσί και λίγη ζαργάνα απ’ τη Μιτζέλα. Τραβάνε την τσάκιση απ’ το παντελόνι να καθίσουν, σιάζουν στο λακάκι του λαιμού τους τη γραβάτα που βγήκε απ’ το σεντούκι, ράβουνε κουβέντα ήπια στην αρχή που δεν αργεί, λόγο στο λόγο, ν’ ανάψει τα πάθη, να χρωματίσει τους φανατισμούς, για τις ομάδες, τα κόμματα ή τις Μεγάλες Δυνάμεις και τότε να δεις πώς σφίγγονται οι γροθιές, πώς κοκκινίζουνε οι φλέβες.
Το μεσημέρι στα πεταχτά στήνονται σ’ ένα τραπέζι ανήσυχο, τρώνε από υποχρέωση, με τη «μισή» μπροστά και το κοκκινιστό στην πιατέλα, ενώ το ραδιάκι στο πλάι υπενθυμίζει το βασικό χρέος της μέρας που δεν είναι άλλο από το ματς του Αναύρου ή του Συνοικισμού.
*
Νωρίς το απόγεμα συγκρούονται οι τοπικές ομάδες, όλη η συνοικία ζει στον ρυθμό του αγώνα, τα παιδιά και οι άντρες οδεύουν στο γήπεδο, μ’ ένα κομμάτι πίτα στο λαδόχαρτο, για το ημιχρόνιο, και τα πρόσωπα στενεύουν από την αγωνία.
Οι γυναίκες καρφώνονται στα κατώφλια, καμαρώνουν την αγωνία των αντρών, με μια ακαταμάχητη λαχτάρα, περιμένοντας οι δόλιες τον γαμπρό, τον εραστή, το φίλο, γι’ αυτό και στολίζονται με τα καλύτερα πλουμίδια, βάφονται και βγάζουν απ’ το μπαούλο τις κλαρωμένες φούστες, περνάν στα τσίνορα λίγο από το ακριβό και δυσεύρετο ρίμελ, ένας μυρωμένος αέρας ερωτισμού κι ακαθόριστης ζάλης πλανιέται στα σοκάκια που οδηγούνε στο γήπεδο.
Μέσα στο γήπεδο πια, με ή χωρίς εισιτήριο, απέξω στα ντουβάρια σκαρφαλωμένοι ή στον όχτο του χειμάρρου, όρθιοι (μπασμένοι από τις τρύπες) σχεδιάζουν την τακτική της ομάδας, ως αυτόκλητοι προπονητές, φωνάζουν τ’ όνομα της αγαπημένης ομάδας, βρίζουν τ’ απέναντι μπουλούκια που ήρθαν από τα μέρη της Ανατολής, εκείνοι πάλι απορούν περνώντας στην αντεπίθεση βρίζοντας αόριστα την πόλη, μια παράξενη γεύση από αναμονή τους σαρκώνει όλους, πλήθος εικόνες εισορμούν, ολότελα αρσενικές, κάποιοι χαίρονται, κάποιοι θυμώνουν κι εξοργίζονται, με ή χωρίς λόγο, οι ομάδες βγαίνουν επιτέλους, ιαχές, χειροκροτήματα, αποδοκιμασίες, τα λαρύγγια εξασκούνται στη διαπασών, φτάνουν οι αντίπαλοι στη σέντρα, έρχεται με βήματα μελετημένα ο διαιτητής με το μουστάκι, κρεοπώλης ή υπάλληλος μηχανουργείου, στρίβει τη δεκάρα, επιλέγουν οι αρχηγοί τα γκολπόστ, οι ιαχές κοπάζουν σαν δίνεται το εναρκτήριο λάκτισμα, οι ντρίμπλες ζωγραφίζουν στο χώμα, τα τακουνάκια εξαερώνουν το πάθος, βολίδες φεύγουν από δυνατούς μηρούς και τα πλονζόν αρχίζουν απ’ τους τερματοφύλακες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, μυρίζει ο αιθέρας ιδρώτα και καμφορά, που έβαλε στην επιγονατίδα πριν αρχίσει το ματς ο μασέρ, οι τραγιάσκες βγαίνουν κι ανεμίζουν στις κερκίδες, στο κάθε γκολ, τα παντελονάκια δεν έχουν λάστιχο στη μέση και πέφτουν έως τα γόνατα κι οι φανέλες είναι πάνινες και στενεύουν οι άτιμες τη μέση και μια αλόγιστη περηφάνια για τις αμυχές και τα γδαρσίματα, όλα δοσμένα για τη νίκη και το γόητρο.
*
Tα ύστερα από τον αγώνα, στην πλατεία, στον καφενέ, στην ταβέρνα, με τον γυμνό γλόμπο να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια νικητών και ηττημένων, στο ταβάνι να αιωρούνται οι κριτικές, τ’ άπρεπα λόγια, οι καημοί και τα αχ, βραχνιασμένα κι ατελή και να τινάζονται οι φλέβες, να πλημμυρίζει το πάτωμα από κατοστάρια και καημούς για το οφσάιντ, το «μπενιάλτ», τη σβησμένη γραμμή, τις άτιμες λακκούβες μπροστά από τα γκολπόστ που σκάψανε την μπάλα και φάγαμε το γκολ, πικραμένοι οπαδοί, χαρούμενοι οπαδοί, οπαδοί γενικώς.
Κι έπειτα η ηρεμία της νύχτας, η πόλη που κοιμάται βαριά και γρήγορα, μια πόλη που λένε πως «κοιμάται με τις κότες», καθώς βουίζουν ακόμη τα γκολ και οι χαμένες ευκαιρίες.
Παρέκει τα παιδιά που διαβάζουν έως αργά αυτό που άφησαν τη στερνή ώρα, η γυναίκα που καρυκώνει βιαστικά την κάλτσα, το ζεσταμένο φαΐ πάνω στο καλό τραπεζομάντηλο, με τις κεντημένες βλαχοπούλες, το ραδιόφωνο να λέει ειδήσεις ή το θέατρο της Κυριακής κι ο ύπνος βαρύς με βλέφαρα μαντέμια, να έρχεται απροσδόκητα και μοιραία να σφραγίσει το τέλος των πραγμάτων και των εθισμών, σε μια πόλη που ξυπνάει νωρίς – νωρίς, για ν’ αρχίσει η ρουφιάνα εβδομάδα, του μηχανουργείου, της ανεμότρατας ή του εμπορικού.
*
Στη συνοικία ανάβουν τα πρώτα ασθενικά γλομπάκια μες στον αφόρητο θολό χιτώνα της πρωινής υγρασίας, τα πρωινά φύλλα των εφημερίδων τρυπώνουν κάτω απ’ το σκοτάδι, στις σχισμές των θυρόφυλλων κι ο γαλατάς, στην ώρα του τόσα χρόνια, να στεριώνει το γυάλινο μπουκάλι στο περβάζι, το τσαγκάρικο που ανοίγει δευτεριάτικα νωρίς τα μεγάλα του παντζούρια και ξεχύνονται οι μυρωδιές απ’ τα πετσιά και τις φαλτσέτες, ανοίγει το μπακάλικο του Μιχαήλ που μυρίζει ραφινέλαιο, ξίδι και στοιβαγμένο παστό κι όλες οι βαριές μυρωδιές του στέκουν κρεμασμένες απ’ το φεγγίτη και λαδώνουν τα γύρω κλαδιά απ’ τις ακακίες και τις μουριές μέχρι νάμπει η πρώτη πελάτισσα, με το δεφτέρι στη χούφτα για να ζητήσει ένα τέταρτο ελιές και ξίδι χύμα.
Οι καλημέρες που βγαίνουν δύσκολα κι αποστομίζονται με κόπο σαν άτακτος στρατός από μισθοφόρα προσωπεία και μάσκες βιαστικές ή γερασμένες, η καινούργια βδομάδα μαθές, τα καινούργια βάρη, τα ίδια χρέη, τα ίδια λόγια, με το ίδιο σκληρό αλφάβητο που κυλάει αλύγιστο και φτωχό, στο ίδιο πάντα ρυάκι κι ο χρόνος που φθίνει και λυγάει το δερμάτινο τόξο της ζωής χαράζοντας μια γραμμούλα παραπάνω στο πετσί της πόλης…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το