Τοπικά

Η συγκλονιστική ιστορία ενός ανάπηρου πρόσφυγα – Εργάζεται ως διερμηνέας στον ξενώνα της «Άρσις» στη Μακρινίτσα

Ο Ναντίμ Άχμεντ μεγάλωσε στο Καλέρ, ένα μικρό χωριό του Πακιστάν. Ήρθε στον κόσμο με ένα χέρι και πέρασε τα παιδικά χρόνια του αντιμετωπίζοντας τον χλευασμό των συνομήλικών του, εξαιτίας της εκ γενετής αναπηρίας του. Όταν ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση, συνέχισε τις σπουδές του σε ένα μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο της επαρχίας που ζούσε. Κάθε πρωί δρασκελούσε το κατώφλι του σπιτιού του και πήγαινε τρέχοντας στον μεντρεσέ του Καλέρ, παρότι η οικογένειά του είχε αγοράσει ένα ποδήλατο για τις μετακινήσεις του Ναντίμ. Το τρέξιμο του χάριζε μία αίσθηση ελευθερίας, αφού έτσι ξεχνούσε το πρόβλημα στο αριστερό άκρο. Στα 13 χρόνια πήρε μία απόφαση που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Έφυγε με τα πόδια από το Πακιστάν, με προορισμό την Ευρώπη. Έτσι λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2008 κατέληξε στην Ελλάδα, όπου και ζήτησε άσυλο. Ο Ναντίμ Άχμεντ τα τελευταία εννέα χρόνια μένει μόνιμα στη χώρα μας. Πλέον εργάζεται ως διερμηνέας στον ξενώνα φιλοξενίας ασυνόδευτων ανήλικων της «Άρσις» στη Μακρινίτσα, όπου και διαβίωνε μέχρι την ενηλικίωσή του, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με τον αθλητισμό. Είναι δρομέας μεσαίων αποστάσεων, όντας αθλητής του Γυμναστικού Συλλόγου Βόλου και η ξεχωριστή ιστορία του νεαρού Πακιστανού αποδεικνύει στην πράξη ότι η θέληση για τη ζωή πολλές φορές υπερνικά κάθε εμπόδιο.

Ο Ναντίμ, καθώς άρχισε να αφηγείται τα βιώματά του, θυμήθηκε όσα έζησε παιδί στο Καλέρ: «Γεννήθηκα την 1η Φεβρουαρίου 1996. Έχω μία μεγαλύτερη αδερφή. Εγώ ήμουν δεύτερος στη σειρά και ο πιο μεγάλος από τους γιους. Οι γονείς μου έκαναν έξι παιδιά στο σύνολο. Ο πατέρας μου εδώ και χρόνια βρίσκεται στο Ομάν. Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο εκεί. Είναι μηχανικός στο επάγγελμα. Στο Πακιστάν έχουν μείνει η μητέρα μου, η γιαγιά μου, οι θείοι μου και τα αδέρφια μου. Για έναν συγκεκριμένο λόγο έφυγα από την πατρίδα μου. Γεννήθηκα με ένα χέρι, αφού λείπει το αριστερό άκρο από τη γέννα. Και για εμάς, νομίζουν κάποιοι άνθρωποι πως είναι κατάρα. «Ατυχία από τον Θεό να γεννιέται κάποιος έτσι», λένε πολλοί λόγω της άγνοιας που τους διακατέχει. Ήμουν κάπως πιο απομονωμένος ως παιδί, είναι αλήθεια αυτό. Μόλις ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση, έπειτα βρέθηκα για τέσσερα χρόνια στον μεντρεσέ του Καλέρ, όπως πάνε για εκπαίδευση όλοι οι σουνίτες μουσουλμάνοι. Έμαθα όλο το Κοράνι απ’ έξω. Όμως, ούτε στον μεντρεσέ έγιναν καλύτερα τα πράγματα, αφού εξακολουθούσα να πέφτω θύμα bullying. Έναν χρόνο νωρίτερα είχα μιλήσει στους γονείς μου, ότι δεν άντεχα άλλο αυτή την κατάσταση. Όμως, εκείνοι μου έλεγαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν πολλά πράγματα. Στην αρχή ο πατέρας μου δεν συμφωνούσε, αλλά λίγο πριν κλείσω τα 13 χρόνια μου, κατάφερα να τον πείσω και να ξεκινήσω το ταξίδι μου για την Ευρώπη».

Η ιδέα να αλλάξει τόπο διαμονής προέκυψε από τις συζητήσεις που είχε με έναν συμπατριώτη του, ο οποίος έμενε μόνιμα στη Σουηδία κι έτσι δελεάστηκε από την προοπτική να μετακομίσει μόνιμα στη σκανδιναβική χώρα. «Κάποιος γνωστός μας, οικογενειακός φίλος του πατέρα μου για την ακρίβεια, ζει στη Σουηδία πολλά χρόνια τώρα. Διατηρούσαμε επικοινωνία κάπου-κάπου. Είχαμε μιλήσει και μου είχε πει ότι εκεί η ζωή είναι εντελώς διαφορετική και σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα άκουσα αυτά και έλεγα στον εαυτό μου ότι σε μία τέτοια χώρα δεν θα αντιμετωπίζω προβλήματα, εξαιτίας του χεριού μου», εξομολογήθηκε ο Ναντίμ, ο οποίος στη συνέχεια αναφέρθηκε στο παράτολμο ταξίδι που επιχείρησε, με την οικογένειά του να πληρώνει τα μέλη ενός παράνομου κυκλώματος διακίνησης μεταναστών: «Λαθραίο ήταν το ταξίδι. Αρχικά διέσχισα τα σύνορα του Πακιστάν, και μετά πέρασα κατά σειρά από Ιράν και Τουρκία, προτού καταλήξω στην Ελλάδα. Τις περισσότερες ημέρες ταξίδευα με τα πόδια. Πού και πού, ανέβαινα σε νταλίκα. Άλλη μία φορά μπήκα σε ένα αμάξι με τουλάχιστον 13-14 επιβάτες, μέχρι και στο πορτ-μπαγκάζ υπήρχε κόσμος. Ήταν μέρα Τρίτη, όταν έφυγα από το Πακιστάν. Κόντευε να τελειώσει το καλοκαίρι και πλησίαζε το φθινόπωρο. Ακριβώς δεν θυμάμαι πια την ημερομηνία».

Και συνεχίζοντας τη συγκλονιστική αφήγησή του, ο νεαρός Πακιστανός πρόσθεσε: «Μαζί μου δεν πήρα αναμνηστικά. Για να μην νοσταλγώ και να μην τραβήξει τίποτα πίσω μετά από χρόνια στο Πακιστάν. Έναν απλό σάκο είχα, με δυο-τρία ρούχα και λίγους ξηρούς καρπούς. Φύλαγα κάποια χρήματα επάνω μου, ενώ τα περισσότερα είχε κανονίσει ο πατέρας μου με τον διακινητή. Τα κυκλώματα αυτά υπάρχουν παντού. Τότε οι δικοί μου πλήρωσαν κοντά στις 6.000 ευρώ. Όταν ξεκίνησα το ταξίδι μου ήταν επτά άτομα από το Πακιστάν. Στα σύνορα Πακιστάν-Ιράν συνάντησα κι άλλους. Οι περισσότεροι ήταν από το Αφγανιστάν. Μετά από 25 ημέρες από Πακιστάν βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έμεινα λίγο καιρό, γιατί κάτι έγινε με τον διακινητή. Προέκυψαν οικονομικές διαφορές, ήθελε περισσότερα χρήματα από την οικογένειά μου και με κράτησε σ’ ένα διαμέρισμα. Ήμασταν αρκετά άτομα εκεί. Αργότερα μας μετέφεραν στη Σμύρνη και με μία λέμβο περάσαμε απέναντι στη Σάμο. Μέσα στη βάρκα γνώρισα και Ιρακινούς, Ιρανούς, Αφγανούς και άλλους Πακιστανούς. Έμεινα λίγες μέρες σε ένα κέντρο υποδοχής. Μία εβδομάδα φιλοξενήθηκα εκεί. Μετά μας έδωσαν ένα εισιτήριο για την Αθήνα και ένα χαρτί που μας έλεγε ότι μέσα σε 30 ημέρες έπρεπε να εγκαταλείψω την Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο δεν σκεφτόμουν καν να μείνω εδώ, η χώρα σας ήταν ενδιάμεσος σταθμός, αφού ήθελα να φτάσω στη Σουηδία. Τα Χριστούγεννα του 2008 τα πέρασα στη Σάμο, στο στρατόπεδο που μας είχαν. Με το πλοίο μας πήγαν στην Αθήνα. Έμεινα λίγο καιρό εκεί, σε κάποιους γνωστούς. Τότε πήγα στην υπηρεσία Ασύλου της Διεύθυνσης Αλλοδαπών. Διαβατήριο μαζί μου δεν είχα. Άλλωστε στο Πακιστάν πριν τα 18 χρόνια δεν μπορείς να εκδόσεις επίσημα έγγραφα ή ταυτότητα. Μετά βρέθηκα στη Μυτιλήνη για δουλειά. Όμως δεν είχα χαρτιά μαζί μου και με συνέλαβε η Αστυνομία. Επειδή ήμουν ανήλικος, το 2009 κατέληξα στη Μακρινίτσα. Στον ξενώνα της «Άρσις». Τότε δεν μιλούσα καν ελληνικά. Λίγα αγγλικά κι αυτά όχι πολύ καλά».

Έως το 2011, η σκέψη να διαφύγει από την Ελλάδα δεν εγκατέλειπε τον νεαρό πρόσφυγα, μέχρι που αναθεώρησε την άποψή του: «Τον πρώτο καιρό στο μυαλό μου κυριαρχούσε το πώς θα εγκατέλειπα την Ελλάδα. Αυτή είναι η αλήθεια. Όσο ήμουν στον ξενώνα, έκανα μια-δυο απόπειρες να φύγω, αλλά δεν τα κατάφερα. Θα πήγαινα οδικώς από Σκόπια. Άλλο κύκλωμα αυτό. Περνάει από Σκόπια, Σερβία και Βουλγαρία. Τότε είπα στον εαυτό μου: «Φτάνει, ως εδώ». Πήγα στο σχολείο, έβγαλα δημοτικό μετά πήγα εσπερινό γυμνάσιο. Τώρα πηγαίνω νυχτερινό ΕΠΑΛ στο Φυτόκο. Η πρώτη ειδικότητα που επέλεξα είναι βοηθός φαρμακοποιού, ενώ η δεύτερη επιλογή είναι βοηθός φυσικοθεραπευτή. Τα μαθαίνω ακόμη τα ελληνικά. Προσπαθώ, είναι δύσκολη γλώσσα. Φέτος συμπληρώνω έξι χρόνια στον ξενώνα. Έχω δει πολλά παιδιά. Αυτή τη στιγμή είμαι ο πιο παλιός. Εδώ και ενάμιση χρόνο μένω μόνος μου στον Βόλο. Στην «Άρσις» δουλεύω ως διερμηνέας και μεταφραστής. Πριν δύο χρόνια εκδόθηκε και η απόφαση στο αίτημά μου για άσυλο. Τώρα έχω ελληνικό διαβατήριο. Πλέον έχω όλα τα χαρτιά και κάρτα παραμονής. Μπορώ να ταξιδέψω οπουδήποτε θελήσω, εκτός από το Πακιστάν».

Η ενασχόλησή του με τον αθλητισμό προέκυψε πριν από μία τριετία, με τον δρομέα του Γ.Σ. Βόλου να λέει: «Από μικρό παιδί το ονειρευόμουν. Μου αρέσει ο αθλητισμός. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έτρεξα. Ήταν σε αγώνα της «Φλόγας». Ένιωθα αμηχανία από τον πολύ κόσμο. Πέρυσι πήγα να αλλάξω άθλημα, να κάνω άλματα, τριπλούν και μήκος, αλλά έβγαζα πολλούς τραυματισμούς και άφησα την προσπάθεια. Τώρα θα δοκιμάσω 800 και 1.500 μέτρα. Βρήκα μεγάλη κατανόηση στον Γυμναστικό. Όλοι με βοήθησαν από την πρώτη στιγμή. Ειδικά η πρώτη προπονήτριά μου, η κ. Ράνια Σιδηροπούλου. Είχα άγχος για το πώς με βλέπουν οι γύρω μου. Με προβλημάτιζε η εικόνα μου. Με την προπονήτρια μιλούσαμε με τις ώρες πάνω σ’ αυτό το θέμα και σιγά-σιγά άρχισα να το ξεπερνάω. Την ευχαριστώ γι’ αυτό, όπως και τον τωρινό προπονητή μου κ. Χρήστο Λιάκα, αλλά και την κ. Ιωάννα Ρεπανά, συντονίστρια στην «Άρσις». Μέχρι τώρα έτρεχα σε αγώνες με αρτιμελείς, αλλά φέτος θα δοκιμάσω και στον ειδικό αθλητισμό».

Ο Ναντίμ Άχμεντ παρά το νεαρό της ηλικίας του, δείχνει κατασταλαγμένος για τη ζωή, από την οποία πήρε πολλά μαθήματα: «Τόσα χρόνια στην «Αρσις», αλλά και με τη δική μου περιπέτεια, κατέληξα στο εξής: Το να είσαι καλός άνθρωπος, δεν εξαρτάται ούτε από τη θρησκεία, ούτε το χρώμα κάθε ανθρώπου. Αρκεί να το ’χεις μέσα σου. Αν σκέφτεσαι καθαρά, δεν θα έχεις πρόβλημα με τον απέναντί σου. Έχω δει πολλά πράγματα στη ζωή μου, ατελείωτα. Όμως, εκείνο που έμαθα είναι ότι όταν είσαι καλός, σου συμβαίνουν και όμορφα πράγματα».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το