Πολιτισμός

Συγκινήσεις από την ταινία «Μήλα» – Ο πόνος της απώλειας συνδέεται με τη μνήμη

Της Μαρίας Αλμπανίδου,
νομικού MSc ποιήτριας

Καλημέρα, καλημέρα αγαπημένες φίλες και αγαπημένοι φίλοι! Την Πέμπτη που μας πέρασε, πήγα και είδα στην υπέροχη «Εξωραϊστική» μία πραγματικά συγκλονιστική ταινία, ελληνική, τα «Μήλα», ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη του Χρήστου Νίκου, το ντεμπούτο του οποίου έκανε αίσθηση στο Φεστιβάλ Βενετίας, αφού έγραψε ιστορία ως η πρώτη ελληνική ταινία που άνοιξε το διεθνές διαγωνιστικό τμήμα Ορίζοντες. Ακολούθησαν οι διθύραμβοι της διάσημης ηθοποιού Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία ανέλαβε προσωπικά την προώθηση της ταινίας στις ΗΠΑ ως executive producer. Και έπειτα, τα «Μήλα» επιλέχθηκαν ως η επίσημη ελληνική πρόταση στα 93α βραβεία Όσκαρ, για να φτάσουν λίγο πριν τις οριστικές υποψηφιότητες στην κατηγορία καλύτερης ξένης ταινίας.

Τα «Μήλα» είναι συμπαραγωγή Ελλάδας, Πολωνίας, Σλοβενίας και υποστηρίζεται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Το σενάριο είναι του Χρήστου Νίκου και του Σταύρου Ράπτη. Ερμηνεύουν ένας ανεπανάληπτος Άρης Σερβετάλης, η Σοφία Γεωργοβασίλη, η Άννα Καλαϊτζίδου και ο Αργύρης Μπακιρτζής.
Ο Χρήστος Νίκου δίνει μια συνέντευξη στο περιοδικό «Αθηνόραμα» στους Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο και Χρήστο Μήτση στις 3/6/2021 και λέει χαρακτηριστικά:
Οι περισσότεροι σε γνωρίζαμε ως «ο βοηθός του Γιώργου Λάνθιμου». Πώς ξεκίνησε όμως η ενασχόλησή σου με το σινεμά;
Τα πάντα καθορίστηκαν από τη στιγμή που είδα για πρώτη φορά το «Truman Show». Έκτοτε ήξερα μέσα μου τι ήθελα να κάνω. Να δημιουργώ κινηματογραφικούς κόσμους από την αρχή, πειράζοντας γνώριμα συστατικά των κοινωνιών όπως τις ξέρουμε. Όταν έγινα 18, λοιπόν, προσπάθησα να σπουδάσω κινηματογράφο, αλλά για οικονομικούς λόγους δεν μπόρεσα. Έτσι, έδωσα πανελλήνιες και πέρασα στο Οικονομικό της Νομικής. Ήθελα όμως να βρω τρόπο να ασχοληθώ με το σινεμά, παρότι δεν ήξερα πώς. Μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως αγαπημένοι μου σκηνοθέτες, τότε, όπως ο Γουόνγκ Καρ-Βάι και ο Τομ Τίκβερ είναι αυτοδίδακτοι. Οπότε σκέφτηκα, ΟΚ, αφού μπορούν να το κάνουν αυτοί, θα το κάνω κι εγώ. Ξεκίνησα βλέποντας όλη μέρα ταινίες, τα πάντα… Κάποια στιγμή εκείνη την περίοδο διάβασα στο ίντερνετ τη σύνοψη του «Κυνόδοντα», η οποία αμέσως μου φάνηκε εξαιρετική. Ένιωσα πως αυτή είναι μια ταινία, στην οποία πρέπει να δουλέψω. Για αυτό, χωρίς να ξέρω κανέναν απολύτως στον χώρο, πήρα τηλέφωνο στην εταιρία παραγωγής και ζήτησα να δουλέψω στην ταινία ως βοηθός σκηνοθέτη. Κλείσαμε ραντεβού και χάρη στον συνδυασμό τύχης και όσων κινηματογραφικών γνώσεων είχα τότε, έπιασα δουλειά.

Αλλά ας δούμε λίγο την υπόθεση του έργου: Ένας 40χρονος άντρας τριγυρίζει στο απεριποίητο, ακατάστατο διαμέρισμά του με εμφανή σημάδια κατάθλιψης. Κλείνει την πόρτα πίσω του και βγαίνει στον δρόμο μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια. Σε έναν κόσμο αλλόκοτο. Σε μια Αθήνα χτυπημένη από μία ανεξήγητη πανδημία, οι κάτοικοί της, ξαφνικά, ξεχνούν. Ποιοι είναι, τι κάνουν, πού πήγαιναν, πού είναι το σπίτι τους, υπάρχει κάποιος που τους περιμένει; Ο ήρωας αποκοιμιέται στη νυχτερινή διαδρομή του αστικού λεωφορείου κι όταν ξυπνά στο τέρμα, έχει φτάσει κι ο ίδιος στο δικό του. Χαμένος. Ένα ακόμα κρούσμα. Το Νο 14842. Γιατροί τον περιμαζεύουν και τον οδηγούν στα ειδικά κέντρα αποκατάστασης μνήμης. Όλοι στα γύρω δωμάτια, γυναίκες και άντρες, διαφορετικών ηλικιών, χωρίς ταυτότητα, περιμένουν να τους αναζητήσουν οι αγαπημένοι τους. Εκτός κι αν κι εκείνοι πάσχουν από την ίδια μυστηριώδη αμνησία. Εκτός κι αν δεν τους αγαπά κανείς.

Οι μέρες περνούν, κι ο μοναχικός άντρας θα δεχθεί να πάρει μέρος σ’ ένα πειραματικό πρόγραμμα μιας ομάδας θεραπευτών που θέλει τους ασθενείς να ξαναχτίζουν τη ζωή και τις αναμνήσεις τους από την αρχή. Νέο διαμέρισμα, νέα ρούχα, νέα ταυτότητα και ένα speed-course εκμάθησης εμπειριών – μια σειρά από ασκήσεις στον έξω κόσμο. Μια βόλτα με ποδήλατο, μια ταινία, ένα one night stand. Κάθε φορά που ολοκληρώνουν μια αποστολή, θα βγάζουν μια polaroid – ως απόδειξη, ως κερδισμένο ενθύμιο. Ο άντρας ακολουθεί τις οδηγίες με μουδιασμένη πειθαρχία. Με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Με την ίδια θλίψη. Το μόνο που μοιάζει να τον συνδέει ενστικτωδώς με το πριν, το μόνο που του προσφέρει μία οικεία αίσθηση εαυτού, είναι η αγάπη του για τα μήλα. Από τον τρόπο που τα καθαρίζει και τα απολαμβάνει, του ξεφεύγει μια μικρή λαχτάρα για ζωή. Πόσο ειρωνικό ότι, όπως λέγεται, τα μήλα βοηθούν τη μνήμη. Ο ίδιος όμως μόλις το μαθαίνει, σαν να μη θέλει να ξαναθυμηθεί, για πρώτη φορά αγοράζει πορτοκάλια.
Η ταινία αναφέρεται στη μνήμη και πώς λειτουργεί επιλεκτικά και πώς διαγράφει κάτι που μας πληγώνει. Ο πόνος της απώλειας συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία της μνήμης. Όσο δυνατότερες είναι οι αναμνήσεις που σε δένουν με αυτό (ή αυτόν) που έχει χαθεί, τόσο πιο επώδυνη φαντάζει και η απουσία του. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να προσπαθεί τόσο διανοητικά, όσο και ψυχολογικά (η απώθηση στο υποσυνείδητο) να διαγράψει κομμάτια του παρελθόντος του, τα οποία τον πληγώνουν. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε την ταινία «Μήλα», μέσα από την προσπάθειά του να διαχειριστεί την απώλεια του πατέρα του. Και στην ταινία άλλωστε όπως θα δούμε στο τέλος υπάρχει κάποια απώλεια και από εκεί ξεκινάνε όλα.
Είναι μια νοσταλγική και συγκινητική ταινία, μια παραβολή για τη βαθιά μοναξιά των τελευταίων, πεισμωμένων ρομαντικών. Των νοσταλγών. Αξίζει να τη δείτε! Θα συγκινηθείτε βαθιά!
Και όπως λέει και ο σκηνοθέτης της ταινίας Χρήστος Νίκου «είμαστε όλα όσα δε ξεχνάμε».
Καλή σας θέαση!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το