Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Ο περίπατος στους δρόμους της παλιάς Νέας Ιωνίας τελείωσε…
Ένας περίπατος αγάπης και νοσταλγίας που κράτησε σχεδόν 2 χρόνια, που έδωσε εικόνες, ζωγράφισε μνήμες, ανέστησε πρόσωπα της καθημερινότητας και κράτησε συντροφιά με την κυριακάτικη παρουσία του στην εφημερίδα. Δεν ήταν περίπατος σε μεγάλους δρόμους. Ήταν σε χωμάτινους αυλακωμένους από τα βροχόνερα, χωρίς ρείθρα και πεζοδρόμια, με κάποιες μουριές μόνο με άσπρα μούρα, χαρά και ευλογία για τα παιδιά και τους μεγάλους.
Στην αρχή ξεκίνησα τον περίπατο μόνη μου, χωρίς να ξέρω πού θα με βγάλουν τα πατήματα… Ξεκίνησα όμως να περπατάω στην αρχή σιγά και επιφυλακτικά κι ύστερα είχα και συνοδοιπόρους, ανθρώπους μεγαλύτερους σε ηλικία, με δυνατή μνήμη και ταλέντο στην αφήγηση, τον Μανώλη Παρασκευά, τον Γιάννη Κονταξή και μαζί τους τα βιβλία του Δημήτρη Κωνσταντάρα Σταθαρά, ακολουθούσα τους δρόμους που μου έδειχνε το ένστικτο και η καρδιά μου: Τους πιο αγαπημένους, τους πιο γνωστούς, τους πιο περπατημένους, αυτούς που θύμιζαν την παιδική μου ηλικία, αυτούς που θύμιζαν τη μικρή Βασιλεία.

Στη Μαιάνδρου με τον Μένιο Σταφυλά

Κι ύστερα πώς ξεθάφτηκαν τόσες μνήμες, πώς λαμπικάρισε και λαγάρισε ο νους. Κι έγιναν οι δρόμοι μακρινό και κοντινό περιδιάβασμα, μνήμες καθάριες και θολές, η μια μετά την άλλη λευτέρωναν το είναι μου και ακολουθούσαν εικόνες, πολλές εικόνες τού χτες που με έπνιγαν… Και γω έπρεπε να τις βάλω σε τάξη, να μην τις αφήσω έτσι ανάκατες και με μπερδέψουν.
Στους δρόμους αυτούς είδα μικρά παιδιά να παίζουν στις χωμάτινες αλάνες, ανθρώπους να πηγαίνουν στη δουλειά, να γυρίζουν από τα εργοστάσια «πνιγμένοι» σε κείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά των καπνών που δούλευαν και κτίσματα με τα μάτια της ψυχής μου.
Για κάποιους έγραψα πολλά, όσα θυμόμουν και όσα μου είπαν.
Ας με συγχωρέσουν αυτοί που η μνήμη μου δεν τους κατέγραψε και που δεν είχα επαρκείς πληροφορίες.
Κι όσο περπατούσα έβλεπα τα προσφυγικά με τη μικρή κουζίνα, τον πάγκο από μωσαϊκό με τις πράσινες ψηφίδες, την ξύλινη πιατοθήκη με τα τσίγκινα και πήλινα πιάτα, την γκαζιέρα (φουφού) με το πετρέλαιο και τη νοικοκυροσύνη και αρχοντιά των γυναικών εκείνων που ήξεραν από το τίποτα να παρουσιάζουν ένα τραπέζι, που ήξεραν με τα λίγα μέσα που είχαν, να τα έχουν καθαρά και νοικοκυρεμένα.
Οι γειτονιές τους δεν κοιμόνταν ποτέ… Πάντα κάποιοι έμεναν φρουροί της νύχτας.
Έβλεπα τα μηνύματα που έδινε η ζωή τους, τις αξίες τους, την αγάπη για τη ζωή, τη δύναμη για δημιουργία, τον έρωτα, τη διασκέδαση, την καθημερινότητά τους, που την έκαναν οι ίδιοι να είναι απλή.

Δορυλαίου-Ικονίου

Άνθρωποι της προσφυγιάς, του πολέμου και της Κατοχής, προσπάθησαν, χωρίς να λυγίσουν, να στήσουν τη ζωή τους πολλές φορές. Άνθρωποι θρήσκοι, σεμνοί και ταπεινοί με όρεξη για προκοπή έστησαν τα φτωχά σπιτικά τους, έφεραν ανθρώπους στη ζωή και αγωνίστηκαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με αρχές και αξίες.
Γεύσεις, μουσική, αυθορμητισμός, γλέντια, κοινωνικότητα και κεράσματα, όλα γίνονταν πραγματικότητα.
Συνάντησα μικροταβερνούλες πολλές που ήταν χώρος επικοινωνίας, έκφρασης, ονειροπόλησης και χαλάρωσης των αντρών. Μέσα στην ταβέρνα αφηγούνταν τους πόνους, τους καημούς της καθημερινότητας, τους χαμένους έρωτες, εκεί νοσταλγούσαν τις χαμένες πατρίδες. Εκεί μπορούσαν να θυμηθούν και να ξεχάσουν, να συζητήσουν και να διαφωνήσουν για τα πολιτικά τους πιστεύω.
Εκεί μπορούσαν να διαφυλάξουν και να διακηρύξουν τις ιδέες τους και τα πολιτισμικά τους αγαθά.
Περιδιάβηκα τα αγαπημένα χώματα που αγιάσανε από τα ξυπόλητα πόδια των παππούδων και των γονιών μας και τα δικά μου φάνηκαν αδύναμα πάνω στα αχνάρια τους, μα σταθερά. Ένιωσα και πήρα αρώματα και χρώματα, γεύσεις από τη ζωή τους στις πατρίδες, εικόνες ζωντανές ολοκάθαρες να γυρίζουν γύρω μου και να με γεμίζουν με αγάπη.
Τα κατάφερα; Όμως έστησα πέτρα-πέτρα ένα γερό πλακόστρωτο σύνδεσης του χτες με το σήμερα, για τους ανθρώπους που έζησαν στον Ξηρόκαμπο, τον τίμησαν και τον ανέδειξαν σε μια ζωντανή γεμάτη πόλη. Ίσως με μικροπαραλείψεις και με υποκειμενικότητα, όμως πάνω σ’ αυτό μπορούσαν να βαδίσουν οι επόμενες γενιές και ήταν ο περίπατος της δικής μου παιδικής αθωότητας που έβλεπε τότε εκείνη τη Νέα Ιωνία του 1960, δίνοντας το στίγμα και τη μαγεία της.

Γωνία Μαιάνδρου-Λ. Ειρήνης

Κι αναρωτήθηκα πώς να χωρέσει η ζωή μιας πόλης 100 χρόνων σε μνήμες ενός βιβλίου…, πώς να χωρέσουν οι χιλιάδες ψυχές τους πάνω σε ένα χαρτί…
Βασισμένη σ’ αυτή τη ρήση έγραψα όλα αυτά για τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας.
«Πρέπει να μάθεις στα παιδιά σου πως το χώμα κάτω απ’ τα πόδια τους είναι οι στάχτες των προγόνων. Για να σέβονται το χώμα, πες στα παιδιά σου πως η γη είναι γεμάτη απ’ τις ζωές των συγγενών μας. Μάθε στα παιδιά σου αυτό που διδάξαμε στα δικά μας, πως η γη είναι η μάνα μας. Οι συμφορές της γης είναι συμφορές και των παιδιών της. Αν ο άνθρωπος φτύνει στο χώμα, φτύνει τον εαυτό του» (αρχηγός Σιάτλ (περ. 1786-1866), φυλή ινδιάνων Σουκουάμις).
Καλό καλοκαίρι.
Ευχαριστώ όλους τους αναγνώστες.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το