Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Πλατεία Γερμανικών

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Μέρος Α’

Η πλατεία βρισκόταν στα λεγόμενα Γερμανικά, γνωστή ως πλατεία υδραγωγείου, γιατί από το 1928 είχε κατασκευαστεί ένα πέτρινο υδραγωγείο χωρίς δεξαμενή.
Το 1933 στον Οδηγό της Πόλεως Βόλου ήταν με το όνομα πλατεία Ιωάννου Χρυσοστόμου, αντί για Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο αρχικά με το πέτρινο κυκλικό κτίσμα της πολεμίστρας στο νότιο μέρος και με μια πεζούλα πέτρινη, χαμηλή, στο νότιο και δυτικό μέρος της με γωνιακούς πεσσούς. Στην ανατολική και βόρεια πλευρά η πλατεία είχε συρμάτινη περίφραξη. Στα χωμάτινα πεζοδρόμια, έξω από την πεζούλα, που δεν ξεχώριζαν, ήταν φυτεμένες γύρω-γύρω μουριές σε κοντινή απόσταση.
Άγνωστο πότε έγινε το μεγάλο κτίσμα του υδραγωγείου. Σύμφωνα με μαρτυρία, το κτίσμα υπήρχε το 1944 και από αυτό υδρεύονταν με μικρά βυτία ο στρατός των Άγγλων και το εκστρατευτικό σώμα της ταξιαρχίας Ρίμινι που στρατοπέδευε στην πλατεία Ελευθερίας. Όταν έφτιαξαν την πολεμίστρα στην κατοχή τότε αναμορφώθηκε λίγο ο πέτρινος περίβολος.
Το πέτρινο υδραγωγείο είχε σχήμα οικίας, δεν είχε καθόλου παράθυρα, αλλά μια σιδερένια πόρτα στη νότια πλευρά και ο περίγυρος ήταν περιφραγμένος με σύρμα, ώστε να εμποδίζεται η είσοδος. Εξωτερικά είχε μια μεγάλη σωλήνα σε σχήμα Γ και από κει τροφοδοτούνταν τα βυτιοφόρα που μετέφεραν νερό. Από κει αργότερα έπαιρναν νερό οι καταβρεχτήρες του Δήμου που γύριζαν και κατάβρεχαν τα απογεύματα τους μεγάλους και μικρούς χωμάτινους δρόμους της προσφυγούπολης.

Το υδραγωγείο

Η λειτουργία του αντλιοστασίου επιβλεπόταν δυο φορές την ημέρα από τον Γεώργιο Καλούμενο, ενώ υπεύθυνος ηλεκτρολόγος και συντηρητής ήταν ο Παντελής Μαγουλάς.
Στο εσωτερικό είχε δυο τεράστιες στρογγυλές δεξαμενές νερού, οι οποίες τροφοδοτούσαν το σύστημα όταν το νερό δεν επαρκούσε.
Στη ΒΔ πλευρά της πλατείας επί των οδών Δορυλαίου και Προσκόπων Αϊδινίου υπήρχε μια κοινόχρηστη βρύση και λίγο πιο κει ήταν εγκαταστημένος ο υποσταθμός της ηλεκτρικής εταιρείας, ένας πανύψηλος σιδερένιος πύργος που τροφοδοτούσε με ρεύμα την πλατεία και μεγάλο μέρος των Γερμανικών.
Ο χρόνος περνούσε δύσκολα για τις ανάγκες της Νέας Ιωνίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο χώρος άλλαξε και στο ανατολικό μέρος εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα, σε μικρό οίκημα, το Σώμα Ελλήνων Οδηγών της Νέας Ιωνίας. Μετά ο Οδηγισμός χρειάστηκε τον χώρο, αλλά δεν τον έδωσε ο Δήμος και έτσι μετακόμισαν σε άλλη πλατεία, πάνω από τη Μαιάνδρου.

Αργ. Κασαπλέρης

Στη γωνία της ανατολικής και νότιας πλευράς, δηλαδή Καισαρείας και Ευφραιμίδου, ήταν και άλλη κοινόχρηστη βρύση, από την οποία έπαιρναν τα «κάτω» Γερμανικά νερό. Κοινόχρηστες βρύσες αρχικά ήταν γύρω στις 80 με 100 σε όλη τη Νέα Ιωνία και η λειτουργία τους γινόταν εκ περιτροπής. Τις ώρες αυτές οι νοικοκυρές είχαν τις δικές τους στιγμές επικοινωνίας και… χαλάρωσης.
Λίγα μέτρα πιο πέρα δεξιά προς την Ευφραιμίδου, ήταν ένας μεγάλος πλάτανος. Σε κείνον τον πλάτανο στάθμευε με τη σούστα του ο μανάβης (Παπλιάκος) Γιαννουλάκης τις ζεστές μέρες να δροσίσει τον γαϊδαράκο και τον εαυτό του… όταν γύριζε κατάκοπος από την πολύωρη περιπλάνηση. Αν είχε ξεμείνει κάποιο εμπόρευμα καλούσε τις γειτόνισσες να τα ξεπουλήσει όσο-όσο.
Παραδίπλα, από το πάνω μέρος, ήταν το μπακάλικο του Αλέκου Λαζαρίδη από τη Σαμψούντα. Μυλωνάς ήταν, αλλά ήξερε από εμπόριο και έγινε μπακάλης. Σαν όλα τα μικρά μπακάλικα της γειτονιάς είχε πάνω στα ράφια λίγα από όλα, ταξινομημένα μικροπράγματα, όσπρια στα απλωμένα τσουβάλια και ζυμαρικά στον απέναντι χώρο, αλλά δούλευε περισσότερο τους καλοκαιρινούς μήνες όταν το μπακάλικο γινόταν κέντρο διασκέδασης. «ΚΕΝΤΡΟΝ Η ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ Αλεξ. Λαζαρίδη» έγραφε η μεγάλη πινακίδα που αποτελούσε την είσοδο στον χώρο του κέντρου. Είχε βγάλει τα σύρματα από την πλατεία απέναντι, μάλλον τα μάζευε, και στο χωμάτινο πεζοδρόμιο είχε στρώσει χαλίκι και το είχε περιφράξει με πηχάκια ξύλινα. Εκεί έβαζε την ξύλινη εξέδρα για την ορχήστρα και τοποθετούσε διάσπαρτα τα τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες και τα ριγωτά τραπεζομάντηλα.
Κάθε Κυριακή σχεδόν είχε γνωστά ονόματα τραγουδιστών που ξεσήκωναν τα Γερμανικά, έφερνε και ορχήστρες, διάφορες ατραξιόν, φακίρηδες και το «τσούρμο» της Νέας Ιωνίας μαζευόταν να δει το μοναδικό γι’ αυτούς θέαμα. Έβλεπε περίεργα και θαυματουργά πράγματα: Να μπαίνει η χορεύτρια σε φέρετρο και μετά ο φακίρης να τη ζωντανεύει, να την κλείνει σε ένα κουτί, να τη μαχαιρώνει και στο τέλος να βγαίνει ολοζώντανη… Απλοί άνθρωποι του μόχθου, άλλοι έκλειναν τα μάτια, άλλοι σταυροκοπιούνταν και έδιωχναν τα μικρά παιδιά από δίπλα τους να μη βλέπουν και άλλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι παιζόταν πάνω στην εξέδρα. Σ’ αυτό το ταρατσάκι της πολεμίστρας ανέβαιναν μέχρι να γκρεμιστεί οι πιτσιρικάδες ο ένας πάνω στον άλλον για να βλέπουν τα θεάματα από το κέντρο και ό,τι τους ήταν απαγορευμένο.

Η γειτονιά φωτογραφίζεται στο κέντρο Λαζαρίδη

Δραστήριος, ενεργητικός, επικοινωνιακός ο Αλέκος, με τη βοήθεια της πρόσχαρης και νοικοκυράς γυναίκας του αγωνιζόταν να επιβιώσει και να ξεχωρίσει στον χώρο του. Το κέντρο λειτούργησε περίπου μέχρι το 1960.
Αργότερα γύρω στο 1963 ο χώρος δόθηκε στο ίδρυμα «ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ, ΑΣΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΑΥΛΟΣ».
Στην ανατολική πλευρά ήταν ένα παραλληλόγραμμο κτίσμα με πολλές, μεγάλες αίθουσες και όλο το άλλο οικόπεδο αύλειος χώρος για ποδόσφαιρο και μπάσκετ, περιφραγμένος με σύρματα ψηλά και πρασινάδα, με είσοδο στη ΒΔ πλευρά μια μεγάλη σιδερένια πόρτα και με φύλακα τον συμπαθητικό κυρ-Νίκο (η ιστορία της Πρόνοιας θα γίνει ξεχωριστό κείμενο).
Μπροστά από το σπίτι του Λαζαρίδη και του Δαρείου υπήρχε για πολλά χρόνια ένα πηγάδι, ασπρισμένο, καθαρό με τον κουβά κρεμασμένο στο μαγγάνι, που βοηθούσε με το δροσερό νερό του τους περιοίκους, όταν οι βρύσες δεν είχαν αρκετό.
Μέσα στο πρώτο στενό έμενε ο γραφικός ματζουνάς που όταν έφτιαχνε τα κόκκινα μηλαράκια με τη ζάχαρη μοσχομύριζε η γειτονιά.
Μέσα σε ένα καλαθάκι έβαζε τα πετειναράκια, τις κοτούλες, τα κουνελάκια, όλα γλειφιτζούρια για τα μικρά παιδιά, τα σκέπαζε και με ένα μεγάλο τούλι από νυφικό και ξεχυνόταν στους μεγάλους και μικρούς δρόμους και πλατείες μέχρι να αδειάσει όλο το εμπόρευμα. Γερός άνθρωπος άντεχε το περπάτημα και κανείς δεν γνώριζε το όνομά του. Όλοι τον φώναζαν «ο ματζουνάς…» και αυτός το είχε συνηθίσει.

Πλατεία Υδραγωγείου, 1953, από Καισαρείας

Απέναντι από την κεντρική είσοδο της Βασιλικής Πρόνοιας, ανατολικά, ήταν άλλο μπακάλικο του Αλέξανδρου Κασαπλέρη, ενός από τα παιδιά του Αργύρη.
Ο Αλέξανδρος αρχικά εργαζόταν σε ένα αποικιακό, έπειτα όμως άνοιξε ένα μπακάλικο-μανάβικο και το γέμισε με ποικιλία εμπορεύματος και μαναβικής. Ο πατέρας του Αργύριος Αλ. Κασαπλέρης, γεννημένος στα Βουρλά, ήταν βιοπαλαιστής. Έκανε πολλά επαγγέλματα.
Παράλληλα άνοιξε ένα μικρό μανάβικο στην οδό Ευφραιμίδου με Αϊδινίου, στο οποίο δούλευε και η γυναίκα του η Μερσίνα Γκίκα από το Εγγλεζονήσι. Είχε την εμπειρία του μαγαζιού ο γιος. Μετά τον γάμο του το 1962 κράτησε το μαγαζί μέχρι το 1964. Η δουλειά πήγαινε καλά, αλλά εκείνος ήθελε να ασχοληθεί με άλλη επιχείρηση, οπότε το 1965 το μαγαζί άλλαξε χέρια και ανέλαβε το μπακάλικο ο άλλος αδελφός, ο Παναγιώτης. Ο Παναγιώτης ήταν τότε 22 χρόνων, ποδοσφαιριστής στην ομάδα της Νίκης. Έπαιζε τον ρόλο του «χαφ», δηλαδή κεντρικός και ήταν ένα ταλέντο κεντρικού ποδοσφαιριστή. Καλό το ποδόσφαιρο, μα έπρεπε να υπάρχει μια σταθερή δουλειά… Πόσες δόξες πέρασε εκείνο το μαγαζί με τις νίκες της ομάδας της Νίκης. Πόσα χειροκροτήματα και αγκαλιές δεν εισέπραξε ο Τάκης από τους απλούς ανθρώπους της γειτονιάς του… Λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισε απέναντι στο κτίριο της Μαρίας Γιατζιτζόγλου, η οποία ανοικοδόμησε το γερμανικό σπίτι των γονιών της.
Μετά ήταν το σπίτι του Γεωργίου Καρτζακούλη. Βασικά δεν ήταν δικό του, γαμπρός ήταν, ξενομερίτης, της Τζοχεριά Τσοτσόγλου από την Αγία Κυριακή της Νικομήδειας.
Η γυναίκα αυτή, σαν ήρθε χήρα, κράτησε γερά και μεγάλωσε τα τρία της παιδιά, ξενοπλένοντας από το ένα σπίτι στο άλλο, με δουλειές όπου τύχαινε, ξεχνώντας το παρελθόν της. Μεγαλώνοντας ο Θεοδόσης, ο γιος, δούλεψε στο καΐκι του θείου του Βασίλη κι αργότερα απόκτησε δικό του, την «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ». Η Σμαράγδα, η μια κόρη, παντρεύτηκε στην Καβάλα και ξεμάκρυνε από την αγκαλιά της και η άλλη, η Παρασκευή (Βούλα), έμεινε στη Νέα Ιωνία, στο σπίτι της οδού Καισαρείας και παντρεύτηκε τον χωροφύλακα Γεώργιο Καρτσακούλη από το Πυρρί Γορτυνίας. Από τον γάμο τους γεννήθηκε η Ελένη που τα παιδικά της χρόνια ήταν γεμάτα αγάπη και …παροχές. Ο Γεώργιος είχε φύγει από τη χωροφυλακή και έγινε εμπειρικός εργολάβος σε μια περίοδο που η Νέα Ιωνία ανοικοδομούνταν μετά τους σεισμούς… και η Ελένη μεγάλωνε και άνθιζε ώσπου σταμάτησε το σχολείο, παντρεύτηκε και σταμάτησε εκεί η ζωή της…

Παν. Κασαπλέρης

Δίπλα, στη γωνία, έμενε ο Αντώνης Ανδριανουπολίτης ή Σάμιος. Νοικοκύρης ήταν, παντρεμένος με τη Λαμπροθέα, που δούλευε σκληρά στον Σωρό των Αλυκών, στις εξορύξεις με τον Γιώργο τον Κόπανο. Κι ύστερα έκανε κι άλλα επαγγέλματα…
Αυτοί οι άνθρωποι έμεναν από τούτη την πλευρά… απλοί άνθρωποι της βιοπάλης που ζούσαν έντονα την καθημερινότητα και καταγράφηκαν στη μνήμη μου.
Πολύ αργότερα, στις 27 Μαΐου του 1986, επί δημαρχίας Ανδρέα Βαλαχή το δημοτικό συμβούλιο ονοματοθέτησε την πλατεία ως «πλατεία 31 Αυγούστου 1922», γιατί η ημερομηνία 31 Αυγούστου αποτελούσε ορόσημο της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922. Τη μέρα αυτή η Σμύρνη εξέπνευσε μέσα σε πύρινες φλόγες και καπνούς σηματοδοτώντας και την καταστροφή του Μικρασιατικού ελληνισμού.
Κανείς όμως δεν την ονόμασε έτσι. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έμεινε ως πλατεία της Πρόνοιας ή της παιδικής χαράς από τα απομεινάρια της στον χώρο.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Λίτσας Καϊκλή, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», 2013, Ελ. Καρτζακούλη «Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια», 1995, Β. Γιασιράνη «Από τον παππού στον εγγονό», 2011.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το