Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Πλατεία Ευαγγελίστριας

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Η πλατεία του ναού της Ευαγγελίστριας από τότε που ήταν απλό προαύλιο του παλιού ναού, από το 1926 και μετά, που οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες έδωσαν στις εικόνες, τις οποίες κουβάλησαν από τα εικονοστάσια των σπιτιών τους είτε από τις εκκλησίες των χωριών τους, στέγη και προστασία, μέχρι το 1959 που κατεδαφίστηκε, γιατί από το 1954 κτιζόταν καινούργιος και μεγάλος πετρόκτιστος ναός με μεγάλο αύλειο χώρο και με διαφορετικό σχήμα, ήταν το σημείο αναφοράς των κατοίκων της Νέας Ιωνίας. Από πολύ πριν ο μεγάλος δρόμος της Χαλκηδόνος δεν τελείωνε πάνω στο στρατόπεδο, αλλά στην πλατεία της Ευαγγελίστριας έκανε κύκλο, συνέχιζε επάνω στο στρατόπεδο και έστριβε και προς τη Μαιάνδρου. Από το 1933 το όνομα της πλατείας ήταν πλατεία Σμύρνης που όμως δεν ακούστηκε ποτέ, ούτε και όταν ονομάστηκε επί δημαρχίας Απόστολου Βολίδη τον Μάρτιο του 1961 «πλατεία 25 Μαρτίου 1821».
Ήταν για όλους μας «Η Ευαγγελίστρια», ήταν πέρασμα, το μέρος όπου γίνονταν όλες οι θρησκευτικές εκδηλώσεις, γάμοι, βαφτίσια, κηδείες, οι συναντήσεις των νεαρών, αλλά και των μαθητών λίγο πριν ή μετά την είσοδο και έξοδό τους από το ίδρυμα της βασιλικής πρόνοιας «Βασιλεύς Παύλος», που ήταν στην ανατολική πλευρά, στο σημείο σήμερα του ξενοδοχείου «ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ».
Ήταν το μοναδικό μέρος που σύχναζαν οι μαθητές της Νέας Ιωνίας με διευθύντρια τη Θεσσαλονικιά Έλενα Βασιλάρα. Μια δυναμική γυναίκα που δεν είχε οικογένεια δική της, αλλά είχε όλα τα παιδιά της Νέας Ιωνίας δικά της και τα αγαπούσε με μια αγάπη ανυστερόβουλη. Όλος της ο κόσμος είμασταν εμείς. Σ’ αυτήν την πλατεία, τη μεγάλη και ευρύχωρη, που διαμορφώθηκε με πλακόστρωτο, παρτέρια με λουλούδια, μπουκαμβίλιες σε τόξα καναπεδάκια και σιντριβάνι μεγάλο, ακουμπούσαν πάνω της όλα τα βάρη του συνοικισμού, πριν την έξοδο και τη βόλτα στον μεγάλο δρόμο.

1954, αριστερά Δ. Κωνσταντάρας με φίλους πριν διαμορφωθεί η πλατεία

Είχε τέσσερις εισόδους ανατολικά, δυτικά, βόρεια και νότια και πίσω από το ιερό όπως ήταν παλιά συνήθεια ήταν θαμμένος ο παπα-Κώστας ο Γεραμπίνης.
Παρέες-παρέες βολτάραμε στους διαδρόμους του πέτρινου περιβόλου και ακούγαμε τα τραγούδια από το τζουκ μποξ του Νίκου του Τσιφλίγκα… «Το καλοκαίρι μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά…», «Τερέζα… σου είχα γράψει ένα τραγούδι…», στίχοι γεμάτοι ρομαντισμό και ευαισθησία που άγγιζαν τις νεαρές ψυχές μας, που ύψωναν τον Πλατωνικό έρωτα στα ουράνια και τον ακολουθούσαμε στα όνειρά μας.
Όταν βράδιαζε και άναβαν τα φαναράκια στην εκκλησία και στους διαδρόμους η ατμόσφαιρα άλλαζε γινόταν ονειρική, μεθυστική, φανταστική… όχι μόνο για μας τους νέους, αλλά για όλους.
Τα καλοκαιρινά βράδια του 1963 και αργότερα μαζεύονταν τα αγόρια της τάξης και του σχολείου μας, άφηναν τα ποδήλατά τους έξω από τον αυλόγυρο, αγόραζαν λιόσπορα από τον «γεράκο» τον μπάρμπα Χαράλαμπο, έτσι τον λέγαμε, και καθισμένοι στα παγκάκια περνούσαν τον χρόνο τους μέχρι να αποφασίσουν σε ποιο καλοκαιρινό σινεμά θα πήγαιναν… Ήταν η ηλικία που άρχιζαν πλέον να αισθάνονται ότι μεγάλωναν και έπρεπε σιγά-σιγά να παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους.
Παραμονές του Ευαγγελισμού μαθήτριες από το τότε Γυμνάσιο συνοδεύαμε τη μεγάλη εικόνα της Παναγίας στολισμένη με πολλά λουλούδια, λευκοφορεμένες, από τη μέσα πλευρά της ακολουθίας, ενώ δίπλα μας ακολουθούσαν αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων του στρατού και της αεροπορίας. Εκείνες οι στιγμές μας ήταν μοναδικές με τους ήχους της φιλαρμονικής της Νέας Ιωνίας και τους επισήμους σε μια μυσταγωγία ανεπανάληπτη…
Περίπου ίδια ήταν η εικόνα και τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν έβγαινε ο επιτάφιος… μόνο τα νεαρά κορίτσια κρατούσαμε πανεράκια με λουλούδια, συνήθως βιολέτες και ράναμε τον επιτάφιο. Συμμετείχαν αρχές και κάτοικοι στις εκδηλώσεις, ένιωθαν τη Μεγάλη Εβδομάδα και ερχόταν το Πάσχα καθαρτήριο της ψυχής και του σώματος να γλεντήσουν, να ζήσουν την άνοιξη. Η καμπάνα της Βαγγελίστρας διαλούσε πότε χαρούμενη και πότε λυπημένη τα τοπικά συμβάντα.
Τις Κυριακές είχε εκκλησιασμό. Παρόντες όλοι μικροί και μεγάλοι μαθητές… και μετά είχε παιχνίδι, κάθε είδους παιχνίδι και βόλτες.

Όταν το Φαρδύ έφτανε πάνω στο στρατόπεδο

Στις μεγάλες εθνικές γιορτές γέμιζε μαθητόκοσμο από όλα τα σημεία της Νέας Ιωνίας, σημαιοφόρους, παραστάτες, μια θάλασσα από σημαίες, και επίλεκτους της πόλης μας, διαλαλούσαν τα μεγάφωνα στη «διαπασών» τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών της επανάστασης του 1821, του πολέμου του 1940, την υπερηφάνεια των Ελλήνων για τους προγόνους τους σε μια ατμόσφαιρα πανηγυρική. Κι όταν τέλειωνε η επιμνημόσυνη δέηση, όταν κατέθεταν σωρούς τα στεφάνια, και όλοι ντυμένοι στα γιορτινά τους αποχωρούσαν, ξέμεναν μερικοί μαθητές και αργόσχολοι ηλικιωμένοι, ο στολισμός στα απέναντι σπίτια και η πλατεία έπαιρνε πάλι τον ρυθμό της.
Σχεδόν ποτέ δεν ήταν έρημη. Το άγαλμα της Ιωνίας επέβλεπε ακοίμητος φρουρός την ασφάλεια και την ηρεμία του χώρου. Κανείς τότε δεν τολμούσε να το βεβηλώσει….ούτε καν σκεπτόταν να το επιχειρήσει.
Στα σκαλοπάτια της Βαγγελίστρας κατέφυγε η δυστυχισμένη μάνα σερνάμενη με τα γόνατα στη χάρη της να φανερωθεί ο χαμένος γιος της, η χαροκαμένη μάνα που έχασε το παιδί της στην Κορέα, η νεαρή που την κρυφόκαιγε το μίσος, αλλά και ο έρωτας για τον νεαρό που αδιαφορούσε… Οι δυστυχισμένοι που αποζητούσαν παρηγοριά με μια προσευχή και ένα κεράκι στη χάρη της. Όλοι οι πονεμένοι και άρρωστοι έβρισκαν παρηγοριά, έξω από τη μεγάλη τζαμωτή είσοδο κάτω από τη σκέπη της μεγάλης εκκλησίας των προσφύγων με τις παμπάλαιες εικόνες της.
Κάθε Σάββατο απόγευμα από το 1963 ώς το 1966, γέμιζε το υπόγειο του ναού με τα μαθήματα του κατηχητικού που έκανε ο αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Καζανάκης που πέρασε από τη Νέα Ιωνία την περίοδο του ’60 υπηρετώντας την Ευαγγελίστρια, ένας ιερέας που άφησε εποχή. Με δωρεές που εξασφάλιζε βοήθησε πολύ στην ανοικοδόμηση και εξωραϊσμό της. Η τάξη μας και μόνον αυτή έκανε μόνη της μαθήματα και είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις μαζί του. Ήταν όμως πάντα στο πλευρό του όταν χρειαζόταν βοήθεια σε εράνους, παραστάσεις, λειτουργίες σε σανατόρια… και δέματα στους άρρωστους του σανατορίου Καραμάνη στο Πήλιο.

Τετράγωνα Ευαγγελίστριας

Στα μαθήματα του κατηχητικού παρευρισκόταν και ο ιερωμένος από τη Νέα Ιωνία ο μοναχός Αρσένιος, ο κατά κόσμο Θεοδόσης. Από μικρός ήταν στο Άγιο Όρος και μετά από πολλά παρουσιάστηκε στον Βόλο ως μοναχός Αρσένιος που βοηθούσε στο κατηχητικό τα παιδιά της Νέας Ιωνίας.
Η κεντρική είσοδος ήταν από τη δυτική πόρτα. Απέναντι ήταν τα πέτρινα διώροφα με τους πρόσφυγες που έμεναν σε κάθε όροφο δυο οικογένειες. Ήταν πολλοί από διάφορα μέρη. Ήταν ο Πέτρος Κυριακίδης, ο Ηλίας και Χρήστος Καρουκανίδης από την Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας, ήταν η χήρα Μαργιορή Μωράτη, η Μικρασιάτισσα που δεν έλεγε ποτέ για τον τόπο της, γιατί πάντα ξεσπούσε σε λυγμούς, ο παπά Νικόλας ο Καραπαπαδάκης με την οικογένειά του, η οικογένεια του Βαγγέλη Τζανέτου, ο Κων/νος Φαρμακίδης, με την κόρη του Στέλλα, σύζυγο του Νίκου Μάμαλη, η οικογένεια της Βασιλείας Λαζόγλου, σύζυγο του δημάρχου Απόστολου Βολίδη, του Στέλιου Ψαλλού και άλλες.
Η μνήμη μου όμως διέσωσε περισσότερο μια οικογένεια με δυο κορίτσια, τα «κουκλάκια», τη Βασιλεία και τη Ροδάνθη, που έμεναν στη γωνία, είχαν και έναν αδελφό που ήταν ψαράς. Η είσοδός τους ήταν από την πλατεία και μέσα στο δωμάτιο που έμεναν, είχαν όλα τα υπάρχοντά τους. Κασέλες με ρούχα και πράγματα που τους έδιναν γέμιζαν τον χώρο. Μεγαλοκοπέλες ήταν, με σαλεμένο λίγο το μυαλό, που ντύνονταν ομοιόμορφα με ωραία ρούχα, διαφορετικά από την εποχή τους, φρόντιζαν να μη χαλάσουν, δεν είχαν εισοδήματα, δεν έβγαιναν έξω, δεν χώριζαν η μία από την άλλη, αλλά καθισμένες στο παράθυρο στολισμένες και καμαρωτές περίμεναν τους γαμπρούς από την Αμερική να έρθουν να τους πάρουν. Η μία, η Ροδάνθη, είχε τον ρόλο της αρχόντισσας και η άλλη, η Βασιλεία, της υπηρέτριας. Πίσω στη μικρή αυλή τους είχαν δυο κατσίκες, ασυνήθιστο για μικρό χώρο αυλής, και βιοπορεύονταν. Χαρακτηριστική η περιγραφή της Γεωργίας Καρακατσοπούλου-Χαϊδούλη: «Απέναντι ακριβώς από τον υποσταθμό της «Ηλεκτρικής» ήταν το πρώτο διώροφο. Στο ισόγειο έμεναν τα «κουκλάκια». Η Βασιλεία, κακάσχημη, αλλά πολύ κοινωνική και η Ροδάνθη, όνομα και πράγμα ροδανθός, άβγαλτη και απρόσιτη.

Όταν κτίζεται η Eυαγγελίστρια

Η Βασιλεία είχε ζωντανά, που τα φρόντιζε και τα κοίμιζε μέσα στο σπίτι και κείνα με το γάλα τους, εξασφάλιζαν το ψωμί και τα απαραίτητα.
Για τη Ροδάνθη πίστευαν ότι ήταν περίπου τεμπελίτσα, αφού την έβλεπαν από το πρωί μέχρι το βράδυ στο παραθύρι βαμμένη έντονα και λίγο παράξενα χτενισμένη πίσω από μια μηχανή του χεριού. Σπάνια έβγαιναν έξω».
Το σπίτι όμως αυτό δεν τους ανήκε και κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης το χρειάστηκε και τις έβγαλε έξω. Βρέθηκε όμως αμέσως λύση και εγκαταστάθηκαν στα σπίτια του Κουφόβουνου.
Ανατολικά ήταν άλλα διώροφα πέτρινα που είχαν όμως μια διαφορά με τα άλλα στη δυτική πλευρά. Είχαν μια δίοδο, έναν μικρό δρόμο, και ήταν τρία πέτρινα από τη μια και τρία από την άλλη.
Δυο πρόσωπα στιγμάτισαν με την παρουσία τους τα πέτρινα αυτά. Ο ένας ήταν ο γιατρός Ευάγγελος Σκούρας που είχε το ιατρείο του στο πάνω μέρος με είσοδο από ένα στενό, ο ιδεολόγος αριστερός γιατρός και μετέπειτα βουλευτής της ΕΔΑ, ο γιατρός των φτωχών που αντί να πάρει χρήματα έβαζε κάτω από το μαξιλάρι του άρρωστου και ο Πάνος, ο ανιψιός του Μεϊμάρογλου, που έψελνε με τη γλυκόλαλη φωνή του στο δεξί ψαλτήρι της Ευαγγελίστριας.
Σήμερα τα περισσότερα πέτρινα δεν υπάρχουν, ούτε η πλατεία της μαθητικής και εφηβικής μας ηλικίας. Ούτε οι άνθρωποι που ζούσαν γύρω που τιμούσαν τον χώρο και το όνομα της «Βαγγελίστρας». Ήλθαν νέοι κάτοικοι, τα παλιά, η μονοκάμαρη και ο αντρές, κατεδαφίστηκαν οι κτήτορες έφυγαν για το μεγάλο τους ταξίδι και οι απόγονοι έκτισαν πολυκατοικίες. Αυτή η παλιά πλατεία δεν έχει φύγει ακόμη απ’ το μυαλό μου και τα μάτια της ψυχής μου…
Ευτυχώς έμειναν κάποιες φωτογραφίες – γιατί πολλές πετάχτηκαν – και μνήμες του χώρου που σημάδεψε τον πρώτο προσφυγικό συνοικισμό. Παρέμεινε όμως η δάδα της προσφυγιάς αναμμένη να τη βλέπουν οι επόμενες γενιές και να θυμούνται τις ρίζες τους.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Περικλή Σκόδρα, Μαίρης Καρουκανίδου. Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το δρομολόγιο της Νέας Ιωνίας», 2006. Γ. Καρακατσοπούλου Χαϊδούλη «Καλλιπόλεως 29», 2008.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το