Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Μαγνησίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Η οδός Μαγνησίας ήταν από τους πρώτους παλιούς δρόμους που ονοματοθετήθηκε τον Ιούλιο του 1927, όταν ακόμη η Νέα Ιωνία ήταν συνοικία του Δήμου Παγασών. Ξεκινούσε από τη Μαιάνδρου και κατέληγε στην οδό Βασ. Φρειδερίκης, μετέπειτα Δημοκρατίας.
Η Μαγνησία ήταν πόλη της Μ. Ασίας, 32 χλμ. βορειοδυτικά της Σμύρνης. Εκεί ήταν η αρχαία Μαγνησία, η «επί Συπύλω» από το όρος Σίπυλο, πόλη της Λυδίας, την οποία είχαν ιδρύσει οι Μάγνητες της Θεσσαλίας. Στη Μαγνησία ζούσαν πολλοί Έλληνες και με την καταστροφή του 1922 ήρθαν πολλοί πρόσφυγες στην Ελλάδα και λέγονταν Μανησαλήδες.
Κατεβαίνοντας δεξιά προς τα κάτω από τη Μαιάνδρου μετά το σπίτι του μπάρμπα Ζαχαρία με τα ζαχαρωτά και τις καραμέλες, μεσολαβούσαν κανα δυο σπιτάκια, της κυρα-Μαρίας που είχε πρόβατα και μετά τη Δίοδο ήταν το προσφυγικό της οικογένειας Παναγιωτά που γειτόνευε με το προσφυγικό της Ουρανίας και του Στέφανου Καμμένου.
Μεγάλη και σύνθετη η ιστορία της οικογένειας. Ο προπάππους Παναγιώτης, γεννημένος μεταξύ 1860 και 1868 είχε τις ρίζες του στην Καλλιθέα (Καλλιθιές) της Ρόδου. Νέος έφυγε για τη Σμύρνη για μια καλύτερη τύχη, έγινε σιδηροδρομικός υπάλληλος και ’κει γνώρισε τη Χρυσάνθη, γεννημένη στα 1880, νησιώτισσα κι αυτή με καταγωγή από τις Καλογριές της Χίου, την αγάπησε, την παντρεύτηκε και μαζί της απόκτησε έξι παιδιά. Η προγιαγιά όμως της Χρυσάνθης είχε και αυτή τη δική της ιστορία. Μόναζε σε μοναστήρι με μια άλλη γυναίκα που ήταν μεγαλύτερη και ίσως ήταν ηγουμένη του μοναστηριού. Με την καταστροφή της Χίου και συγκεκριμένα με τις σφαγές τον Μάρτιο του 1822 από τους Τούρκους σε αντίποινα για την επανάσταση στην Πελοπόννησο, ένας καπετάνιος τις βρήκε στην ακτή, μόνες, έρημες και απελπισμένες χωρίς λύση διαφυγής και σωτηρίας. Πονόψυχος, τις πήρε μαζί του για να τις σώσει και στο τέλος παντρεύτηκε μία από τις δύο και έκανε οικογένεια μαζί της. Τα παιδιά του Παναγιώτη, που μάλλον ονομάστηκε Παναγιωτάς από το όνομά του, ήταν ο Γιώργος, η Βάσω, ο Κώστας, ο Δημήτρης (Μίμης), η Βαγγελία και η Αριστέα.

Κωνσταντίνος – Αντωνία Παναγιωτά

Η Χρυσάνθη, πολύ νέα, σε ηλικία 16 χρονών, είχε το πρώτο της παιδί και είχε μπει στα βάσανα της οικογένειας. Ο Παναγιώτης όμως πέθανε το 1912 στη Σμύρνη, σε ηλικία ακόμη παραγωγική και άφησε τη γυναίκα του μονάχη με τα έξι της παιδιά. Δυο χρόνια αργότερα, το 1914, με το πρώτο κύμα της προσφυγιάς ο Κώστας, γεννημένος το 1890, ανέλαβε πρωτοβουλία, έγινε αρχηγός της οικογένειας, πήρε μητέρα και αδέλφια και έφυγαν για τη Ρόδο, το πατρικό νησί, για σωτηρία από την έκρυθμη κατάσταση στην περιοχή και αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Όμως τίποτε δεν υπήρχε από την πατρική περιουσία. Όλα είχαν χαθεί. Απογοητευμένος σε αναζήτηση εργασίας βρέθηκε το 1915 εθελοντής στον γαλλικό στρατό στη Θεσσαλονίκη, όπου και υπηρέτησε για τρία χρόνια. Για να καταταγεί δε, ενώ είχε γεννηθεί το 1890, δήλωσε χρόνο γέννησης το 1900 γιατί ως μισθοφόρος του γαλλικού στρατού έκανε, ήταν ψηλός γεροδεμένος με αντοχές και από την άλλη πλήρωναν αδρά και τα χρήματα τα είχε ανάγκη η οικογένεια.
Η εθελοντική θητεία όμως τελείωσε και μαζί της και η παραμονή της οικογένειας στην Ελλάδα. Το 1918 τους βρήκε όλους πάλι στη Σμύρνη και τον Κώστα να υπηρετεί κανονικά στον ελληνικό στρατό ως έφεδρος.

Xρυσάνθη Παναγιωτά

Το 1922 με τον ξεριζωμό έφυγαν μια για πάντα από τη Σμύρνη μέσα από τις στάχτες της φωτιάς που κατάκαιγε τα πάντα και βρέθηκαν με άλλους Σμυρνιούς στον Βόλο. Πήραν ένα προσφυγικό και ρίζωσαν στην οδό Μαγνησίας. Ένας καινούριος αγώνας άρχιζε για τον Κώστα Παναγιωτά.
Άνοιξε ψαράδικο στα Παλαιά, στην παλιά ψαραγορά και δούλευε μέρα νύχτα. Στην αρχή δύσκολα μα όλα ήταν δύσκολα για όλους.

Αδελφές Παναγιωτά

Και δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ… ας πάλευε με το κρύο και τη ζέστη με τους καϊκτσήδες να τον τροφοδοτήσουν καλή ψαριά. Γνώρισε και μια κοπελίτσα, την Αντωνία Πανταζή, την οποία και παντρεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1929 και μαζί της απόκτησε ένα αγόρι, τον Μιχάλη το 1930, που πέθανε και τέσσερα κορίτσια. Τέσσερις θησαυρούς δικούς του που υπεραγαπούσε και νοιαζότανε να τις μεγαλώσει και να τις αποκαταστήσει. Πρώτη ήταν η Κυριακή (Κική), μετά η Σταυρούλα (Λούλα), η Ουρανία και η Παναγιώτα. Κάθε μια με τις χάρες της, όλες αγαπημένες και μεγαλωμένες με αρχές. Εργατικός άνθρωπος, τη δουλειά δεν τη φοβήθηκε ποτέ γι’ αυτό και δημιουργήθηκε.
Άνοιξε μαγαζί ιχθυοπωλείο στην Ιωλκού, δίπλα στο μαγαζί του Καρύδη, έφτιαξε το σπίτι του, αγόρασε κάποια οικόπεδα ήρθε όμως ο πόλεμος του 1940 και τα μαύρα χρόνια της κατοχής. Τότε δυσκολεύτηκε και αναγκάστηκε να τα πουλήσει για ένα κομμάτι ψωμί στην κυριολεξία. Αλλά πάλι δεν λύγισε και τα κορίτσια του τα προίκισε και τα καλοπάντρεψε. Όλοι έμεναν αρχικά στο προσφυγικό. Κάτω ήταν ο χώρος που ζούσαν και στο παράθυρο πάντα κρεμασμένη μια πλεκτή δαντελένια κουρτίνα και πάνω το μοδιστράδικο των κοριτσιών.
Η αυλίτσα τους, μικρή, με λουλούδια, έλαμπε και τα ξύλινα κάγκελα ήταν πάντα βαμμένα.
Μετά τους σεισμούς του 1955 ο ιδιοκτήτης της μεγάλης αλάνας, ο Παρακευάς, εκεί στο μετέπειτα κτίσμα του ΟΤΕ, τη γεμάτη κάπαρη και μπάζα, έφυγε για την Αμερική και παρακάλεσε τον Κώστα, αν ήθελε, να φτιάξει ένα πρόχειρο καλυβάκι και να προσέχει τον χώρο. Ο Κώστας, προκομμένος άνθρωπος, έκανε το «χωραφάκι» παράδεισο. Φύτεψε λαχανικά, έβαλε δεντράκια, κοτούλες απασχολούνταν και ζούσε ήρεμα με την Αντωνία και τη μητέρα του, στον δικό τους απλό κόσμο. Γύρω στο 1960 πέθανε και η Χρυσάνθη, η μητέρα του που την είχε πάντα δίπλα του, με γαλήνια γηρατειά, σε ηλικία 80 χρονών.

Aντωνίας Παναγιωτά αυλή, 1969

Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1968, πέθανε και αυτός, αφού πλέον είχε γνωρίσει και εγγόνια από τα κορίτσια του. Μετά τον θάνατό του το οικόπεδο πουλήθηκε στον ΟΤΕ και ο παράδεισος του κυρ-Κώστα χάθηκε μαζί του, όπως και τα δικά μας παιδικά όνειρα στο χωραφάκι.
Από τα κορίτσια του η Κυριακή παντρεύτηκε τον Ιωάννη Κορεντίου που είχε κρεοπωλείο στα Μανιάτικα, στην Αθήνα. Απόκτησε τον Πολύκαρπο, τη Μαριάνθη και τον Κων/νο.
Η Σταυρούλα (Λούλα) παντρεύτηκε τον Νίκο Καρυώτη, αυτοκινητιστή, και απόκτησε τη Στέλλα και τον Δημήτρη.
Η Ουρανία παντρεύτηκε τον Σπύρο Ιορδανίδη, υπάλληλο στον μύλο του Καπουρνιώτη και απόκτησε την Άννα και τον Στέλιο.
Η μικρότερη, η Παναγιώτα (Τούλα) παντρεύτηκε τον Στάθη Μανιώτη από τη Σούρπη, αυτοκινητιστή, και απόκτησε την Αντωνία, τον Χρήστο, τη Σοφία και τον Μιχάλη.
Όλα τα κορίτσια Παναγιωτά ήταν άξιες κοπέλες, νοικοκυρές, χαρούμενοι άνθρωποι, πρόσχαροι και ευγενικοί, με το μικρόβιο της σμυρναίικης καταγωγής τους.
Από τα αδέλφια του Κώστα, ο Γιώργος ο πρωτότοκος παντρεύτηκε την Πολυξένη, απόκτησε τέσσερα παιδιά (Ασπασία, Παναγιώτη, Αγγέλα, Πέτρο) και έμειναν στην Αθήνα.
Η Βάσω παντρεύτηκε τον Νίκο και απόκτησε τον Γιώργο, τον Παναγιώτη και τον Δημήτριο.
Ο Δημήτρης (Μίμης) έγινε Παναγιωτόπουλος. Χαρισματικός άνθρωπος με αναπτυγμένη την αίσθηση του ωραίου. Παντρεύτηκε τη Στέλλα και μαζί της απόκτησε πέντε κόρες (Ανδρονική, Χρυσάνθη, Αθηνά, Λουκία και Καίτη).

1963, οικ. Παναγιωτά

Η Βαγγελία διάλεξε για σύζυγο τον Θεμιστοκλή Χλιάμβο, έναν νέο κομψό και ευγενή και απόκτησαν πολλά παιδιά.
Η Αριστέα, η μικρότερη, παντρεύτηκε τον κουρέα της γειτονιάς Χρήστο Χρηστάκη, όντας και κείνη κομμώτρια. Απόκτησαν δυο παιδιά, αλλά το ζευγάρι δεν έζησε πολύ μαζί, γιατί τον Χρήστο τον σκότωσαν στη διάρκεια της κατοχής κάποιες ομάδες, από λάθος πληροφορίες… και τα παιδιά της ορφάνεψαν.
Όλα τα κλαδιά και τα παρακλάδια του δέντρου της οικογένειας Παναγιωτά που ξεκινούσαν από τον Παναγιώτη, τον Ροδίτη πρόσφυγα, βλάστησαν, άνθισαν, έδωσαν καρπούς, βρέθηκαν μακριά, στην Ουαλία, μα ποτέ δεν ξέχασαν τις μικρασιάτικες ρίζες τους. Στη Νέα Ιωνία είχε στηθεί το δέντρο της ζωής τους.

Τρίτη αριστερά Ουρανία Ιορδανίδη στην Πρόνοια

Πιο κάτω από τη Δίοδο ήταν το προσφυγικό της κυρα-Ευτυχίας του Κοσμά, που είχε και αυτή τρία κορίτσια, την Κούλα, την Κική, τη Μαγδαληνή, και ένα αγόρι, τον Ιγνάτιο, που γέμιζαν τη γειτονιά με τις παιδικές φωνούλες τους και συντρόφευαν στα παιχνίδια τους τα κορίτσια της οικογένειας Παναγιωτά… ένα τσούρμο αθώων ψυχών που αγαπούσαν τη ζωή και αγωνιούσαν για το μετά…
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Στέλλας Καρυώτη, Στέλλιου Ιορδανίδη, Δ. Κωνσταντάρα – Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», 2013.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το