Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Μαγνησίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Οδοιπορώντας για καιρό στα σοκάκια της Μαγνησίας με μνήμες και εικόνες παραπλανήθηκα από λάθος εικόνα και άφησα την οικογένεια Γκίκα από την αριστερή πλευρά, πριν το καφενεδάκι του Μουλά, Μαγνησίας 5. Όμως το λάθος διορθωνόταν και επιχείρησα την αναφορά μου μια και από την οικογένεια αυτή είχα μια θεία αγαπημένη, τη Σοφία, και τρία πρώτα ξαδέλφια.
Η καταγωγή τους ήταν από το Εγγλεζονήσι και το επίθετό τους ήταν Νικολάου. Ο Ιωάννης Νικολάου ήταν παντρεμένος με τη Μερσίνα Γκίκα, είχε δικό του καΐκι στο νησί και είχε 5 παιδιά: Τον Γιώργο, τον Νικόλαο, την Ειρήνη, τη Μαλαματένια και την Άννα. Από τα αγόρια του ο Γιώργος και ο Νικόλαος έγιναν ψαράδες και ανέλαβαν το καΐκι τους.
Κάποτε γύρω στο 1914 με τα γεγονότα του πρώτου διωγμού, έφτασε στο νησί ένα εγγλέζικο καράβι γεμάτο με ναύτες από κείνα τα καράβια, που πήγαιναν στον κόλπο της Σμύρνης. Όπως κατέβαιναν οι ναύτες στην προβλήτα, είχαν μαζευτεί οι κάτοικοι και παρακολουθούσαν τη σκηνή. Ένας από το πλήρωμα, που τον έλεγαν Τσαρή, έμοιαζε καταπληκτικά με τον Γιώργο και από τότε οι φίλοι του του κόλλησαν το παρατσούκλι «Τσαρής» που συνόδευε την οικογένειά του. Τον αδελφό του, τον Νίκο τον ονόμαζαν «Κόλιαρη» και με αυτά τους ξεχώριζαν.
Με την καταστροφή του 1922 ήρθαν στον Βόλο με κάποιο καΐκι, άγνωστο αν ήταν το δικό τους. Έμειναν στα Γύφτικα, στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, σε μια «νταμάρα» ένα μεγάλο δωμάτιο χωρισμένο με κουρελούδες και παλιές κουβέρτες, στριμωγμένες πολλές οικογένειες, αναγκασμένοι έτσι να ζήσουν.

Στον Καλαφατάκη, στο βάθος ο Γιώργος Γκίκας

Όταν η Επιτροπή Αποκαταστάσεως των Προσφύγων κατέγραφε τις οικογένειες οι υπάλληλοι δεν έδιναν και πολλή προσοχή στα ονόματα, έτσι ο υπάλληλος άκουσε το γένος της μητέρας του Γιώργου, Μερσίνας Γκίκα και όχι το δικό του και έτσι τον κατέγραψε ως Γκίκα. Από τότε το επίθετο αυτό συνόδευε την οικογένεια.
Στην αρχή τα δυο αγόρια δούλευαν στις μαούνες του Τσαλαπάτα και μετά έπιασαν δουλειά στο λιμάνι και έγιναν λιμενεργάτες.
Το 1929 τους έδωσε ο δήμος σπίτι, στην οδό Μαγνησίας 5 και εγκαταστάθηκε πλέον η οικογένεια. Μέσα σε κείνο το προσφυγικό με τα λίγα τετραγωνικά έμεναν τόσοι νοματαίοι. Μια μικρή αυλή περιφραγμένη με ξύλινα κάγκελα, αριστερά είχαν ένα μικρό αποχωρητήριο και απέναντι από την κύρια είσοδο ένα μεγάλο δωμάτιο- κουζίνα, όπου γινόταν όλη λάτρα της οικογένειας. Εκεί μόνον «ένας κακός δεν χωρούσε». Ήταν ευπρόσδεκτοι όλοι. Νοικοκυραίοι άνθρωποι, ανοιχτοί, γλεντζέδες, αντιμετώπιζαν τη ζωή πάντα με αισιοδοξία και δεν υποχωρούσαν στις δυσκολίες.
Με τον καιρό τα αγόρια παντρεύτηκαν, έφτιαξαν δικές τους οικογένειες και έφυγαν από το προσφυγικό.

Στο λιμάνι, αρ. ο Στέλιος

Ο Νικόλαος παντρεύτηκε τη Σοφία Βαλαχή και απόκτησε πολλά παιδιά: Τον Γιάννη, τη Βούλα, τη Φώνη, τον Αποστόλη, τον Δημήτρη, τον Κώστα και τη Μερσίνα.
Η Μερσίνα παντρεύτηκε τον οικοδόμο Αλέξανδρο Περιβολάρη. Ο Γιάννης είχε βαφείο-καθαριστήριο στην οδό Προύσης και παντρεύτηκε την Ελευθερία Μηλιώκα. Ο Κώστας εργαζόταν μαζί τους στο καθαριστήριο και μετά άνοιξε δικό του στην οδό Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Η Περσεφόνη (Φώνη) παντρεύτηκε τον Βασίλειο Βασιλειάδη, τροφοδότη μηχανών του ΟΣΕ, και η Παρασκευή (Βούλα) τον Ιωάννη Κολέτσο, εργάτη οικοδομικών υλικών.
Ο Αποστόλης και ο Δημήτριος, εργάστηκαν στο λιμάνι, όπως και ο πατέρας τους. Την περίοδο εκείνη ο Βόλος είχε βιομηχανία και τα καράβια μετέφεραν πρώτες ύλες και τροφοδοτούσαν τα εργοστάσια. Κυρίως μετέφεραν κάρβουνο και παλιοσίδερα στο εργοστάσιο Χαλυβουργίας. Ο Αποστόλης παντρεύτηκε τη Φωτεινή και απόκτησε τον Νικόλαο και τη Σοφία. Ο Δημήτρης παντρεύτηκε την Ουρανία Δεληγιάννη και απόκτησε δύο παιδιά, τη Σοφία και τον Νίκο.
Ο άλλος γιος του Ιωάννη, Γιώργος ο Τσαρής, παντρεύτηκε το 1926 την Ελένη Φατσή από το Εγγλεζονήσι, κόρη ναυτικών, και απόκτησε τη Μερσίνα, τον Γιάννη, τον Κώστα, τον Στέλιο (Στέργιο), τη Σοφία και τον Μιχάλη. Ο Γιάννης και ο Κώστας πέθαναν σε νηπιακή ηλικία, το ένα, είπαν, από μάτι και το άλλο από αρρώστια, εξανθηματικό τύφο, που εξόντωνε την περίοδο εκείνη τους προσφυγικούς καταυλισμούς.
Η Μερσίνα παντρεύτηκε τον Ιούνιο του 1951 τον Κώστα Ταμία, οικοδόμο, και απόκτησε τον Παντελή και τον Γιώργο.
Η Σοφία παντρεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1957 τον Δημήτριο Δεληκούρα, εμπειροτέχνη εργολάβο από τους πρώτους στη Νέα Ιωνία και απόκτησε τρία παιδιά τον Βασίλη, τον Γιώργο και τον Μανώλη.

Γάμος Μιχάλη-Μάγδας, κουμπάροι ζεύγος Αλ. Μεϊκόπουλου

Ο Γιώργος Τσαρής πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1966 σε ηλικία 74 χρόνων κουρασμένος από τη δύσκολη ζωή του και άφησε την Ελένη με τα υπόλοιπα παιδιά τους.
Ο Μιχάλης βλέποντας τους άντρες της οικογένειας να εργάζονται στο λιμάνι δεν είχε παρά να ακολουθήσει ό,τι έβλεπε. Και έγινε λιμενεργάτης. Παντρεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1963 τη Μαγδαληνή Δήμου, μοδίστρα, με κουμπάρο τον Αλέξανδρο και τη Βαγγελιώ Μεϊκόπουλου, με όλο το σόι το Φατσέικο και όλη τη γειτονιά. Απόκτησε τον Γιώργο και τη Μαριάννα.
Ο Στέλιος (Στέργιος), γιος του Γιώργου, με τον Τάσο τον Κεσμετζή και τον Γιάννη Καραβασάνη πήγαν στο λιμάνι από 15 χρόνων ως νερουλάδες. Γέμιζαν τα μπετόνια από τις βρύσες στο μουράγιο του λιμανιού και τα κουβαλούσαν στις μαούνες και στα άλλα καΐκια να πιουν οι εργάτες νερό από ένα τσίγκινο κατσαρολάκι.
Γέμιζαν όμως τα μπετόνια και από τη βρύση της οδού Ιάσονος, έξω από το κατάστημα του Φορούλη, την οποία έλεγαν «Καλιακούδα», επειδή το νερό της ερχόταν από την πηγή της Καλιακούδας και έτρεχε συνέχεια. Τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια κατέβαζαν τον επισκέπτη στον τετράγωνο χώρο της βρύσης (σήμερα τρέχει στο παρακείμενο συνεργείο αυτοκινήτων). Ακόμη τέτοιες βρύσες υπήρχαν και στην παλιά ψαραγορά.
Σιγά-σιγά έκαναν δοκιμές με το φτυάρι και το τσουβάλι στον ώμο και μετά άρχισαν το «χαμαλίκι» του λιμενεργάτη. Φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα καΐκια, τα βαπόρια, τα μεγάλα καράβια που λιμένιζαν στον Βόλο και μετέφεραν φορτία. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν μηχανήματα και όλη η μεταφορά γινόταν στα χέρια και στην πλάτη. Ο επόπτης κανόνιζε πόσοι εργάτες θα ξεφόρτωναν το κάθε καράβι. Δούλευαν από το πρωί στις 7 ώς το μεσημέρι στις 12, οπότε σταματούσαν για διάλειμμα και φαγητό και συνέχιζαν από τη 1.30 ώς τις 5 το απόγευμα, οπότε τότε σχολούσαν.

Ο Γιώργος Γκίκας χαιρετά τη νύφη του

Οι οικογένειες, που είχαν άντρα και γιους στο λιμάνι, είχαν μια γυναίκα, τη Μαριάνθη Παρασκευά, την «Ανεμότρατα», όπως την αποκαλούσαν, η οποία κατά τις 11.30 ξεκινούσε κάθε μέρα από το Φαρδύ φορτωμένη με δυο μεγάλα καλάθια στα χέρια και πήγαινε το φαγητό τους.
Τους έδινε την «καστανιά» με το φαγητό, πιρούνι ή κουτάλι και το ψωμί τυλιγμένο στην καρό πετσέτα. Η Μαριάνθη ή Μαριγώ περίμενε, έτρωγαν οι εργάτες κάτω από τα ξύλινα πρόχειρα σκέπαστρα της προβλήτας παρέες-παρέες και με τα κατσαρόλια άδεια, χωρίς βάρος, ανέβαινε πάλι στον συνοικισμό.
Όταν πια γέρασε και δεν μπορούσε τότε αναγκαστικά πήγαιναν οι κόρες ή οι γυναίκες τους.
Εκεί στη θέση του σημερινού δημαρχείου ήταν μια παράγκα πρόχειρη όπου κατέφευγαν οι λιμενεργάτες στη διακοπή του μεσημεριού για το προσφάγι του ο καθένας, ό,τι είχε.
Από το 1960 βελτιώθηκαν λίγο οι συνθήκες εργασίας και το ωράριο. Το μεροκάματο άρχιζε στις 7 και τελείωνε στις 2 το μεσημέρι.
Είχαν και το τρίκυκλο με την κινητή καντίνα του Κωνσταντίνου Ψαλιδάκη, σημείο αναφοράς στην προβλήτα του λιμανιού. Από αυτόν προμηθεύονταν οι λιμενεργάτες καμιά τυρόπιττα ή δροσίζονταν τους καλοκαιρινούς μήνες με αναψυκτικά και καμιά μπύρα, λιγόλεπτο διάλειμμα στην κοπιώδη εργασία τους.

Η εκφόρτωση γινόταν με οποιονδήποτε καιρό με κρύο, με χιόνια και με λίγη βροχή. Οι λιμενεργάτες, κουρντισμένα στρατιωτάκια δούλευαν πάνω-κάτω στο καράβι με γινάτι και αντοχή να αδειάσουν το φορτίο, γιατί θα έχαναν το μεροκάματο. Σκληρή και δύσκολη δουλειά, που χρειαζόταν μπράτσα κι «αντριλίκι». Κάποτε ο Στέλιος δούλευε τρία μερόνυχτα συνεχόμενα να ξεφορτώσουν τα καΐκια που ήταν στο λιμάνι. Τρεις μέρες είχε να φανεί στο σπίτι του και η γυναίκα του η Τασούλα γεμάτη απελπισία και φόβο, πήρε την αδελφή του Μερσίνα και κατέβαιναν προς το λιμάνι. Στο δρόμο τον συνάντησαν να ανεβαίνει με τα πόδια κατάκοπος με την κούραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, αξύριστος και ιδρωμένος. Χωρίς να πει τίποτα γύρισαν όλοι μαζί και έπεσε να ξεκουραστεί. Όταν είχε δουλειά στο λιμάνι δεν υπολόγιζαν βάρδιες και αντοχές. Δούλευαν σε οριακά σημεία και ξεπερνούσαν τις δυνάμεις τους.
Ο Στέλιος παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1958 την Αναστασία (Τασούλα) Τσουμαλή και απόκτησε τον Γιώργο και την Ελένη. Η ζωή όλων των μελών της οικογένειας αυτής ήταν ένας αγώνας. Γνήσιοι Εγγλεζονησιώτες, «έξω καρδιά», πρόσχαροι, εύθυμοι, αγαπημένοι μεταξύ τους, αρσενικοί, με τον αέρα του μακρινού νησιού τους και την αλμύρα της θάλασσας, πίστευαν στους αγίους τους και στη Βαγγελίστρα τους, ήξεραν να γλεντούν και να ερωτεύονται και είχαν πρώτη έννοια το μεροκάματο, την οικογένεια και το τσιπουράκι συνήθως στον Καλαφατάκη ή αλλού στη γειτονιά, απελευθέρωση και επικοινωνία με τους φίλους, αντίδοτο στον κάματο της μέρας τους.
Η καθημερινότητά τους αγώνας επιβίωσης με το λιμάνι και τη θάλασσα που ξεκινούσε από τον παππού Ιωάννη ως κάποια εγγόνια. Οι υπόλοιποι της γενιάς τους ξέφυγαν και έγιναν επιστήμονες και καλοί επαγγελματίες.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Σοφίας Γκίκα, Βασίλη Δεληκούρα, Μανώλη Παρασκευά, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό», 2011.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το