Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Μαγνησίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Δίπλα από το τσιπουράδικο του Γ. Καλαφατάκη, στο κτίριο του Γιώργου Μαυριά, ήταν αρχικά το ξυλουργείο του Νίκου Τσίλογλου και Κώστα Κουκουβίνου που ήταν συνεταίροι.
Ο Παναγιώτης Μαυριάς ζούσε στη Δρέμισα, μετέπειτα Πανουργιά, ορεινό χωριό της Γκιώνας, του Νομού Φωκίδος.
Παντρεμένος με τη Μαρία Γιούβαλη απόκτησε πολλά παιδιά: Την Αλτάνα, την Αικατερίνη, τον Γεώργιο, τον Κωνσταντίνο, τον Ιωάννη, την Αγγελική και τη Βασιλική, οι οποίες πέθαναν στο χωριό από αρρώστια σε ηλικία 20 χρονών. Κατά τον ανταρτοπόλεμο, οι κάτοικοι εκπατρίστηκαν, το χωριό ερήμωσε, οι κάτοικοι σκορπίστηκαν, οι περισσότεροι προς τη Λαμία και την Αθήνα και ο Παναγιώτης Μαυριάς με τα αγόρια του γύρω στο 1946, άγνωστο πώς, βρέθηκαν με άλλους πατριώτες στον Βόλο.
Η Μαρία έμεινε με τα κορίτσια στο χωριό και κατέβηκε αργότερα.
Αρχικά εγκαταστάθηκαν εκεί που είχε κρεοπωλείο ο Κοφινάς από το πίσω μέρος, μάλλον ο δρόμος ήταν Αγίας Βαρβάρας. Εκεί είχε και το εργαστήριό του και έφτιαχνε με το γάλα που αγόραζε από τον Σαμπάναγα και τα Μελισσάτικα γιαούρτι.
Μετά αγόρασε κάποια οικόπεδα για τα κορίτσια του που έμειναν στο χωριό, ιδιαίτερα για την Αγγελική και τη Βασιλική, αλλά επειδή πέθαναν τα πήρε ο Γιώργος. Τα άλλα σπίτια πήραν ο Κώστας και ο Γιάννης.

Αριστερά Γ. Μαυριάς με τον ανιψιό Π. Βασιλείου μοιράζουν γάλα

Ο Γιώργος παντρεύτηκε τη Μαρία Δρόσου, κοντοχωριανή, από το Κουμαρίτσι, χωριό πάνω από τον Γοργοπόταμο και απόκτησε τέσσερα κορίτσια. Στα δυο πρώτα έδωσε τα ονόματα από τις χαμένες αδελφές του Αγγελική και Βασιλική και στα άλλα Δήμητρα και Παναγιώτα.
Τα κορίτσια όμως αυτά μπήκαν από μικρά στη βιοπάλη και βοηθούσαν στο σπίτι και στο εργαστήριο τον πατέρα τους.
Στο οικόπεδο, γωνία Μαγνησίας και Προύσης, ο Γιώργος έκτισε μια οικοδομή. Από τη μια πρόσοψη έγινε το τσιπουράδικο και από την άλλη ήταν το ξυλουργείο, το οποίο, αφού έφυγαν οι γαμπροί του, το έκανε γαλατάδικο. Πάνω έκανε και άλλον όροφο όπου έμενε η οικογένεια και κάτω είχε ένα ημιυπόγειο, το εργαστήριό του. Με την επωνυμία «Γαλακτοπωλείο Γιώργου Μαυριά» το γαλατάδικο έδωσε πνοή στη γειτονιά. Οι νοικοκυρές της γειτονιάς πήγαιναν πλέον από μόνες τους, κοντά ήταν και έπαιρναν το καθημερινό τους γάλα στο κατσαρολάκι.
Είχε μεγάλα τζαμωτά παράθυρα και δυο πόρτες – είσοδοι μία από τη Μαγνησίας και άλλη από Προύσης.
Μέσα είχε δάπεδο από μωσαϊκό που έλαμπε από καθαριότητα, όλες οι αδελφές διακρίνονταν για τη νοικοκυροσύνη στην καθημερινότητά τους και ένα μεγάλο ψυγείο αργότερα με γιαούρτια γάλα και μερικές κρέμες… Ένας πάγκος στο πίσω μέρος και δυο τρία τραπεζάκια για κάποιους που ήθελαν να φάνε εκεί ένα γιαούρτι ή μια κρέμα, διάλειμμα στην ημερήσια βιοπάλη τους. Άλλα πράγματα δεν είχε.

Οι τέσσερις γαμπροί του Μαυριά

Χαρακτηριστική όμως ήταν η μορφή της Μαρίας, της μητέρας του Γιώργου, που καθόταν στη μέση του μαγαζιού δίπλα σε ένα μεγάλο μαγκάλι γεμάτο θράκα, που ζέσταινε το μαγαζί και κείνη τυλιγμένη με το μαύρο σάλι της έπλεκε κάλτσες με κείνες τις πολλές βελόνες που ήταν πάνω τους. Άλλες φορές είχε κοντά της την ανέμη και τύλιγε το μαλλί με επιδέξιο τρόπο, δείχνοντας εμπειρίες της προηγούμενης ζωής της στο χωριό. Και μόλις έβλεπε πελάτη να μπαίνει αμέσως σηκωνόταν σαν ελατήριο, παρατούσε βελόνες και ανέμη και πήγαινε τρέχοντας πρώτη αυτή να εξυπηρετήσει, βρίσκοντας πάντα τρόπο επικοινωνίας με τον πελάτη, όπως και ο γιος της.
Στο υπόγειο είχαν το εργαστήριο. Τα κορίτσια του η Τούλα και η Γιώτα έπλεναν τα μεγάλα καζάνια, έβραζαν το γάλα και μόλις ετοιμαζόταν το γιαούρτι, το έβαζαν στα κεσεδάκια πάνω στο μεγάλο τραπέζι και μετά τα τοποθετούσαν με τη σειρά πάνω στον πάγκο. Όλες τους και οι τέσσερις ήταν ωραίες κοπέλες εμφανίσιμες, γεροδεμένες, με μια ευγένεια εσωτερική και μια εγκράτεια που τις έκανε να ξεχωρίζουν. Και βρήκαν τους ανθρώπους τους όλες. Η Αγγελική παντρεύτηκε τον Κώστα Κουκουβίνο, η Βασιλική τον Νίκο Τσίλογλου το 1957.
Οι δυο αδελφές παντρεύτηκαν την ίδια μέρα στην Ευαγγελίστρια, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων.
Η μια 16 και η άλλη 15 χρονών κοριτσάκια, η μία με άσπρο και η άλλη με ροζ νυφικό και συνοδεία με όργανα και συγγενείς που πλήθαιναν όσο πήγαιναν προς την εκκλησία, έφτασαν στους νεαρούς γαμπρούς που περίμεναν με ανυπομονησία. Η Ευαγγελίστρια ήταν ασφυκτικά γεμάτη από συγγενείς, φίλους, αλλά και άγνωστους που ήθελαν να δουν το μοναδικό μέχρι τότε γεγονός του γάμου των δυο αδελφών. Όλη η Νέα Ιωνία ήταν παρούσα, γιορτινές μέρες ήταν, να δώσει τις ευχές της στα δυο ευτυχισμένα ζευγάρια που ξεκινούσαν τη ζωή τους με όλες τις καλές προϋποθέσεις.

Γ. Μαυριάς με τους γαλατάδες στα Παλαιά

Λίγο αργότερα παντρεύτηκε η Δήμητρα (Τούλα) τον Νίκο Μέλη, επιπλοποιό, και το 1968 η Παναγιώτα (Γιώτα) τον Λευτέρη Γαλλιό, ηλεκτρολόγο, που και αυτές πέτυχαν στον γάμο τους.
Κανείς όμως από τους γαμπρούς δεν βοήθησε και δεν συμμετείχε στο γαλατάδικο. Η Γιώτα και η Τούλα είχαν αναλάβει μετά όλη τη δουλειά του μαγαζιού και πήγαιναν ακόμη και γιαούρτια παραγγελίες στους πελάτες στο Φαρδύ, όταν χρειαζόταν.
Ο πατέρας τους έβγαινε έξω να μοιράσει το γάλα και τις παραγγελίες που είχε. Ανεβασμένος ο Γιώργος πάνω στο ποδήλατο με κρεμασμένες τις «μόστρες», τα ξύλινα ντουλαπάκια όπου έβαζαν τα γιαούρτια, δεξιά – αριστερά γεμάτες με κεσεδάκια τριγυρνούσε ακαταπόνητος στα σοκάκια και στους χωματόδρομους, μπαινόβγαινε στις γειτονιές πάντα με ένα χαμόγελο και πήγαινε τις παραγγελίες σε σπίτια, στο στρατόπεδο, στην παιδική στέγη, όπου μπορούσε να τροφοδοτήσει με το καλής ποιότητος γιαούρτι του.
Πάνω στο ποδήλατό του αψηφώντας βροχές και χιόνια με κρεμασμένο το μεταλλικό δοχείο γάλατος, την τσότρα, γύριζε σχεδόν όλη τη Νέα Ιωνία από το ποτάμι μέχρι πάνω από το στρατόπεδο να εφοδιάσει την πελατεία του με το καλής ποιότητας γάλα από τα δικά του πρόβατα.
Με τον καιρό το ποδήλατο έγινε τρίκυκλο καρότσι με ντουλάπι επάνω με θήκες ανάλογες για τα γιαούρτια που έβαζε σε πήλινα κεσεδάκια της μιας οκάς ή περισσότερο. Σταματούσε στα γνώριμα σημεία του και κει με τη ζυγαριά στο χέρι έκοβε με μια ξύστρα το απαιτούμενο βάρος και το ζύγιζε, χωρίς τσιγκουνιές, και το έδινε στην πελατεία του.
Ήταν γραμμένος και στον σύλλογο που είχαν κάνει οι γαλατάδες του Βόλου και συχνά μαζεύονταν στο «λημέρι» τους, σ’ ένα καφενεδάκι στα Παλαιά και συζητούσαν τα προβλήματα του κλάδου τους και τις τιμές των προϊόντων τους.

1956, Μαγνησίας με Προύσης

Ανοιχτός χαρακτήρας, αυθόρμητος, επικοινωνιακός, όταν τον ζόριζαν οι ευθύνες και οι σκοτούρες πήγαινε δίπλα στον φίλο του τον Καλαφατάκη και με δυο-τρεις κουβέντες και ένα καραφάκι ξέφευγε από τα δυσάρεστα. Όταν πέθανε ο Καλαφατάκης κράτησε για λίγο το μαγαζί ο Αλέκος Κασαπλέρης, ύστερα το νοίκιασε ο Νίκος ο Μέλης, ο μετέπειτα γαμπρός του, άντρας της Τούλας, από τους γνωστούς και καλούς επιπλοποιούς και μετά έγινε πάλι μαγαζί που πουλούσε γιαούρτια.
Τον περισσότερο καιρό ήταν η γιαγιά Μαρία, που αν και τα χρόνια της τη βάραιναν αρκετά άντεχε και ήταν παλικάρι. Κράση γερή, γυναίκα δουλεμένη, από κείνα τα ορεινά χωριά που σε ξεχνάει και ο Θεός, όταν ερχόταν το κασάκι με το γάλα ΕΒΟΛ που το άφηναν στα σκαλιά και ήταν μόνη της στο μαγαζί, μηχανευόταν τρόπους να το μεταφέρει τραβώντας το με ένα σίδερο. Πέθανε στα 104 από γρίπη μέσα σε μια εβδομάδα. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που αρρώστησε και έλεγε στις εγγονές της να μη σχολιάσουν ότι είναι άρρωστη, γιατί σε λίγο θα ήταν πάλι όρθια. Η απουσία της έγινε αισθητή σε όλη την οικογένεια, αλλά και στη γειτονιά.
Μετά το 1967 το γαλατάδικο έγινε κατάστημα υαλικών και ηλεκτρικών ειδών, που το νοίκιασε ο μετέπειτα γαμπρός Λευτέρης Γαλλιός, κοντινός συγγενής μου, με την επωνυμία «Ελευθέριος Γαλλιός». Είχε τα καλύτερα γυαλικά και κρύσταλλα, φωτιστικά παλαιού τύπου και μοντέρνα, πορτατίφ, πιάτα και ποτήρια κλασικά, απλά και ανάγλυφα με σχέδια. Στον αρραβώνα του με τη Γιώτα που έγινε το 1968, όλο το επάνω σπίτι είχε γεμίσει με συγγενείς και φίλους της οικογένειας. Η Ρούμελη γλεντούσε με τον τρόπο της και ξεσήκωσε τις γειτονιές μέχρι το Φαρδύ. Οι μνήμες μου ακόμη δεν έσβησαν…
Γύρω στο 1970 ο Γιώργος πέθανε σε ηλικία 74 χρονών, έμεινε όμως σε όλους η συνήθεια να λένε για πολλά χρόνια «στο γαλατάδικο του Μαυριά».
Η άλλη γωνία ήταν οικόπεδα φυτεμένα με καπνά. Το ακριανό το αγόρασε ένα ζευγάρι, ο Βάγιος και η Βαγγελιώ, που είχαν τρία παιδιά, τον Μιχάλη, την Ευανθία και τον Μιλτιάδη. Φτωχοί άνθρωποι, δύσκολα τα έβγαζαν πέρα, έκτισαν ένα μακρόστενο σπιτάκι, είχαν και την αυλίτσα τους με διάφορα λαχανικά, όμως δεν είχαν ούτε ρεύμα και τα παιδιά τους διάβαζαν για το σχολείο με το φως από τον στύλο της ΔΕΗ.

Αρραβώνες Γιώτας Μαυριά, 1968

Η φτώχεια τους όμως δεν εμπόδισε τον έναν γιο, τον Μιχάλη, να σπουδάσει, να γίνει δάσκαλος, μετά ιερέας κάπου στη Μακρινίτσα ή Πορταριά και να φτιάξει μια ευτυχισμένη οικογένεια. Σαν μεγάλωσαν τα παιδιά η οικογένεια του Βάγιου το πούλησε.
Το διπλανό οικόπεδο το πήρε μια Γαρυφαλλίδου που τη φώναζαν «Κυρά Γιάνναινα», μάλλον από το όνομα του άντρα της, όπως συνηθιζόταν στα χωριά. Έκτισε ένα σπιτάκι με αυλή και σ’ αυτή την αυλή γύρω στο 1970 ο άντρας της άνοιξε μια ταβέρνα που την έλεγαν «Καλύβα». Δούλεψε λίγα χρόνια, ήταν γνωστή ως ταβέρνα του Καλύβα και μάζευε τους απλούς ανθρώπους του μεροκάματου. Στο σπίτι της κυρά Γιάνναινας έμενε και η νύφη της Ελένη Μυτιληναίου, προκομμένο κορίτσι. Μέσα σ’ ένα δωμάτιο είχε μια πλεκτομηχανή, έπλεκε αντρικές και γυναικείες φανέλες και μέσα σε λίγο χρόνο έγινε γνωστή στον συνοικισμό.

Γ. Μαυριάς πουλά γιαούρτι

Λίγο πιο κάτω στο άλλο οικόπεδο έκτισε ένας Κατσάμπας, Τρικεριώτης, που είχε γυναίκα την Ελένη τη Σκαλίδου και στο τελευταίο οικόπεδο, γωνία Μαγνησίας Δημοκρατίας, ήταν το μικρό σπιτάκι της κυρά Αθηνάς με την ξυλαποθήκη του γιου της που πουλούσε κάρβουνα και ξύλα.
Ο δρόμος της Μαγνησίας είχε φτάσει στο τέρμα του και ο Σμυρνιός πλανόδιος πωλητής, κυρ-Θόδωρας ο γυαλοπώλης, με το κάρο του φορτωμένο έδινε το στίγμα της παρουσίας του στις νοικοκυρές εκείνης της γειτονιάς.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γιώτας Μαυριά, Ελπίδας Τσάγγαρη, Μαρίτσας Μαχαίρα.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το