Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Μαγνησίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Αφιέρωμα στην οικ. Καλαφατάκη

Πλησιάζοντας τη γωνία Προύσης και Μαγνησίας ήταν η οικοδομή του Γιώργου Μαυριά από τον Πανουργιά (Δρέμισα) Φωκίδας.
Η πλευρά που είχε όψη τον δρόμο, ήταν το ουζερί (δεν λεγόταν τσιπουράδικο) του Γιώργη Καλαφατάκη και η άλλη στην Προύσης ήταν το ξυλουργείο των γαμπρών του Μαυριά, Νίκου Τσίλογλου και Κώστα Κουκουβίνου.
Η οικογένεια Παρασκευά Καλαφατάκη είχε καταγωγή από το Εγγλεζονήσι. Παρασκευάς ήταν το επίθετό του, αλλά επειδή ήταν πολλοί, το άλλαξε και πήρε το όνομα Καλαφατάκης, επειδή κάποιοι στην οικογένεια καλαφάτιζαν τα καΐκια και τους φώναζαν έτσι.
Είχε καΐκι δικό του στο νησί και ήταν κοντραμπατζής, δηλαδή μεσολαβητής μεταξύ των ναυτικών και των εμπόρων πελατών που μετέφεραν φορτίο από το νησί στο λιμάνι της Σμύρνης. Παντρεμένος με την Ελένη Φατσή απόκτησε τον Βασίλη, τον Γιώργο (τη Σταυρούλα αργότερα στην Ελλάδα) και με τα γεγονότα του εκπατρισμού βρέθηκε και αυτός πρόσφυγας στον Βόλο.
Αρχικά ο Παρασκευάς άνοιξε στην πλατεία Ελευθερίας, που είχαν οι πρόσφυγες τα μαγαζιά τους, ένα καφενείο, για το τσούρμο των εργατών που δούλευαν στις μαούνες του Σπύρου Τσαλαπάτα.

Γ. Γιασιράνης-Μπότης Μιχαηλίδης

Ήταν δηλαδή ο επιστάτης που στο καφενείο του συγκεντρώνονταν οι ανοργάνωτοι ακόμη λιμενεργάτες που δούλευαν στις μαούνες και εκεί τους επέλεγε ο Τσαλαπάτας.
Το 1936 που έβαλαν φωτιά στα μαγαζιά των προσφύγων της πλατείας, ο Παρασκευάς μάζεψε τα αποκαΐδια και ασχολήθηκε με το λιμάνι. Έκανε διάφορες εργολαβίες προτού συσταθεί το σωματείο των λιμενεργατών, έκανε οικονομίες και με τα χρήματα αγόρασε ένα αμπελάκι στο Διμήνι και εγκατέλειψε τελείως το λιμάνι.
Ασχολήθηκε κυρίως με το κτήμα και με τον γιο του τον Γιώργο.
Ο Βασίλης έγινε κουρέας και είχε κουρείο απέναντι από το δημαρχείο, δίπλα στο τενεκετζίδικο του Αντώνη Κεσμετζή. Παντρεύτηκε τη Στέλα Μονογενή και έκανε οικογένεια.
Η Σταυρούλα παντρεύτηκε τον Κοτσιαλή, αγρότη από το Διμήνι, που δούλευε και ως ελεύθερος εργάτης στο λιμάνι.
Ο Γιώργος αφού υπηρέτησε τη θητεία του, προτίμησε τη Νέα Ιωνία, συγκεκριμένα την οδό Μαγνησίας και εκεί άνοιξε το μαγαζί του που δεν ήταν ούτε μέσα στο κέντρο, αλλά ούτε και απόκεντρο. «ΚΑΦΕΟΥΖΟΠΩΛΕΙΟΝ Ο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ, ΓΕΩΡ. Π. ΚΑΛΑΦΑΤΑΚΗΣ» έγραφε η ταμπέλα του που έγινε σε λίγο χρόνο το σημείο αναφοράς των ανδρών της περιοχής, αλλά και της Νέας Ιωνίας.
Παντρεύτηκε την Αναστασία (Στάσα) Κιουλούμογλου και απόκτησε την Ελένη, τον Πάρι και τη Λαμπρινή.
Δούλεψε σκληρά με τη γυναίκα του για να μπορέσει να ξεχωρίσει. Ο πρόσχαρος χαρακτήρας του, η κοινωνικότητά του και τα φρέσκα θαλασσινά που του έδινε ο πατέρας του και τα βαρκάκια των συνταξιούχων Εγγλεζονησιωτών του έδιναν τη δυνατότητα να παρουσιάζει στο τραπέζι με το ούζο ποικιλία θαλασσινών που δεν υπήρχε αλλού.
Η μεγάλη βιτρίνα του ήταν γεμάτη καβούρια, αχιβάδες, γυαλιστερές, μύδια, κολιτσάνους, κάθε είδος θαλασσινών, όλα φρέσκα και ζωντανά από τις βάρκες των Παρασκευάδων του Χρήστου και του Στέφανου.

Kαλαφατάκης Γ.

Στους τοίχους με την ταπετσαρία είχε κάποια φύλλα ημερολογίου με γυναίκες κρεμασμένα εδώ και κει και το μεγάλο παλιό ρολόι του Περεντίδη μετρούσε τον χρόνο ασταμάτητα σημαίνοντας την κάθε ώρα που διάβαινε κάποιες φορές απαρατήρητη. Μερικά ξύλινα τραπεζάκια ήταν έξω στο χωμάτινο πεζοδρόμιο με ψάθινες καρέκλες για το καλοκαίρι, ανάμεσα στις δίφυλλες ξύλινες πόρτες με τα τζαμλίκια, ενώ τον χειμώνα τα τραπεζάκια ήταν κοντά – κοντά και ο χώρος ζεσταινόταν με τη μεγάλη σόμπα, την καλή παρέα και το κέφι των θαμώνων.
Τα βράδια άρχιζαν νωρίς, μόλις σκοτείνιαζε, πάντα βρισκόταν κάποιος βιαστικός πελάτης που επιθυμούσε να πιει ένα ποτηράκι κρασί με τσιτσίραβλα και παστά. Την ώρα τους την ήξερε ο Καλαφατάκης και τους περίμενε. Από νωρίς το μεσημέρι έβγαζε στο πεζοδρόμιο τη φουφού με τα κάρβουνα και έψηνε τα χταπόδια, τις σουπιές και ό,τι άλλο χρειαζόταν για μεζέ. Δεν τα τηγάνιζε γιατί έχαναν τη νοστιμιά τους. Και οι μυρωδιές ξεχύνονταν στα στενοσόκακα και έφταναν μέχρι την Ευαγγελίστρια, τη Μαιάνδρου και τον κεντρικό δρόμο. Οι γειτόνισσες έλεγαν μεταξύ τους «πάλι ψήνει ο Καλαφατάκης…».
Και κει πάνω στον μεγάλο μακρόστενο πάγκο του, με φόντο τα κρασοβάρελα είχε στην άκρη τα ποτηράκια σε έναν δίσκο και στα αριστερά στη γωνία ένα κτιστό πεζούλι με το μπουχαρί, όπου είχε κτιστή φουφού με το τηγάνι έτοιμο για τις ανάγκες του. Εκεί τα έψηνε, έκανε τις νοστιμιές του και μηχανευόταν τους συνδυασμούς των πιάτων του. Έφτιαχνε τα ψάρια νόστιμα σαν να τα έτρωγε ο ίδιος, όχι οι πελάτες του και αν δεν του άρεσε κάτι δεν το πρόσφερε. Από νεαρή ηλικία είχε τον γιο του τον Πάρι μαζί του. Δεν ήθελε να του κληρονομήσει το μαγαζί, αλλά ήθελε να έχει την εμπειρία του και να μαθαίνει τη ζωή…
Εκεί μέσα ήταν πράγματι ένα σχολείο, που ο καθένας δεν μπορούσε να το έχει. Συχνά στο μαγαζί φιλοξενούνταν πελάτες με ούτι και κανονάκι. Κάποια εποχή είχε κάθε Δευτέρα «Μουσική βραδιά» με τον Μιχάλη Αχειλά, τον τροβαδούρο των προσφύγων, που λευτέρωνε την ψυχή τους, άναβε το γλέντι με τον χορό και το τραγούδι, έρχονταν στο «τσακίρ κέφι», έπιναν λίγο παραπάνω και τότε άρχιζαν οι θύμησες για τα παλιά, για τις πατρίδες τους, για τον αγώνα τους, για τις ιδέες της λευτεριάς τους. Χαρούμενοι άνθρωποι, σκληροί στην καθημερινότητά τους, μαζεμένοι στα αισθήματά τους ανοίγονταν μόνο σαν έπιναν παραπάνω και ξέφευγαν από τα συνηθισμένα. Κράσεις γερές, δραστήριες, πίστευαν πως η ζωή τους χρωστούσε ακόμη και διηγούνταν ιστορίες….


Σαν άκουγε ο κυρ-Γιώργης κανένα χοντροκομμένο ψέμα, κάποια υπερβολή, ξεκρέμαγε την κουδούνα και τη βαρούσε με το αφοπλιστικό χαμόγελό του.
Η πελατεία του εκτός από τους Εγγλεζονησιώτες ήταν οι ηθοποιοί του κινηματοθέατρου «Λυρικό», λίγο πιο κάτω στο ποτάμι, που σύχναζαν εκεί για το φρέσκο και καλό ψάρι, ο γιατρός ο Σιούρας, ο Σκούρας, πολιτικοί, γνωστοί επαγγελματίες της καλής κοινωνίας του Βόλου και ξένοι τουρίστες.
Όταν το 1958 ήρθε στον Βόλο ο Καζαντζίδης και τραγούδησε στου Μπακονικόλα στις Αλυκές και στου Βακερλή όπου πήγαινε κατάμεστη από κόσμο η βενζίνα, μετά ήρθε και στη Νέα Ιωνία, στον Καλαφατάκη.
Τότε μαζεύτηκε η φτωχολογιά και έκλεισε η Μαγνησίας πάνω από τη Δορυλαίου μέχρι τη Δημοκρατίας να δουν τον Καζαντζίδη, τον τραγουδιστή της καρδιάς τους. Μαζεύτηκαν από παντού να δουν το είδωλό τους κι ύστερα ευχαριστημένοι γύρισαν στα σπίτια τους.
Η φήμη του μαγαζιού ήταν μεγάλη. Όλοι οι επώνυμοι ηθοποιοί και τραγουδιστές, όταν έρχονταν στον Βόλο, επισκέπτονταν τον Καλαφατάκη και γεύονταν τις νοστιμιές του. Ο Καλαφατάκης ήταν φίλος του πατέρα μου, χρόνια εκεί σύχναζε στις κακές και στις καλές στιγμές του μαζί με τον Μπότη τον Μιχαηλίδη και τον Ιάσονα Μωραϊτίδη ήταν το τρίο. Τις Κυριακές όμως, όταν δεν δούλευε στο φορτηγό, ο πατέρας μου με κείνη την αντίληψη του Μικρασιάτη που μεγάλωνε τα κορίτσια σαν αγόρια είμασταν με την αδελφή μου παρούσες και προστατευμένες με την αγάπη τη δική του και του φίλου του Καλαφατάκη.


Σε κείνα τα τραπεζάκια με τα ριγωτά τραπεζομάντηλα της κυρα-Στάσας άπλωσα τη χαρά της επιτυχίας μου στις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και είδα τον πατέρα μου να καμαρώνει με ένα πλατύ χαμόγελο για ό,τι ερχόταν στη ζωή μας. Εκεί ένιωσα μεγάλη, γέμισα από την αγάπη του πατέρα μου που τον στερούμασταν και κατάφερα να πιω κάτι παραπάνω και να χαρώ για το μέλλον μου.
Λίγους μήνες μετά που έφυγα από τον Βόλο ο Καλαφατάκης αρρώστησε και παράτησε το μαγαζί. Έσβησε μια μέρα ταλαιπωρημένος από την αρρώστια, σε ηλικία 47 χρονών και το μαγαζί άλλαξε χέρια. Το πήρε ο Αλέκος Κασαπλέρης και προσπάθησε να διατηρήσει το καλό όνομα. Κανείς δεν το ήξερε ως του Κασαπλέρη το τσιπουράδικο. Όλοι έλεγαν στου Καλαφατάκη και όχι στου πρώην Καλαφατάκη, του ανθρώπου που με το πνεύμα, την όρεξη και την αγάπη του για τους ανθρώπους της Νέας Ιωνίας έκανε γνωστό το τσίπουρο και τους θαλασσινούς μεζέδες σε όλη την Ελλάδα. Ο Καλαφατάκης με το χαμόγελο και την άσπρη καθαρή ποδιά και η κυρα- Στάσα με τη νοικοκυροσύνη και την προσωπικότητά της στη γειτονιά μας, στην Πανόρμου, ήταν ένα κομμάτι από το παρελθόν μου, ήταν μέρος της παιδικής ανεμελιάς μου, ήταν στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, οικογενειακής συγκέντρωσης…
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Πάρι Καλαφατάκη, Ελπίδας Τσάγγαρη, Ημερολόγιο 2012 του πολιτιστικού συλλόγου «Το Εγγλεζονήσι» Νέα Ιωνία και Τσίπουρο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το