Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Μαγνησίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Κατεβαίνοντας προς τα κάτω στον «γκιουζέλ μαχαλά», όπως τον αποκαλούσαν, με τις πολλές κόκκινες γλάστρες και τα λουλούδια έξω και μέσα στις αυλές τους ήταν το προσφυγικό του Γιάννη Μαχαίρα από τα Σώκια. Το 1922 ήρθε με τα αδέλφια του Βαγγέλη, Γιώργο και Σοφία φορτωμένος με μια ραπτομηχανή χεριού στην πλάτη του, το μόνο εφόδιο της οικογένειας για βιοπορισμό. Ήταν ο μεγαλύτερος και είχε αναλάβει τις ευθύνες. Πήραν το προσφυγικό στη Μαγνησίας 11, δίπλα από τον Κόπανο και άρχισε ο αγώνας. Στην αρχή ο Γιάννης δούλεψε στα καπνά, δεν του άρεσε και θέλησε να μάθει μια τέχνη. Βρήκε έναν κουρέα στο Βελεστίνο, μάλλον θα ήταν καλός άνθρωπος και επαγγελματίας και κάθε μέρα με ένα ποδήλατο, με όποιον καιρό, πήγαινε και ερχόταν να μάθει την τέχνη. Ήταν κόπος μεγάλος. Κουραζόταν, αλλά το ήθελε, ήταν και νεαρός στην ηλικία, άντεχε και τα κατάφερε. Σαν έμαθε όλα τα μυστικά της τέχνης σκέφτηκε να ανοίξει ένα κουρείο στον μεγάλο δρόμο, στο Φαρδύ, εκεί στο μαγαζί του Χινδιμπάτογλου σήμερα.

1955, ο Γ. Μαχαίρας κουρεύει τον Βαγ. Πανταζόπουλο

Σε κείνο το σημείο υπήρχαν δυο τρία μαγαζάκια παράγκες, νοίκιασε το ένα, το περιποιήθηκε και ξεκίνησε να δουλεύει και να αποκτά πελατεία.
Κάποια εποχή, γύρω στα 1930, τα μαγαζάκια πήραν φωτιά, η οποία είτε προκλήθηκε από μόνη της είτε την προκάλεσε ο ιδιοκτήτης τους, επειδή τα είχε ασφαλισμένα, ήθελε να πάρει αποζημίωση και να φτιάξει καινούρια οικοδομή. Μετά άνοιξε αλλού μαγαζί, πάλι στο Φαρδύ, μετά το καφενείο «ΤΕΧΑΣ» του Βλαχόπουλου, καφενείο συγκέντρωσης των νέων του συνοικισμού, στο σημερινό κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του Ιωαννίδη στη γωνία, με είσοδο στο στενό.
Άρχισε πάλι νέο αγώνα, αγωνίες, αλλά τώρα είχε και την παλιά πελατεία που τον προτιμούσε γιατί ήταν πρόσχαρος, ευγενικός, περιποιητικός, με ένα χαμόγελο πάντα στο πρόσωπο και ας είχε και βάσανα κάποιες φορές, όπως όλοι εκείνοι οι πρόσφυγες της γενιάς του.
Παντρεύτηκε τη Θεσσαλία Σκυριανού και απόκτησε τον Μανώλη, τη Μαρίτσα και τον Νίκο. Ο Μανώλης πέθανε σε ηλικία 4 χρονών, μολύνθηκε από καρφί, έπαθε τέτανο και έφυγε ήσυχα από τη ζωή τους αφήνοντας μόνο δάκρυα και πόνο.

Η Θεσσαλία Μαχαίρα

Την περίοδο των σεισμών του 1955 ο κυρ-Γιάννης δεν σταμάτησε να δουλεύει. Οι σεισμοί δεν σταμάτησαν τους ρυθμούς της ζωής της Νέας Ιωνίας και οι κάτοικοι συνέχιζαν με όποιο ρυθμό μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν. Τότε εκείνος, κούρευε και στον δρόμο. Έβγαζε την καρέκλα, εκεί στη στάση Μαυρομάτη, μπροστά στο καφενείο και με …θεατές, πάντα χαμογελαστός, κούρευε και ξύριζε τους πελάτες του.
Ο Νίκος, ο γιος του, από μικρό παιδί πήγαινε στο κουρείο, βοηθούσε και μάθαινε την τέχνη. Κάποια χρόνια τη συνέχισε, αλλά αργότερα τον κούρασε η «στατικότητα» σε έναν χώρο, τον τράβηξε η επιθυμία να γνωρίσει, αλλά και η σιγουριά των χρημάτων και έγινε οδηγός νταλίκας.
Παντρεύτηκε την Αναστασία Δημητρίου από το Περιστέρι, εγκαταστάθηκε ακριβώς απέναντι, Μαγνησίας με Προύσης και έκανε δική του οικογένεια. Η Μαρίτσα παντρεύτηκε τον Θανάση Πατσέα, μηχανικό αυτοκινήτων, απόκτησε δική της οικογένεια, κράτησε το πατρικό της και συνέχισε με τις γλάστρες, τα λουλούδια στη βεράντα, τη νοικοκυροσύνη της να ομορφαίνει την αυλή της.

Ο Γιάννης ετοιμάζει τον γαμπρό

Στο ενδιάμεσο Προύσης με Δημοκρατίας ήταν το ταβερνάκι του Μουλά από τη Σμύρνη. Στην αυλή του προσφυγικού είχε προέκταση με τσίγκια να μεγαλώσει ο χώρος, κι ο μαγαζάτορας, «λεβεντόγερος», μετρίου αναστήματος, πάντα πρόσχαρος, έβαζε τα τραπεζάκια του, τους μεζέδες, την αγάπη του για τη ζωή και τα βόλευε. Σαν άνοιγε ο καιρός κάτω από τις τρεις μουριές του χωμάτινου δρόμου με το μεγάλο αυλάκι στη μέση που έχυνε τα νερά στο κτήμα του Καραγιάννη εκεί έβγαζε ο Μουλάς τα ξύλινα τραπεζάκια του, που τα παραμέριζαν καμιά φορά οι περαστικοί, αλλά και οι θαμώνες να γευτούν τα νόστιμα μαύρα μούρα.

Καρναβάλια στη βεράντα του σπιτιού της οδού Μαγνησίας

Διώροφο ήταν το προσφυγικό τους και πάνω έμενε η οικογένεια. Χαρακτηριστική μορφή ήταν η γυναίκα του, Σμυρνιά και αυτή, έβγαινε πάντα περιποιημένη προσεγμένη με το καπελάκι της, το χαμόγελό της και όταν άκουγε τον εθνικό ύμνο στεκόταν προσοχή και αισθανόταν δέος. Τρία αγόρια του είχε δώσει του Μουλά. Τον Γεράσιμο, τον Κώστα και τον Σπύρο που τον φώναζαν Τζακ. Ο Κώστας και ο Γεράσιμος, παιδιά εργατικά, άνοιξαν κρεοπωλείο επί της Ιωλκού στον Βόλο και πρόκοψαν. Ο Τζακ είχε άλλα όνειρα… ήθελε να πάει στην Αμερική… αγαπούσε την περιπέτεια και ήταν άνθρωπος της πιάτσας. Κάθε προσπάθειά του όμως να φύγει με τα φορτηγά απέβαινε άκαρπη. Τον έβλεπαν στο λιμάνι την ώρα που έμπαινε το φορτηγό στο καράβι και γύριζε πάλι πίσω… Έκανε άπειρες προσπάθειες, μα δεν του έβγαινε η Αμερική.
Το μαγαζάκι και μετά τον θάνατο του Μουλά ξαναδούλεψε πάλι, άγνωστο από ποιο αφεντικό κι ύστερα όλο το σπιτικό ερήμωσε… αλλά έμεινε ίδιο… και ξεγελούσε τον χρόνο.
Σχεδόν δίπλα ήταν το προσφυγικό του Χαράλαμπου Δημάκη από το Εγγλεζονήσι. Ο Χαράλαμπος δούλευε στον σιδηρόδρομο και από τον γάμο του είχε αποκτήσει τον Παντελή και ένα αγόρι ακόμη. Τα αδέλφια του Χαράλαμπου, Νίκος και Κώστας, δούλευαν πληρώματα σε προσφυγοκάικα του λιμανιού. Ο Νίκος έγινε ηλεκτρολόγος και ο Παντελής πλανόδιος τυροπιτάς, ελεύθερος επαγγελματίας. Μεγάλωσε με τις τυρόπιτες, τα κουλούρια και τα ντόνατς τις πρώτες γενιές προσφυγόπαιδων που φοιτούσαν στα σχολεία της Νέας Ιωνίας. Ακούραστος, με το χαμόγελο πάντα, αλλά και με αγάπη για τον μαθητόκοσμο, έδωσε πολλά, αλλά και πήρε.

Ιάσων Μωραϊτίδης

Στη γωνία ήταν το προσφυγικό της οικογένειας του Κυριάκου Μωραϊτίδη από τα Θείρα. Με τον διωγμό τους η γυναίκα του Γιαννούλα με τα παιδιά της Ιάσονα και Στυλιανό, μόνη της χωρίς τον Κυριάκο που τον αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι και τη νύφη της Ελένη βρέθηκε στον Βόλο και μετά εγκαταστάθηκε στο προσφυγικό της οδού Δημοκρατίας μετέπειτα και Μαγνησίας. Το 1928 ενώθηκε πάλι η οικογένεια, γύρισε ο Κυριάκος και φρόντισε να μαζέψει πάλι την οικογένειά του κάτω από την προστασία του. Εκείνος άνοιξε ψαράδικο στο Φαρδύ, ο Ιάσονας και ο Γιώργος (που γεννήθηκε αργότερα με τον Ιωσήφ και τη Βαρβάρα) έγιναν φρουτέμποροι και έκαναν μέρος του προσφυγικού τους μανάβικο.
Το γέμισαν με λαχανικά, φρούτα, ζαρζαβατικά και με τον χαρακτήρα τους, την προθυμία και την εργατικότητά τους δούλευε πάντα το μικρό τους μαγαζάκι. Οι γείτονες και κάτοικοι από όλον τον συνοικισμό έγιναν πελάτες γιατί έβρισκαν τα πάντα φρέσκα και σε καλές τιμές. Ο Γιώργος τελικά κράτησε το μανάβικο, ο Ιωσήφ έγινε οδηγός αυτοκινήτων, η Βαρβάρα δούλεψε στα καπνά και παντρεύτηκε τον Δημόπουλο.

Kυριάκος και Γιαννούλα Μωραϊτίδη

Ο «γκιουζέλ μαχαλάς» τελείωνε όχι με λουλούδια, αλλά με τα ζαρζαβατικά της οικογένειας Μωραϊτίδη…
Κι ο καρβουνιάρης ο κυρ-Γιάννης αργόσερνε το βαρύ κάρο του με τα κάρβουνα και φώναζε δυνατά διαλαλώντας πως έφευγε για την κάτω γειτονιά στο ποτάμι….
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Νίκου Μαχαίρα, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», Βόλος 2013.

Συνεχίζεται

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το