Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Μετά τον φούρνο της οικογενείας Ξάνθη ήταν το Γ’ Αστυνομικό Τμήμα. Μια παλιά διώροφη οικοδομή με το χαρακτηριστικό ξύλινο φυλάκιο στο χωμάτινο πεζοδρόμιο, μικρό και στενό με αετωματική επίστεψη και με τον οπλισμένο αστυνομικό μέσα ή έξω να βαδίζει πέρα-δώθε ακούνητος και αυστηρός. Δυο-τρία σκαλάκια οδηγούσαν σε μικρή αυλή όπου ένα μέτρο από την πόρτα, απέναντι βρισκόταν η σκάλα με σιδερένια κάγκελα που οδηγούσε στον επάνω όροφο.
Κάτω ήταν ένα ευρύχωρο χολ με μωσαϊκό μάλλον και δεξιά ήταν τα γραφεία των κατωτέρων αστυνομικών και των υπαλλήλων όπου ξεχώριζε η μεγάλη φωτογραφία του βασιλιά Παύλου και της βασίλισσας Φρειδερίκης. Στο βάθος ήταν οι κοιτώνες των αστυνομικών.
Πίσω από το κτίριο υπήρχαν το εστιατόριο, το μαγειρείο και το κρατητήριο. Στην υπάρχουσα αυλή αυλιζόταν και η οικογένεια του Βασιλείου Βουτσά, Βουρλιώτης στην καταγωγή, εγκατεστημένος στον κάμπο, με αποικιακό στο Κιλελέρ (Κυψέλη) και έμενε εκεί από το 1943 παντρεμένος με την Ανδρονίκη Γκιώνη.
Την εποχή του εμφυλίου διοικητής του τμήματος ήταν κάποιος Ζαφειρόπουλος, μοίραρχος, που υπηρέτησε ώς το 1954, οπότε τον αντικατέστησε ως ανθυπομοίραρχος ο Δημήτριος Παϊζάνος. Επί των ημερών του κατασκευάστηκε ένα συντριβάνι – σώζεται ακόμη – για καλλωπισμό, έμεινε εκεί τρία περίπου χρόνια και συνέχισε στο καινούριο κτίριο της οδού Κάδμου.
Κόσμος πηγαινοερχόταν στο κτίριο, κρατούσε χαρτιά, έφευγε βιαστικά, ξαναγύριζε, κλέφτες, μέθυσοι και άνθρωποι του υπόκοσμου, γυναίκες «παρδαλές», ένα αλισβερίσι διαφορετικό που τάραζε την ησυχία του δρόμου και φόβιζε τους διαβάτες. Ένα περίεργο συνονθύλευμα, που έδινε το στίγμα του και αποχωρούσε ειρηνικά ή με τη βία.
Έξω πάνω στο πεζοδρόμιο ένα τζιπ μόνιμα άραζε και περίμενε διαταγές.

Οι πετσέτες με τη στάμπα του μύλου Καπουρνιώτη

Στα πρώτα χρόνια, όταν κτιζόταν η Νέα Ιωνία, είχε υπολογιστεί να γίνει το αστυνομικό τμήμα σε ένα διώροφο οίκημα των τετραγώνων στα ανατολικά της Ευαγγελίστριας.
Όμως επειδή αυξανόταν ο πληθυσμός των προσφύγων και μεγάλωναν οι ανάγκες τους το κτίριο που προοριζόταν για τη στέγαση του αστυνομικής διεύθυνσης παραχωρήθηκε στο προσφυγικό σχολείο. Έτσι το 1926 η αστυνομία στεγάστηκε σε ένα από τα διώροφα των Τσιμεντένιων, δυτικά της εκκλησίας, το δεύτερο κατά σειρά, όπου έδρευε αστυνομικός σταθμάρχης. Άγνωστο πότε μεταφέρθηκε σε αυτό το κτίριο που ήταν ιδιοκτήτης του ο Βασίλειος Βουτσάς, κτηματίας, αδελφός του Θεόδωρου που είχε απέναντι το μπακάλικο. Έμεινε εκεί μέχρι το 1957 και μετά μετακόμισε δίπλα ακριβώς από το γυμνάσιο, τη γνωστή παράγκα, σε καινούρια οικοδομή μονώροφη, με πολλές αίθουσες και υπαλλήλους.
Δίπλα ήταν το ποτοποιείο του Ιωάννη Στεργίου.
Το μαγαζί είχε δίφυλλες ξύλινες πόρτες που άνοιγαν και δεξιά ήταν ένα γραφείο σαν γκισέ όπου καθόταν, έκανε τους λογαριασμούς του, πλήρωνε τους πελάτες του και δίπλα ένας καναπές αποτελούσε τον χώρο ανάπαυσης της γυναίκας του Ζωής.

Μέρος του επισκευασμένου φούρνου

Οι γύρω τοίχοι είχαν βαρέλια, καλά τοποθετημένα, σε σειρά, χωρίς να προεξέχουν γεμάτα με ποτά (λικέρ, κουαντρό, μπανάνα) κρασιά και ούζο. Το μαγαζί ήταν ενωμένο με το σπίτι και πίσω υπήρχαν πόρτες που έβγαζαν στην αυλή του σπιτιού. Χαρακτηριστικές ήταν οι εικόνες τέτοια εποχή, όταν ο Γιάννης έφερνε τα σταφύλια στο πατητήρι της αυλής.
Καλούσε όλους τους συγγενείς, πανηγύρι ήταν, τους έβαζε να πλύνουν σχολαστικά τα πόδια τους και ξυπόλητοι έμπαιναν μέσα στη στέρνα της αυλής και πατούσαν για ώρες τα σταφύλια. Ο χυμός έβγαινε από μια τρύπα στο κάτω μέρος του τοιχώματος της στέρνας και χυνόταν σε βαρέλια, τα οποία έμεναν ξεσκέπαστα, για να γίνει ο βρασμός, σκεπασμένα μόνο με μια τάπα φελλού και κλαδί πεύκου.
Ήταν ειδικός στην απόσταξη και αν δεν είχε το κρασί «τα γράδα» (οξύτητα) του πρόσθετε και σταφίδα.
Για την παρασκευή ούζου είχε άλλη διαδικασία. Στο κάτω μέρος του βαρελιού έδενε ένα κωνοειδές κάμποτο στερεωμένο σε σύρμα στο πάνω μέρος και μέσα έβαζε ορισμένη ποσότητα μαστίχας όπου έτρεχε το υγρό.

Ο παλιός φούρνος με το μονόγραμμα του τεχνίτη

Όλα αυτά τα είχε μάθει πολλά χρόνια πριν, όταν ήταν υπάλληλος στο ποτοποιείο της οικογένειας Αμουτζόπουλου που ήταν από τα ίδια μέρη.
Έμαθε καλά την ποτοποιία, ερωτεύτηκε μικρός και με τις ευλογίες της μητέρας του με κουμπάρο το αφεντικό του, παντρεύτηκε τη Ζωή.
Πρόκοψαν, έκαναν οικογένεια και απόκτησαν τρία παιδιά τον Βασίλη (Βάσο), την Ευαγγελία (Λίτσα) και την Αναστασία (Στασούλα).
Η ιστορία του Βασίλη, μια γλυκιά ιστορία, απασχόλησε για πολλά χρόνια τη ζωή της Νέας Ιωνίας για τον έρωτά του με την Αρετή Παπαστρατή. Τα δυο παιδιά γεννήθηκαν στην ίδια αυλή, ξαναβρέθηκαν στην αυλή του σχολείου και έγιναν αχώριστα. Στην εφηβεία τους ήρθε ο έρωτας… έγιναν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα της Νέας Ιωνίας. Η οικογένεια του Βασίλη θέλησε να τον χωρίσει. Άφησε το σχολείο αναγκαστικά και η Αρετή συνέχισε με σπουδές στα γαλλικά και στο πιάνο. Οι γονείς του ήθελαν να γίνει χημικός, να σπουδάσει στην Ιταλία και να αναλάβει το εργοστάσιο.

Τελικά του άνοιξαν ένα πρατήριο του εργοστασίου τους στα Φάρσαλα πιστεύοντας ότι η απόσταση θα τους κρατούσε μακριά, ενώ την ίδια εποχή οι γονείς της Αρετής την αρραβώνιασαν με άλλον. Ο υποψήφιος γαμπρός ήταν έφεδρος αξιωματικός που υπηρετούσε στον Βόλο και μόλις την είδε τη ζήτησε σε γάμο. Όλοι πίστεψαν ότι ο μεγάλος έρωτας ξεχάστηκε, ώσπου κάποια μέρα μαθεύτηκε ότι ο Βασίλης ερχόταν κάθε βράδυ με το φορτηγάκι από τα Φάρσαλα και βρισκόταν με την αγαπημένη του.
Έτσι ο αρραβώνας διαλύθηκε, ο Βασίλης διώχτηκε από την οικογένεια και τον περιμάζεψε η γιαγιά, η οποία έπαιξε σπουδαίο μεσολαβητικό ρόλο. Ο πατέρας πείστηκε, πήραν τον Βασίλη πάλι στο σπίτι τους και δέχτηκε να τους αρραβωνιάσει. Παντρεύτηκαν, έζησαν βέβαια δύσκολα, αλλά παρέμειναν για όλη τους τη ζωή ερωτευμένοι. Απόκτησαν δυο όμορφες κόρες, επιστήμονες, τη Ζωή (Ζέτα) γιατρό και την Ειρήνη (Ρένα) φαρμακοποιό. Ο Βασίλης ήταν ενεργό μέλος στη Νέα Ιωνία. Εξελέγη δημοτικός σύμβουλος το 1975 με δήμαρχο τον Γεώργιο Μπαλή και το 1978 με τον Ανδρέα Βαλαχή.

Φούρνος Νικολάου, πρώην Δαρδαμανέλη

Μετά το ποτοποιείο ήταν ο φούρνος του Νίκου Δαρδαμανέλη. Ο πρώτος ιδιοκτήτης του ήταν ο Νικόλαος Μιχαηλίδης και το 1933 τον αγόρασε ο Νικόλαος. Παντρεμένος το 1931 με την Άρτεμη Προδρόμου, από τα Θείρα απόκτησε τρία κορίτσια τη Μαρίτσα, τη Βαγγελία και την Αρτεμισία και είχε τον φούρνο.
Προκομμένοι άνθρωποι, εργατικοί, χαμηλών τόνων, έβγαζαν το ψωμί και τροφοδοτούσαν τη γειτονιά, αλλά και κάποιες μακρινές συνοικίες. Η μεγαλύτερη πελατεία τους όμως ήταν γυναίκες που ζύμωναν και μετέφεραν τα καρβέλια τους στην ξύλινη πινακωτή, τυλιγμένα με τις ολοκάθαρες πετσέτες. Πετσέτες καμωμένες από υφασμάτινα τσουβάλια με τη σφραγίδα του μύλου Καπουρνιώτη Μπαντή, δείγμα της φτώχειας, αλλά και της νοικοκυροσύνης τους. Το άσπρο ψωμί του (χάσικο) γινόταν ανάρπαστο, όπως και το σταφιδόψωμο από τη νεαρή πελατεία που πήγαινε σχολείο. Η πίσω πόρτα του φούρνου επικοινωνούσε με το σπίτι της οικογένειας και ο Νίκος κάποιες φορές κοιμότανε μέσα πάνω στον εξώστη που ήταν το ζυμωτήρι και τα κορίτσια του πάνω στον ξύλινο πάγκο.

Τον μηχανισμό του φούρνου τον είχε κατασκευάσει ο Νικόλαος Χαρίτος από τη Λάρισα, το μονόγραμμα του οποίου βρίσκεται ακόμη στο σιδερένιο άνοιγμα της πόρτας. Η οικογένεια δούλεψε πολλά χρόνια τον φούρνο και μετά είπαν πως τον πήραν άλλοι δυο ιδιοκτήτες, ο Σαρικαδάκης από τον Καναδά, ανιψιός του Δαρδαμανέλη, αλλά δεν τον κράτησε πολύ. Βρέθηκε άλλος αγοραστής ο Μουρδοβαλής από τη Λάρισα, αλλά κάποιο πρόβλημα υπήρχε με την άδεια και ο φούρνος έμεινε κλειστός για δυο μήνες περίπου. Τελικά τον αγόρασε ο Βασίλης Νικολάου γεννημένος στη Νέα Ιωνία το 1973 και με τη βοήθεια της γυναίκας του Περσεφόνης Πινακά ανέλαβαν τη λειτουργία του.
Μάλιστα κάλεσε και τον Χαρίτο που είχε πλέον μεγαλώσει, τον επισκεύασε και πήρε τελικά την άδεια λειτουργίας. Επειδή δεν ήξερε την τεχνική του έδωσε οδηγίες και συμβουλές στον καινούριο ιδιοκτήτη.
Η επιγραφή «Αρτοποιείον Η ΝΙΚΗ» στόλιζε την πρόσοψη με την απλότητα και την κομψότητα εφόσον την είχε ζωγραφίσει ο γνωστός Ιπποκράτης (σώζεται μέχρι σήμερα στο αρχείο του Νεκτάριου).

Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε ο καιρός ο Βασίλης να σταματήσει τη δουλειά.
Με την απόσυρσή του τον Νοέμβριο του 2008 ο φούρνος μεταβιβάστηκε στους γιους του Τριαντάφυλλο και Νεκτάριο με άλλη πλέον επιγραφή επάνω στην πρόσοψη «BAKERY ΝΙΚΟΛΑΟΥ» και με άλλη μικρότερη πινακίδα στο πλάι «Παραδοσιακός ξυλόφουρνος Νικολάου». Έγιναν οι απαραίτητες ανακαινίσεις βασισμένες στο αρχικό σχέδιο του παλιού φούρνου οι νέοι ιδιοκτήτες εργάστηκαν με τον ίδιο απαράμιλλο ζήλο και παραμένει στον ίδιο χώρο να θυμίζει την ιστορία της Νέας Ιωνία στους ηλικιωμένους κατοίκους της, να ανανεώνει μνήμες και να προβάλλει τις ρίζες των προσφύγων του 1922.
Κολλητά στον φούρνο ήταν το σπίτι του Ευάγγελου Τσορμπατζόγλου – σήμερα είναι οικόπεδο και δίπλα ήταν το κατάστημα νεωτερισμών του Φερτεκλίδη. Ο δρόμος της Σινώπης μετέπειτα Βασ. Φρειδερίκης είχε πολλά μαγαζιά, ιδιαίτερα αρτοποιεία, που όμως όλα δούλευαν και έδιναν πνοή ζωής στην εργατούπολη της Νέας Ιωνίας. Οι κάτοικοι είχαν βρει τους ρυθμούς της ζωής τους.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γ. Κονταξή, Χρυσάνθης Βουτσά, Νικ. Βουτσά, Γεωργίας Καρακατσοπούλου, Βασίλη Νικολάου, Νεκτάριου Νικολάου, αρχείο Μαρίας Τριανταφυλλίδη, Γ. Καρακατσοπούλου-Χαϊδούλη «Καλλιπόλεως 29», 2008, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924» 2013.
Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το