Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη-Κυρίτση

Αμέσως μετά από το σπίτι του Χατζημάρκου ήταν το προσφυγικό του Μιχάλη Παρασκευά. Εγγλεζονησιώτης καραβοκύρης στο νησί του ήρθε με το καΐκι του ΝΕΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ το 1914, πριν τον διωγμό και με αυτό έτρεφε την πολυμελή οικογένειά του. Παντρεμένος με την Πατρώνα Καραντώνη είχε οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τα αγόρια του ήταν ο Κώστας, ο Παναγιώτης, ο Γιώργος και ο Μανώλης και τα κορίτσια του ήταν οι δίδυμες Δέσποινα και Μαριάνθη, η Σοφία και η Μαρκέλα.
Εργατικός και δουλευταράς δεν φοβόταν τη δουλειά, πάλευε για το καθημερινό ψωμί του, έπαιρνε και τα αγόρια του Κώστα, Παναγιώτη και Γιώργο, ταξίδευε με το καΐκι του μέχρι τη Ζάστενη και κουβαλούσε την πέτρα από τα νταμάρια. Το ίδιο έκαναν αργότερα και τα αγόρια του. Πήγαιναν στο Λαφοκλήσι, κοντά στον Πλατανιά, όπου υπήρχε ένα λατομείο. Έπιαναν τις «βαριές» και θρυμμάτιζαν ώρες ολόκληρες βράχους για να τους κάνουν χαλίκια. Έπειτα φόρτωναν τις ψηφίδες στο καΐκι και με τα πανιά ή κωπηλατώντας το έφερναν στον Βόλο και παρέδιναν το φορτίο στο εργοστάσιο μωσαϊκών του Μεφσούτ. Δούλευαν σαν είλωτες για την καθημερινότητά τους.
Από τα αγόρια ο Παναγιώτης ήταν ο καπετάνιος, ο Κώστας ήταν ο ναύτης και ο Γιώργος ο μηχανικός. Όμως άσχετα με την ιδιότητά τους στο καΐκι, οι ίδιοι φόρτωναν και ξεφόρτωναν το φορτίο τους.

1964 στο πατρικό, αριστερά Γιώργος, 4η Σοφία, Τ. Ματσέλης, κάτω Μαρίτσα, Μάνθος, Νικολέτα

Ο Μανώλης ξέφυγε από τη δουλειά του ναυτικού. Έφυγε στον Πειραιά, έγινε κουρέας, παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Κώστας παντρεύτηκε τη Μαρία Π. Καγιάφα, ο Γιώργος παντρεύτηκε και αυτός, όπως και ο Παναγιώτης του οποίου οι απόγονοι μένουν ακόμη στην περιοχή του παλιού λιμεναρχείου.
Το καΐκι ΝΕΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ταξίδευε Βόλο, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και μετέφερε διάφορα υλικά. Έπειτα το μίσθωσε ο εργοστασιάρχης Μεφσούτ και του κουβαλούσε διάφορα υλικά και ψηφίδες για τα περίφημα μωσαϊκά που κατασκεύαζε.
Ορισμένες φορές, όταν βιάζονταν να αδειάσουν το φορτίο του καϊκιού, έτρωγαν στο πόδι λίγο ψωμί και ό,τι άλλο πρόχειρο είχαν. Πηγαινοέρχονταν πάνω στα μαδέρια, κρατώντας στο ένα χέρι το ζεμπίλι και στο άλλο το βρεγμένο ξεροκόμματο. Άνθρωποι από μάρμαρο άντεχαν το χαμαλίκι. Κάθε ταξίδι τους και μια δοκιμασία, που όμως την ξεπερνούσαν.
Όπως όλα τα καΐκια έτσι και αυτό είχε δέσει την ιστορία του με την ιστορία των κατοίκων της Νέας Ιωνίας και μάλιστα με την προσφυγική ομάδα της ΝΙΚΗΣ.
Το 1947 με αυτό ταξίδεψε η ομάδα και οι φίλαθλοί της για να παίξει στη Θεσσαλονίκη στον ημιτελικό Ελλάδος και την επόμενη χρονιά το 1948 λόγω έλλειψης συγκοινωνιακών μέσων μισθώθηκε πάλι ο ΝΕΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ για να μεταφέρει την ομάδα στη Στυλίδα να παίξει με την Πανλαμιακή.
Η ζωή του όμως δεν κράτησε παρά μέχρι το 1955. Είχε πολλά χρόνια και το σκαρί του είχε πια παλιώσει αρκετά. Άλλωστε και οι Παρασκευάδες μεγάλωναν και πλησίαζαν στη σύνταξη. Από το σημείο αυτό ξεκινούσαν τα μαγαζιά, ίσως γιατί ήταν πιο κοντά στον κεντρικό δρόμο.

Αριστερά Σοφία, Μαρίτσα και Μάνθος

Δίπλα ήταν το κουρείο του Χαρίτου. Ένα μικρό καμαράκι με μια καρέκλα με τρυπητή ψάθα στη βάση και στην πλάτη, έναν μεγάλο καθρέφτη με φωτογραφίες στις άκρες και κάτω μια εταζέρα που ακουμπούσε τα σύνεργά του και παραδίπλα ένα ντουλάπι όπου έβαζε τα απαραίτητα. Ο Χαρίτων ήταν ψηλός, ευθυτενής, με πλούσια μαλλιά και σμιχτά μαύρα φρύδια, με ψιλό μουστακάκι, χαμογελαστός και ευγενικός που εύκολα γινόταν φίλος σου. Φορούσε πάντα την άσπρη μπλούζα του, πρόσεχε τις λεπτομέρειες των κινήσεών του και είχε πελάτες όχι μόνο γείτονες, αλλά και από άλλες συνοικίες. Παραδίπλα το τσαγκάρικο του Γιάννη Σαμαρά που μπάλωνε, αλλά και έφτιαχνε δερμάτινα παπούτσια. Αυτού του είδους τους τσαγκάρηδες τους έλεγαν και μπαλωματήδες.
Μπαίνοντας αριστερά στον τοίχο είχε δυο τρία ράφια όπου έβαζε τα παπούτσια που διόρθωνε και κάτω στη σόλα έγραφε με το μολύβι τα ονόματά τους, αλλά και θυμόταν ποιανού πελάτη ήταν το κάθε ζευγάρι.
Παραδίπλα ήταν ένα τραπεζάκι χαμηλό γεμάτο σουβλιά, κέρινους σπάγκους, κομμάτια δέρματα, κόλλες χειροποίητες δικές του και ένα φως κατεβασμένο με μακρύ καλώδιο για να δουλεύει.

Δεξιά Μαρίτσα, Μάνθος και Πόλυς με το βενζινάδικο

Λεπτός, αδύνατος, σκυμμένος για ώρες σε κείνο το χαμηλό τραπεζάκι χωμένος στην κυριολεξία στην ψάθινη μικρή καρέκλα εργαζόταν σκληρά για το μεροκάματο. Ήταν όμως και καλός τεχνίτης και έφτιαχνε και έτοιμα παπούτσια. Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στα παιδικά πεδιλάκια. Πάνω σε έναν πήχη κάρφωνε καρφιά και κει τα κρεμούσε. Οι πελάτες με τα παιδάκια πήγαιναν, τα έβλεπαν και έπαιρναν το σχέδιο και το χρώμα που τους άρεσε.
Δίπλα ήταν το μπακάλικο του Δημήτρη Μπιζένη, του κυρ-Τάκη, όπως τον αποκαλούσαν. Γεννημένος στο Κρόκιο Αλμυρού από πατέρα πρόσφυγα της Ανατολικής Ρωμυλίας βρέθηκε εγκατεστημένος στον Βόλο. Παντρεύτηκε τη Μαρκέλα Παρασκευά και απόκτησε μαζί της τον Χρήστο, την Παρασκευή και την Πάτρα.
Μπαίνοντας στο μπακάλικο μπροστά από τον ξύλινο πάγκο είχε μικρά τσουβαλάκια με όσπρια. Απέναντι στους τοίχους είχε ράφια με κονσέρβες, χαρτικά, σαπούνια και λευκαντικά, ενώ πάνω στον πάγκο είχε δυο ζυγαριές που ζύγιζε με «παρατεταγμένα» τα δράμια στη σειρά από το μεγαλύτερο στο μικρότερο. Και βέβαια το μεγάλο τεφτέρι που έγραφε τα χρωστούμενα. Ήταν αδύνατος, ψηλός, ευγενικός, γλυκιά φυσιογνωμία που με τον τρόπο του κέρδιζε τους πελάτες.
Στον ελεύθερο χρόνο του, που είχε ελάχιστο, πήγαινε στο φαρμακείο του Χρήστου Τσαλαγά, δίπλα από το ιχθυοπωλείο του Ονούφρη στη Βασιλέως Παύλου τότε, και κει συναντούσε κανέναν φίλο, έλεγαν τα δικά τους, ξέφευγε από την καθημερινότητά του και ανανεωμένος ξαναγύριζε στη «φωλιά» του, στο καταφύγιό του.
Ακολουθούσε στη γωνία Μακεδονίας και Δημοκρατίας το προσφυγικό του Μάνθου Κοντάκη και δίπλα ακριβώς ήταν το μαγαζί του. «ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ ΕΙΔΗ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΜΑΝΘΟΣ ΚΟΝΤΑΚΗΣ».

Εκλογές 1975, αριστερά Βαλαχής, Μπαλής, Ξάνθης. Κάτω δεξιά Μάνθος Κοντάκης, Χρ. Παϊπάης

Γεννημένος στη Σμύρνη ήρθε μωρό στην Ελλάδα, στην αγκαλιά της μητέρας του Σοφίας. Τον πατέρα του τον συνέλαβαν οι Τούρκοι αιχμάλωτο και τον οδήγησαν στα «αμελέ ταμπουρού», όπου και πέθανε. Η Σοφία όμως τον περίμενε χρόνια με την ελπίδα του γυρισμού στην Ελλάδα και όταν ηρέμησαν τα πράγματα έβαζε τα παιδιά της να τον ψάξουν και τον δήλωσαν ως αγνοούμενο στον Ερυθρό Σταυρό.
Ο Μάνθος (Ματθαίος) πολέμησε στον πόλεμο της Αλβανίας ως αγγελιοφόρος και έσωσε με την ευγενική ψυχή του ανθρώπινες ζωές.
Αρχοντάνθρωπος ήταν στο παρουσιαστικό του και είχε πολλούς φίλους. Παντρεύτηκε την επίσης Σμυρνιά Μαρίτσα Βέζου και απόκτησε τρία παιδιά: Τους Γεώργιο, Σοφία και Νικολέτα (Λέτα).
Αρχικά το μαγαζί του ήταν δίπλα στο κατάστημα σήμερα του Ιωαννίδη, στο Φαρδύ. Είχε μέσα υδραυλικά, βρύσες, μπαταρίες μπάνιου, λεκάνες και άλλα απαραίτητα αντικείμενα για την ύδρευση και αποχέτευση.
Ήταν ο πρώτος υδραυλικός της Νέας Ιωνίας, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε και την ύδρευση του Δήμου. Τέσσερα χρόνια το δούλεψε εκεί και για άγνωστους λόγους, μάλλον το ήθελε το μαγαζί ο ιδιοκτήτης, έφυγε πάλι και μετακόμισε απέναντι, στο κρεοπωλείο του Κόπανου, στο καφενείο του Κόπελα, κι ύστερα πάλι περίπου σε δυο χρόνια εγκαταστάθηκε οριστικά στην οδό Δημοκρατίας. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν με τζαμαρία μπροστά γεμάτο ράφια όπου εναπόθετε διάφορα εξαρτήματα, μπαταρίες, βρύσες μικρές και μεγάλες, ενώ στο κάτω μέρος στο δάπεδο είχε λεκάνες και νιπτήρες.

Στο κέντρο Μάνθος Κοντάκης με συνεργάτες

Στη μέση του τοίχου είχε ένα γραφείο, όπου ακουμπούσε τα τεφτέρια, αλλά και το τηλέφωνο που είχε συνδέσει απαραίτητο για τη δουλειά του. Όλη μέρα έλειπε, σπάνια τον συναντούσες στο μαγαζί του. Εκεί όμως ήταν η πανέξυπνη και δραστήρια Μαρίτσα που κρατούσε το μαγαζί, αλλά και την οικογένεια. Άλλες φορές άφηνε τον Χρ. Μαρκόπουλο, ή τον Τάκη Ματσέλη και αργότερα την κόρη του Νικολέτα.
Πολλοί μαθήτευσαν κοντά του και έμαθαν τα μυστικά της τέχνης του. Αργότερα όλοι αυτοί έγιναν αργότερα υπάλληλοι της δημοτικής ύδρευσης. Ο Μάνθος δεν εξυπηρετούσε μόνο πελάτες μέσα στη Νέα Ιωνία και στον Βόλο, αλλά πήγαινε και στα χωριά του κάμπου, που είχαν ανάγκες να ποτίζουν τα κηπευτικά στα χωράφια τους ή να αρδεύουν τις καλλιέργειές τους. Έπαιρνε το αυτοκίνητο που είχε γεμάτο εργαλεία, ανέβαζε και τους εργάτες και ξεκινούσε από τη νύχτα για να ’ναι στην ώρα του και να τελειώσει τη δουλειά του.
Ανήσυχος από τη φύση του και δραστήριος, άνθρωπος με ευαισθησίες που όταν τον έπιαναν έσβηνε και τα χρέη από τα τεφτέρια του, καλός επαγγελματίας που άφησε όνομα στα παιδιά και στα εγγόνια του. Μετά το 1970, όταν μεγάλωσε άφησε διάδοχο τον γιο του Γιώργο και ασχολήθηκε με τα κοινά. Εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στις εκλογές της 30 Μαΐου 1975 με δήμαρχο τον Γεώργιο Μπαλή παίρνοντας 620 σταυρούς και επανεξελέγη στις εκλογές της 17 Οκτωβρίου 1982 με δήμαρχο τον Ανδρέα Βαλαχή, με 311 σταυρούς.

Στο κουρείο του Χαρίτου ο Μανώλης Αλεξάνδρου

Ο Γιώργος έφερε βαρύ τίμημα το όνομά του, δούλεψε και κείνος σαν τον πατέρα του με ευσυνειδησία και επαγγελματικότητα. Παντρεύτηκε τη Βάσω Ιατρούδη και απόκτησε τον Μάνθο και τη Μαρία. Πήρε όμως και αυτός το μικρόβιο της συμμετοχής στα κοινά και με τις εκλογές της 15 Οκτωβρίου 1978 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος με δήμαρχο τον Ανδρέα Βαλαχή. Όμως δεν ξαναέβαλε υποψηφιότητα, γιατί ο χρόνος της εργασίας του δεν το επέτρεπε.
Σήμερα ο γιος του Μάνθος συνεχίζει ακάθεκτος το ίδιο επάγγελμα κληρονομιά του πατέρα και του παππού.
Η Σοφία παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Σκουρλέτη και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Απόκτησε την Ευαγγελία. Η Νικολέτα παντρεύτηκε τον Χρήστο Ξηρομερήσιο από τον Τύρναβο και απόκτησε τον Ηλία και τον Μάνθο. Μετά ήταν το σπίτι του Καστανίδη που δούλευε στο λιμάνι. Ήταν ένας σωματώδης τύπος, απ’ τους γεροδεμένους λιμενεργάτες και χαρούμενος, που γύριζε τραγουδώντας πάντα, όση κούραση κι αν είχε.

Αριστερά ο Νέος Απόστολος

Τι άνθρωποι ήταν αυτοί οι πρόσφυγες… δεν τους έλειπε ποτέ το κέφι για ζωή, μ’ όλα τα βάσανα που περνούσαν.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Γιάννη Κονταξή, Μάνθου Κοντάκη, Νικολέτας Κοντάκη-Ξηρομερήσιου, Ματούλας Αλεξάνδρου, Τάσου Αυγερινού «ΜΕ ΤΑ ΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΠΙΑ», ΑΘΗΝΑ 2007, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994.
Συνεχίζεται

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το