Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Συνεχίζοντας την περιήγηση στον δρόμο της Δημοκρατίας από την επάνω πλευρά ξεχώριζε το σπίτι με το μεγάλο οικόπεδο που ανήκε στον Δημήτρη Τεμίζη. Η καταγωγή του ήταν από τα Θείρα, πατριώτης της γιαγιάς μου. Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος πνευματικά, από μικρή ηλικία συμμετείχε στη φιλαρμονική των Θείρων με μαέστρο τον Νάρκισσο Μιχαηλίδη, ήταν σπουδαίος αθλητής του κλασικού αθλητισμού, δρομέας των 500 μέτρων και των 1.500 ημιαντοχής και εκπροσώπησε τον Γυμναστικό Σύλλογο Βόλου σε πανελλήνιους αγώνες και βαλκανικούς μέχρι το 1930.
Τορναδόρος στο επάγγελμα, από τους καλύτερους επιπλοποιούς, είχε εργαστήριο στην περιοχή της Μεταμόρφωσης στον Βόλο και ήταν πολύ εργατικός, δραστήριος, αλλά και ομορφάνθρωπος, ευπαρουσίαστος με γαλανά μεγάλα μάτια.
Το 1935 παντρεύτηκε τη Μαρία Γεωργίου και από τον γάμο του απόκτησε τέσσερα παιδιά: Την Παρασκευή (Βούλα), την Κατίνα, τον Βαγγέλη και τον Γιώργο.
Η Βούλα ήταν σύζυγος του εφοριακού Βασίλη Δαλαμάγκα και είχε μεγάλη πτηνοτροφική μονάδα προς τον Κραυσίδωνα, ανεβαίνοντας τη Θείρων. Παράλληλα είχε και κηπευτική μονάδα.
Τα παιδιά του Βαγγέλης και Γιώργος ανέλαβαν το μαγαζί του πατέρα τους και έκαναν δικές τους οικογένειες.
Μετά ήταν το προσφυγικό Γερμανικό της οικογένειας Γιακάκογλου από τη Σμύρνη.
Τέσσερα αδέλφια ήταν ο Στέλιος ράφτης, ο Κώστας είχε ορνιθοτροφείο στη Φυτόκο, ο Θόδωρος εργαζόταν στα σφαγεία και ήταν εκδοροσφαγέας, η δε Θοδώρα είχε το παντοπωλείο-μανάβικο και ήταν σύζυγος Χάνου.

Στο βυρσοδεψείο του Μιχαηλίδη

Δίπλα στη γωνία Δημοκρατίας με Καισαρείας ήταν το σπίτι του Κωνσταντίνου Πέτση. Ήταν ένα συνηθισμένο σπίτι Γερμανικών με τα δυο δωμάτια, το μικρό χολ και το υπόγειο. Στη μικρή αυλή η κυρά Αθανασία, προσφυγοπούλα από τη Σμύρνη, έβαζε τα αυγά από το ορνιθοτροφείο του αδελφού της Κώστα Γιακάκογλου από τη Φυτόκο και τα πουλούσαν. Εκεί απέξω στα μεγάλα χωμάτινα πεζοδρόμια με τα μαρμάρινα ρείθρα μαζευόντουσταν τα απογεύματα οι γυναίκες τα κατάβρεχαν με τα ποτιστήρια, έβαζαν τα σκαμνάκια και τα καρεκλάκια τους και άρχιζαν το εργόχειρο που συνοδευόταν με το κουτσομπολιό της γειτονιάς.
Δίπλα ήταν το σπίτι του Δημητρού Κακαβά που ήταν παντρεμένος με την Κωνσταντινιά.
Αρτοποιός ήταν στην πατρίδα του το Τσανάκαλε και είχε μια κόρη την Αθανασία που πέθανε σε ηλικία 18 χρονών το 1929. Άλλα παιδιά ήταν ο Αποστόλης, η Βασιλική, η Ελένη, ο Βλάσης, ο Κώστας και ένας ακόμη που ήταν προμηθευτής.
Ο Αποστόλης ήταν αρτοποιός στην πατρίδα. Εδώ αρχικά είχε μια άμαξα και έκανε αγώγια στην παραλία. Όταν όμως αυξήθηκαν οι αμαξάδες, τότε αγόρασε ένα κάρο και έκανε μεταφορές. Ιδιαίτερα αγώγια έκανε με τους τσιμεντολίθους των αδελφών Κυρίτση, λόγω της μεγάλης ανοικοδόμησης. Μεροκαματιάρης ήταν, εργατικός, οικογενειάρχης φορούσε πάντοτε μια τραγιάσκα που την ανέβαζε και την κατέβαζε ανάλογα με τον καιρό. Τα βράδια που γύριζε, έβαζε το άλογο στο παχνί, απέναντι από το σπίτι του που ήταν χωράφι και μετά όταν αγόρασε το οικόπεδο ο Μπάμπαλης το έβαζε μέσα στην αυλίτσα του γερμανικού και πήγαινε να ξαποστάσει.

Κωνσταντινιά Κακαβά με κόρη της Κούλα στο πεζοδρόμιο

Παντρεμένος με την Πολυτίμη από το Φανάρι Καρδίτσας είχε τρία αγόρια: Τους Νίκο, Θανάση, και Δημήτριο (Τοτό). Ο γιος του Νίκος έπαιρνε το κάρο του πατέρα του τον βοηθούσε στα αγώγια και συνέχισε τη δουλειά. Παντρεύτηκε την Αθανασία Καραμανώλα. Ο Δημήτριος έγινε χασάπης και μετά άνοιξε ταβέρνα στη Νέα Ιωνία με κεμπάπ και κοντοσούβλι. Παντρεύτηκε την Αθανασία Καστανίδου. Ο Θανάσης έγινε υδραυλικός και παντρεύτηκε τη Χριστίνα. Και τα τρία παιδιά έκαναν καλές οικογένειες.
Δίπλα από το σημερινό ουζερί ήταν το σπίτι της οικογένειας του λιμενεργάτη Νικόλαου Μπιντζιλαίου από τα Βρύουλα. Είχε τρία αγόρια: Τον Άγγελο, τον Ιωάννη και τον Στέλιο. Οι δύο πρώτοι έγιναν λιμενεργάτες και παντρεύτηκαν το 1929 την ίδια μέρα στην Ευαγγελίστρια.
Ο Άγγελος πήρε την Αναστασία Λαΐου και ο Ιωάννης τη Μαντώ Τσούση. Ο Στέλιος έγινε ποδοσφαιριστής, άνοιξε το κρεοπωλείο στην Αναπαύσεως. Με το κρεοπωλείο έδινε τον αγώνα για επιβίωση και με την μπάλα έπαιρνε την προσωπική του ευχαρίστηση.
Παραδίπλα το πατρικό του Γιάννη Τσικριτζή, όπου έμενε ο Κυριάκος με τη Μαρία, σχεδόν απέναντι από τον παλιό φούρνο που έγινε το μανάβικο της Χάνου.
Μεσολαβούσαν κάποια σπιτάκια ένα από αυτά ήταν της Στάσας της Καραμανώλαινας, μιας άξιας γυναίκας και πριν το τριγωνάκι της πλατείας, Σμύρνης με Δημοκρατίας, ήταν το σπίτι με τη μεγάλη, περιποιημένη αυλή με τα κόκκινα βαρέλια-γλάστρες του Γιώργου Μιχαηλίδη.
Πρόσφυγας από τον Πόντο, εργατικός, νοικοκύρης, είχε βυρσοδεψείο στο παλιό λιμεναρχείο, στο σημείο που υπήρχε η τουλούμπα, με συνεταίρο τον Αναστάση Χατζηαναστάση, ο οποίος ήταν και γαμπρός του, άντρας της αδελφής του.

Οικογένεια Χατζημάρκου

Εκεί εργαζόταν αρχικά τα δυο παιδιά του, Βασίλης και Αγάπιος, και ο υπάλληλος Μιχάλης Μανουηλίδης.
Κατεργάζονταν τα ακατέργαστα δέρματα της κατσίκας, προβάτου, βοδιού, αλόγου κ.λπ. και τα μετέβαλλαν σε τέλεια δέρματα (κατεργασμένα), τα οποία αγόραζαν οι υποδηματοποιοί και άλλοι τεχνίτες που ασχολούνταν με την κατασκευή δερμάτινων ειδών.
Η βυρσοδεψία γινόταν με πρωτόγονο τρόπο. Αργότερα τελειοποιήθηκε με επιστημονικά μέσα. Μέσα σε δεξαμενές γεμάτες νερό, στις οποίες υπήρχαν ξύλινες ανέμες, έριχναν τα δέρματα και τα άφηναν 3 – 4 μέρες, ενώ άλλαζαν συχνά το νερό. Με τον τρόπο αυτό το δέρμα μαλάκωνε και εξογκωνόταν. Με τα ειδικά μαχαίρια, τις ξύστρες, έξυναν εσωτερικά το δέρμα για να φύγουν τυχόν κομμάτια κρέατος που έμειναν κατά το γδάρσιμο, καθώς και ο υποδόριος ιστός. Ακολουθούσε το ασβέστωμα και μετά το στέγνωμα. Κάρφωναν τα δέρματα σε τελάρα για να μη ζαρώνουν και μαζεύουν. Πριν δοθούν στο εμπόριο τα πιο χονδρά δέρματα τα χτυπούσαν για να γίνουν πυκνότερα, τα δε λεπτά (βακέτες και βιδέλα) τα λύπαιναν με ιχθυέλαιο ή με ειδικό λάδι και γίνονταν έτσι αδιάβροχα, ευλύγιστα και ελαστικά. Βαριά δουλειά και επίπονη που απαιτούσε εργατικότητα, δύναμη και πείρα.
Έπειτα ο Χατζηαναστάσης, ο Μιχαηλίδης και ο Αβραάμ Δουλκέρογλου συνεταιρίστηκαν και αγόρασαν το μεγαλύτερο κτήμα των Αλυκών από την παραλία της Κυανής ακτής ώς επάνω τον περιφερειακό δρόμο.
Ο Δουλκέρογλου ήταν υποδηματοποιός και είχε μαγαζί επί της Δημητριάδος με Αθ. Διάκου. Ο δε Χατζηαναστάσης διετέλεσε και πρόεδρος της κοινότητος στις Νέες Παγασές.
Από τον γάμο του είχε τέσσερα παιδιά τον Βασίλη, τον Αγάπιο και δυο κορίτσια. Συμμετείχε στα κοινά της Νέας Ιωνίας, εκλέχτηκε στις εκλογές του 1959 μέλος του Δ.Σ. του Δήμου Νέας Ιωνίας, μέλος του Δ.Σ. της ΝΙΚΗΣ. Παράλληλα συμμετείχε στην Α, Β και Γ επιτροπή ανεγέρσεως του ναού της Ευαγγελίστριας 1947-1962.
Ο άλλος του γιος, ο Αγάπιος, γρήγορα αποχώρησε και άνοιξε κατάστημα υαλικών επί της Καρτάλη με τον άνδρα της μιας αδελφής του που ήταν σύζυγος Γουτζούλια. Θερμός οπαδός της ΝΙΚΗΣ, όπως ο πατέρας του, διετέλεσε μέλος του Δ.Σ.

Οι αδελφές με τον Στέργιο Βαλαμουτόπουλο

Λίγο πιο πέρα ξεχώριζε το σπίτι του Κώστα Χατζημάρκου και της γυναίκας του Βασιλείας Σαπουντζή από το Αϊδίνι της Μ. Ασίας. Τράβηξαν πολλά κατά τον ερχομό τους στην Ελλάδα και μετά από πολλές περιπέτειες και τη διαμονή τους σε κάποια αποθήκη του Βόλου βρέθηκαν στην οδό Σινώπης, μετέπειτα Δημοκρατίας, απέναντι από τον φούρνο του Παυλίδη.
Ο Κωνσταντίνος έκανε πάλι τον τεχνίτη και έκτιζε ή επισκεύαζε κατοικίες. Έκανε κάθε δουλειά για να ζήσει η οικογένειά του, η οποία μεγάλωσε το 1923 που γεννήθηκε η Ελένη. Είχαν και τη μικρή Στυλιανή. Ακολούθησαν η Ιωάννα (Άννα), ο Εμμανουήλ και τελευταίος ο Γεώργιος (Μπέμπης).
Το σπίτι τους είχε μεγάλη αυλή με πολλά λουλούδια και στη μια άκρη έβαζε ο Στέργιος, ο άντρας της Στυλιανής, το κάρο του.
Ένα κεφαλόσκαλο από μωσαϊκό οδηγούσε στην ξύλινη βαριά πόρτα με τζαμάκι πάνω και κάγκελο, χώρος που συνήθιζε η Βασιλεία να κάθεται με την αδελφή της Αθανασία.
Την αγάπη για το τραγούδι ο Κωνσταντίνος δεν την έχασε ποτέ. Τα βράδια που γύριζε στο σπίτι, έψελνε και τραγουδούσε ύμνους και σκοπούς της εκκλησίας, αλλά και τραγουδάκια της πατρίδας. Βαθιά θρησκευόμενο άτομο εναπόθετε τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του στην Παναγία και μετά στα χέρια του.
Είχε το χάρισμα να τραγουδάει τον Ερωτόκριτο συνέχεια για μια εβδομάδα, τον μυθοποιούσε σαν άλλος Όμηρος και τον ιστορούσε αβάρετα στο καφενείο του Γεωργουδάκη, στη στάση Μαυρομάτη. Και σαν άρχιζε…, δεν έφευγε κανείς. Γενικά όλη η οικογένεια ήταν ανοιχτόκαρδη, φιλόξενη και χαρούμενη.
Από τα παιδιά του η Στυλιανή παντρεύτηκε τον Στέργιο Βαλαμουτόπουλο, καραγωγέα, και απόκτησε τρία κορίτσια: Την Ευγενία, τον Θρασύβουλο και τη Βασιλική.
Η Ελένη παντρεύτηκε τον Ιωάννη Μπιζένη, υπάλληλο καπναποθήκης και απόκτησε την Παρασκευή (Βούλα).
Η Άννα (Ιωάννα) παντρεύτηκε τον Θεμιστοκλή Λουφόπουλο, έμπορο σιτηρών, και απόκτησε την Ευαγγελία και τον Δημήτρη.
Ο Γεώργιος έγινε δάσκαλος και η αγάπη του για τη βυζαντινή μουσική τον έκανε και ήταν (πρωτοψάλτης) δεξιός ψάλτης στον ναό της Ευαγγελίστριας της Νέας Ιωνίας. Παντρεύτηκε το 1962 την Αποστολία Αμυγδαλιά και απόκτησε τον Κωνσταντίνο και τον Βασίλειο.

Οικ. Κακαβά και Τεμίζη στον δρόμο

Ο Μανώλης (Εμμανουήλ) ήταν διαπρεπής πρωτοψάλτης, με σπάνια μελωδική φωνή. Από πολύ μικρός στον Βόλο, διακρίθηκε για την κλίση του προς τη μουσική και την εντυπωσιακή καλλιφωνία του. Από τον πατέρα του Κωνσταντίνο πήρε τα πρώτα μουσικά μαθήματα βυζαντινής μουσικής και σε ηλικία 7 ετών, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, έγινε α’ κανονάρχης στον μητροπολιτικό ναό του Βόλου και μαθήτευσε σε σπουδαίους πρωτοψάλτες. Η ψαλτική του σταδιοδρομία άρχισε από ηλικίας 12 ετών, οπότε ανέλαβε πρωτοψάλτης στον ναό Αγίου Γεωργίου Κάτω Λεχωνίων Βόλου. Στη συνέχεια έψαλε στον Αλμυρό, στον μητροπολιτικό ναό Βόλου και διεύθυνε τη σχολή βυζαντινής μουσικής της μητροπόλεως. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο ελληνικό ωδείο Αθηνών, και στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χατζημάρκος πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου ξεσήκωσε τον θαυμασμό του φιλόμουσου κοινού της Πόλεως. Οι εφημερίδες έγραψαν τότε πως «το αηδόνι λάλησε».
Η μοναδικότητα της μελωδικής του φωνής δέσποσε επί δεκαετίες, έγινε πρότυπο μίμησης και επηρέασε βαθύτατα τους νέους ψάλτες. Έκανε περήφανους όχι μόνο τους γονείς και τη Νέα Ιωνία αλλά την Ελλάδα όλη.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Γιάννη Κονταξή, Βάσως Βαλαμουτοπούλου, Αθανασίας Κακαβά, Βασίλη Πέτση, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό», 2011. Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924» 2013.
Συνεχίζεται

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το