Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Απέναντι ακριβώς, γωνία Δημοκρατίας με Ανδριανουπόλεως, ήταν ο φούρνος του Βούλη-Καραφύλογλου. Χατζηβαϊδερλής ήταν το όνομά του, αλλά, επειδή στην πατρίδα του τα Λίγδα τον φώναζαν «μπούλιμ-μπούλιμ», όταν ήρθαν στην Ελλάδα δήλωσαν το όνομα Βούλης.
Το 1922 ο Νικόλαος Βούλης ήρθε στην Ελλάδα με την αδελφή του Πολύμνια και την ανιψιά του, κόρη της άλλης αδελφής του, η οποία πέθανε στη γέννα, και τη Χρυσάνθη τη μεγάλωσε η γιαγιά της. Τελικά κατέληξαν στον Βόλο. Στην αρχή έμεναν στη συνοικία Αγίων Αναργύρων. Μετά αγόρασαν με τον Μιχάλη Καραφύλογλου το οικόπεδο στην οδό Σινώπης, μετέπειτα Φρειδερίκης, σημερινής Δημοκρατίας, γωνία με Ανδριανουπόλεως και έκτισαν τον φούρνο το 1927 επειδή ο Μιχάλης είχε την εμπειρία από την πατρίδα. Το 1933 παντρεύτηκε τη Βασιλεία Φωτίου από το Χατζηλέρ και δεν απόκτησαν παιδιά.
Ο Νικόλαος ήταν άτομο μορφωμένο και με ευφράδεια λόγου, γνωστό στον τόπο του για τη μεγάλη του βιβλιοθήκη. Στη νέα πατρίδα ασχολήθηκε με την πολιτική, υπήρξε υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα του Πλαστήρα και δεν εξελέγη για λίγους ψήφους.

Ανάπαυλα έξω από τον φούρνο και το ψιλικατζίδικο

Δραστήριος, ενεργητικός και θρησκευόμενος δημιούργησε τη δημοτική φιλαρμονική του Δήμου Νέας Ιωνίας και βοήθησε στην ανέγερση της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας με την οικογένεια Καραφύλογλου προσφέροντας 10 κάρα άμμο για τα θεμέλια της Ευαγγελίστριας.
Πέθανε το 1966, ενώ η Βασιλεία το 1992.
Ο Μιχαήλ γεννήθηκε στο Αϊδίνι ή τα Λίγδα της Μ. Ασίας, ήταν αρτοποιός στο επάγγελμα και παντρεύτηκε τη Χρυσάνθη Αβράμογλου. Απόκτησαν τον Γιώργο, τον Δημήτρη, τον Ανανία, τη Μαρίκα, γεννημένα όλα στην πατρίδα. Το 1924 γεννήθηκε στον Βόλο ο Εμμανουήλ. Μετά από περιπέτειες αιχμαλωσίας, διάλυσης της οικογένειας και απώλειας 3 παιδιών ξαναβρέθηκαν όλοι στον Βόλο και εγκαταστάθηκαν στη συνοικία των Αγίων Αναργύρων και από κει στην οδό Σινώπης και Φρειδερίκης, σημερινή Δημοκρατίας με Ανδριανουπόλεως. Αρτοποιός ήταν ο Μιχάλης στην πατρίδα, έτσι με συνέταιρο τον Νικόλαο Βούλη, θείο της γυναίκας του, έκτισαν στο οικόπεδο σπίτι και φούρνο, ο οποίος λειτούργησε το 1927 με την ταμπέλα «Αρτοποιείον Καραφύλογλου-Βούλη».
Το κτίσμα ήταν σχεδόν διώροφο. Το ισόγειο είχε δυο μεγάλα δίφυλλα συρόμενα παράθυρα με ξύλινα διαχωριστικά στα τζάμια στην πρόσοψη και στον πλαϊνό τοίχο άλλο απλό, που ήταν η βιτρίνα με τα ψωμιά.

Ο φούρνος Βούλη-Καραφύλογλου

Η είσοδος είχε ρολά, τα οποία ανέβαιναν και κατέβαιναν περισσότερο για στολισμό παρά για προφύλαξη. Πάνω στον τοίχο περιέτρεχε υπόστεγο με σιδερένιες αντηρίδες. Ο επάνω όροφος στην πρόσοψη είχε ένα μικρό παράθυρο φεγγίτη για εξαερισμό και φωτισμό του ζυμωτηρίου.
Το άνοιγμα του φούρνου ήταν μεγάλο, εξυπηρετούσε για το ψήσιμο του ψωμιού και των φαγητών και χωρούσε μεγάλα ξύλα. Ήταν ντυμένος με άσπρα πλακάκια διακοσμητικά και αριστερά υπήρχε ένας πάγκος στενόμακρος για ψωμιά και από πάνω κρεμασμένες παλιές εικόνες αγίων που προστάτευαν τον φούρνο. Στη μέση ένας μεγάλος ξύλινος πάγκος, όπου ακουμπούσαν τα ταψιά με τα φαγητά. Δεξιά μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στο ζυμωτήριο.
Πίσω από τον φούρνο ήταν η αυλή και μεγάλη σκάλα οδηγούσε στο διώροφο σπίτι που ήταν δίπλα. Η πρόσοψη όλη είχε βεράντα με μια ξύλινη μπαλκονόπορτα ανάμεσα σε δυο παράθυρα.
Στον φούρνο αυτόν ακούμπησαν τα όνειρα της οικογένειας και η γυναίκα του Χρυσάνθη μαζί με έναν παραγιό, που τον είχαν σαν παιδί τους, δούλεψαν πολύ.
Η Χρυσάνθη μαγείρευε μέσα στον φούρνο. Ο Μιχάλης της είχε φτιάξει ένα μικρό τζάκι να εξυπηρετείται και να μην ανεβοκατεβαίνει στο σπίτι. Τα φαγητά της που ήταν πολύ νόστιμα και οι άλλες μυρωδιές του φούρνου τρυπούσαν τις μύτες των περαστικών.
Οι οικογένειες Βούλη-Καραφύλογλου ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους. Στο σπίτι της οδού Σινώπης και Φρειδερίκης έμεναν ο Μιχάλης με τη Χρυσάνθη και τα δυο τους παιδιά, ο Νικόλαος Βούλης, η αδελφή του Πολύμνια, χήρα Παπουτσόγλου και τα ορφανά, παιδιά του αδελφού του Θεόχριστου Χατζηβαϊδερλή, οι οποίοι διέμεναν στα «Προσφυγικά», αλλά τον περισσότερο καιρό ήταν εκεί. Οι άλλοι συγγενείς του Μιχάλη διέμεναν στην Ξάνθη.
Όλοι αυτοί οι συγγενείς μαζεύονταν στον φούρνο, που ήταν και ευρύχωρος και γλεντούσαν με την ψυχή τους. Έρχονταν ο γιατρός Μιλτιάδης Σουγιουλτζόγλου, οι γιοι του Βασίλης και Κώστας, ο οποίος έπαιζε βιολί και η κόρη του Μαρίκα, που έπαιζε ούτι. Τα τραγούδια και οι χοροί τους ακούγονταν μέχρι το πρωί και οι καρδιές τους ανάσαιναν από την πίεση του καθημερινού μόχθου.

Ο Γεώργιος Καραφύλογλου στο μαγαζάκι

Οι νοικοκυρές, επειδή δεν είχαν φούρνους στα σπίτια τους, κουβαλούσαν με τις πινακωτές τα ψωμιά τους στον φούρνο και το μεσημέρι τα έπαιρναν μαζί με το φαγητό τους. Συνήθως έψηναν τις Κυριακές κρέας με πατάτες, μοσχαροκεφαλές, τις οποίες οι νοικοκυρές τις πήγαιναν από το βράδυ να ψηθούν σιγά-σιγά όλη νύχτα και τις έπαιρναν το μεσημέρι. Πολλές φορές του πήγαιναν το κρέας στο ταψί και του έδιναν το σακουλάκι με το μανεστράκι ή το ρύζι να το ρίξει ο Μιχάλης, μόλις ψηνόταν το κρέας. Εκείνος, πάντα καλοσυνάτος και χαμογελαστός, τα έπαιρνε και έγραφε πάνω το όνομα της νοικοκυράς με μολύβι για να μην κάνει κανένα λάθος. Έναν χρόνο μετά από τον γάμο του γιου του, το 1954, τυφλώθηκε ο Μιχάλης, ίσως από τα χτυπήματα όταν ήταν αιχμάλωτος στο Σαγγάριο ποταμό και πειράχτηκαν τα οπτικά νεύρα των ματιών του.
Πέθανε το 1962 σε ηλικία 78 χρονών. Η Χρυσάνθη έζησε πολλά χρόνια κοντά στη νύφη της. Πέθανε πολύ αργότερα το 1980.
Μόλις απολύθηκε από τον στρατό ο Μανώλης το 1951 (με το επίθετο Καρυφίλης) ο Μιχάλης του άνοιξε δίπλα από τον φούρνο εργαστήριο, στον χώρο που ήταν άλλοτε το ψιλικατζίδικο του Γιώργου, που παρασκεύαζε έτοιμο φύλλο και κανταΐφι. Βοηθός του ήταν ο Νικόλαος Ευθυμιάδης από τη Νέα Ιωνία και όταν είχαν πολλή δουλειά και χρειαζόταν βοήθεια, δούλευε και ο Ηλίας Λυμπερόπουλος, καθώς και ο Στεφανής Παντερμαλής.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1962 ο Μανώλης ανέλαβε τον φούρνο και έκλεισε το εργαστήριο.
Δούλευε Κυριακές και γιορτές, γιατί ο κόσμος τότε μπορούσε να ψήσει λίγο κρέας και να νιώσει τη διαφορά της Κυριακής από τις άλλες μέρες.
Οι εποχές ήταν δύσκολες για τους εργάτες της Νέας Ιωνίας, που δούλευαν οι περισσότεροι ίσα για να ζήσουν. Η κάθε οικογένεια είχε ένα μικρό τετράδιο, το τεφτέρι, στο οποίο τους σημείωνε ο Μανώλης τα χρήματα που χρωστούσαν από ψωμί και ψηστικά. Όταν μεγάλωσε η κόρη του Χρυσάνθη, την έβαλε και έκανε ένα ευρετήριο με τα ονόματα των πελατών. Ωστόσο, ποτέ δεν ξοφλήθηκαν όλα, αλλά και ποτέ δεν τους ενόχλησε κανείς. Τις καθημερινές ο γνωστός σαμαλάς της Νέας Ιωνίας, ο Χατζής, ερχόταν και έψηνε το σάμαλι, που πουλούσε στους δρόμους και στους κινηματογράφους της Νέας Ιωνίας.
Ο φούρνος δεν άλλαξε. Κράτησε την ίδια μορφή για πολλά χρόνια. Το 1953 παντρεύτηκε την Αικατερίνη Κωνσταντίνου από την Αγία Παρασκευή Άνω Βόλου και απόκτησαν τη Χρυσάνθη και τον Μιχάλη.

Νικ. Βούλης

Η Αικατερίνη ήταν πολύ άξια, προκομμένη και υπομονετική νύφη.
Είχε μέσα στο σπίτι της όλο το σόι του άντρα της, για το οποίο δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Η Πολύμνια, αδελφή του Νίκου, μιλούσε μόνο τούρκικα και στην αρχή η νύφη είχε μαζί της πρόβλημα συνεννόησης.
Η Πολύμνια αρνιόταν να μάθει ελληνικά και τελικά η Αικατερίνη μάθαινε τα τούρκικα. Αυτή ήταν η ζωή εκείνων των ανθρώπων, άλλη νοοτροπία, άλλη σκέψη, συνύπαρξη της οικογένειας, κοινή αντιμετώπιση των δυσκολιών.
Δίπλα από τον φούρνο ήταν το κινητό περίπτερο του Γιώργου, γιου του Μιχάλη, στο οποίο πουλούσε τσιγάρα, ψιλικά, καραμέλες. Στην αρχή μάθαινε επιπλοποιός μαζί με τον Κώστα τον Βουρούκο. Τελικά του αγόρασαν το φορητό ψιλικατζίδικο, μια μεταφερόμενη βιτρίνα γεμάτη τσιγάρα όλων των ειδών, η δουλειά του πήγαινε καλά και έτσι το δωμάτιο δίπλα στον φούρνο έγινε ψιλικατζίδικο-περίπτερο.
Είχε μια μεγάλη ξύλινη τρίφυλλη πόρτα, στην οποία το βράδυ που έκλεινε, κρεμούσε ταμπλάδες. Μάζευε τα «γαργαλιστικά» παιχνίδια που κρεμούσε πάνω να τραβούν την προσοχή των μικρών ιδιαίτερα, και πότε χαρούμενος και πότε λυπημένος για τα χρήματα που εισέπραττε έριχνε ένα τελευταίο βλέμμα και περπατούσε αφηρημένα στο μεγάλο χωμάτινο πεζοδρόμιο.
Απέναντι από την είσοδο είχε μια βιτρίνα με ξηρούς καρπούς και καραμέλες και στον τοίχο ξύλινα ράφια, πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα κουτιά με τσιγάρα από όλες τις μάρκες. Χαρακτηριστικές ήταν οι φυλλάδες με τις διαφημίσεις του εργοστασίου Ματσάγγου.

Στο εργαστήριο φύλλων

Στην πρόσοψη, πίσω από την πόρτα με τα ξύλινα χωρίσματα υπήρχε άλλη βιτρίνα με διάφορα ψιλικά και δεξιά της εισόδου ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι και μια καρέκλα, όπου ξαπόσταινε ο Γιώργος, ενώ στο πάτωμα ήταν ριγμένα σανίδια για να αποφεύγει την υγρασία. Δούλεψε μέχρι το 1950. Έμεινε ανύπαντρος και πέθανε αργότερα 1984.
Δίπλα από το σπίτι ήταν χωράφια που βοσκούσαν κότες αδέσποτες και καμιά φορά και κανένα φιλοξενούμενο αρνάκι.
Ένα σπιτάκι προσφυγικό ήταν πιο πέρα απομονωμένο, του Θόδωρου Καλιμτζή από τη Ραιδεστό που είχε το τενεκετζίδικο κοντά στο κέντρο του μεγάλου δρόμου. Είχε παντρευτεί την Ευλαμπία και είχε αποκτήσει μια κόρη τη Φούλα και ένα αγόρι. Ήσυχη οικογένεια, δεν ακουγόταν καθόλου, σαν να μη ζούσαν εκεί άνθρωποι. Και έπειτα πάλι χωράφια, διάφορα δέντρα, ένα κτήμα με αμπέλια και συκιές μιας Μακρινιτσιώτισας και ο δρόμος έφτανε στο τέρμα του. Το τελευταίο μαγαζί ήταν ο φούρνος του Ιορδάνη Πελαγιάδη.
Πηγές: Προσωπικές εμπειρίες, Χρυσάνθης Καραφύλογλου, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό», 2011.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το