Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Στη γωνία απέναντι ήταν το ραφείο του Ιωάννη Γκαμέτη από το Κουρί της Γιάλοβας. Τέσσερα αδέλφια ήταν τα παιδιά του Γεωργίου.
Ο Δημήτρης (Τάκης) είχε παντρευτεί τη Μαρίκα Μύρικνα, η Ανθούλα έγινε σύζυγος Χρυσόστομου Μακράκη, η Ελένη σύζυγος Πέτρου Μαλλιακού και ο Νίκος είχε παντρευτεί την προσφυγοπούλα Ευαγγελία από την Πάρσα και ήταν το καμάρι της οικογένειας, ηρωική μορφή ποδοσφαιριστή της Νίκης.
Ο Ιωάννης αρχικά είχε ανοίξει μεγάλο ραφείο στην περιοχή του Αγ. Νικολάου, απέναντι από το γαλακτοπωλείο του Βαγενά και έραβε τους πλουσιότερους Βολιώτες. Ευγενικός με ωραίους τρόπους, αρρενωπός στην εμφάνιση, γλεντζές, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ωραία κάνοντας καντάδες με τους φίλους του στις γειτονιές της Νέας Ιωνίας και του Βόλου. Διακεκριμένος και με στιλ δικό του, μετρ της δουλειάς του, κρατούσε σταθερά την καλή πελατεία του και είχε όλα τα μηχανήματα και τα εργαλεία του καλού και επιτήδειου ράφτη. Έραβε και έκοβε το ύφασμα με γεωμετρία, υπολογισμό και προσοχή χωρίς να αφήνει προεξοχές ή κοψίματα και συχνά παρακολουθούσε επιδείξεις ανδρικής μόδας.
Στην προσωπική του ζωή είχε περιπέτειες. Παντρεύτηκε την Ελένη Ζαμπέτογλου, πατριώτισσά του και απόκτησε την Ολυμπία και τον Γιώργο. Όμως δεν έμεινε στον Βόλο, αν και η εργασία του απέδιδε αρκετά. Πούλησε το μαγαζί, τα σίδερα, τις πρέσες και έφυγε για την Αθήνα με την οικογένειά του. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα ήθελε και γύρισε πάλι στον Βόλο, μόνος του γύρω στο 1958.

Αριστερά: Νίκος, Παναγιώτης, Δημήτρης

Έμεινε στο πατρικό του σπίτι, στην οδό Φιλαδελφείας, κοντά στη μητέρα και στις αδελφές του και άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι στην οδό Σινώπης που το κράτησε σχεδόν ώς το 1970. Είχε την ξύλινη πόρτα του σχεδόν πάντοτε ανοικτή και μέσα στον ξύλινο πάγκο του, τον ειδικά διαμορφωμένο, περνώντας τη μεζούρα στον λαιμό του, έκοβε το ύφασμα χαράζοντάς το με ένα μικρό σαπουνάκι και καρφιτσώνοντάς το με μεγάλη πείρα συνέχιζε με γρηγοράδα το πατρόν του σακακιού ή του παντελονιού. Τα μεγάλα ψαλίδια γέμιζαν τον πάγκο και το βαρύ σίδερο με τα κάρβουνα έκαιγε έξω στο χωμάτινο πεζοδρόμιο…
Όταν σιδέρωνε χρησιμοποιούσε ένα ομοίωμα πάνινου χεριού για την ευκολία στους ώμους και στα μανίκια.
Στον τοίχο απέναντι είχε στηριγμένο ένα σανίδι με γάντζους όπου κρεμούσε τα ρούχα που ετοίμαζε για πρόβα ή που τελείωναν.
Κάποια εποχή αρρώστησε και αναγκάστηκε να κλείσει το ραφείο του, αφήνοντας μνήμες καλού ράφτη.
Μεσολαβούσαν μερικά σπίτια και μετά ήταν το μεγαλομπακάλικο του Θεόδωρου Βουτσά. Το αγόρασε ο Θεόδωρος μαζί με το διπλανό σπίτι και κει στέγασε τις φιλοδοξίες και την οικογένειά του. Αρχικά ήταν χοροδιδασκαλείο, μια μεγάλη αίθουσα χορού, μονοκόμματη, την οποία διαμόρφωσε κατάλληλα, τοποθέτησε και ρολά στην πόρτα, όχι τόσο για ασφάλεια, όσο για εντυπωσιασμό.
Η οικογένεια Βουτσά ήταν Βουρλιώτες πρόσφυγες. Ο αδελφός του Θεόδωρου Βασίλης, ανήσυχο πνεύμα και διορατικό, ήρθε στην Ελλάδα το 1914 και εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου, στην Κυψέλη. Σιγά-σιγά απόκτησε περιουσία, κτήματα, κυκλοφορούσε με το άλογο παντού και είχε δικό του πύργο. Έτσι με τον ξεριζωμό από την πατρίδα ο Θεόδωρος πήγε να βρει τον αδελφό του στην Κυψέλη.
Οι συνθήκες ζωής όμως ήταν δύσκολες και πολύ ανθυγιεινές. Οι αντιλήψεις, η δεισιδαιμονία, η ελονοσία θέριζαν τα χωριά και η οικογένεια του Θεόδωρου υπέφερε, ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά του.

Αριστερά: Θεόδωρος και Παναγιώτης Βουτσάς

Και πήρε πριν τον πόλεμο τη μεγάλη απόφαση. Ήρθε στη Νέα Ιωνία και άνοιξε το αποικιακό στην οδό Σινώπης. Στην αρχή έγινε πλανόδιος πωλητής υφασμάτων. Ξυπνούσε πολύ πρωί, έπαιρνε στη μασχάλη υφάσματα, όσα μπορούσε να κρατήσει και ανέβαινε στα χωριά του Πηλίου. Γινόταν πραματευτής και με το παρουσιαστικό και την ικανότητα τα πουλούσε, έπαιρνε λάδι και κατέβαινε στη Νέα Ιωνία, στο σπίτι του. Έπειτα εφοδίασε το μαγαζί, πήρε προϊόντα και ξεκίνησε το πάρε-δώσε με τη γειτονιά. Παντρεμένος με τη Στυλιανή Νείρου τη «στρίμωξε» και φορτώθηκε μαζί με την ανατροφή των τεσσάρων παιδιών και την εξυπηρέτηση των πελατών.
Εκείνος έτρεχε για το εμπόρευμα, να γεμίσει το μαγαζί με όλα τα απαραίτητα και χρειαζούμενα. Οι πελάτες ήταν κυρίως από τα Μελισσάτικα. Άφηναν απέξω τα γαϊδουράκια τους και τα άλλα ζωντανά τους, κοίταζαν τα ανοιχτά τσουβάλια τα αραδιασμένα μπροστά από τον πάγκο, κοίταζαν τα ράφια με τις κονσέρβες, τα γάλατα (ζαχαρούχο και εβαπορέ), τον τοματοπολτό, το οινόπνευμα, τα απορρυπαντικά, τα σπίρτα και εφοδιάζονταν με τα χρειαζούμενα.
Πολλές φορές άφηνε η Στυλιανή τα μικρά να γυροφέρνουν και κάποια να κλαίνε πάνω στα ανοιχτά τσουβάλια με τα φασόλια και τα ρεβίθια.
Με το ένα χέρι κρατούσε το παιδί και με το άλλο ζύγιζε και εξυπηρετούσε. Άξια γυναίκα. Ο Θεόδωρος ήταν καλός οικογενειάρχης ποτισμένος όμως με τις ανατολίτικες εμπειρίες. Ήταν και θεοσεβούμενος και δεν ήταν αδιάφορος για τα εκκλησιαστικά θέματα. Έτσι τον Μάιο του 1949 συνεισέφερε από το «κομπόδεμά» του για το κτίσιμο της νέας Ευαγγελίστριας 300.000 δραχμές.
Στη δεκαετία του 1960 μέσο μεταφοράς ήταν τα άλογα και τα κάρα. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στη Νέα Ιωνία. Η οικογένεια Βουτσά όμως με την καλή διαχείριση των χρημάτων της το 1961 αγόρασε το πρώτο φορτηγάκι αυτοκίνητο και έκανε τις μεταφορές στα χωριά του κάμπου.
Σιγά-σιγά τα παιδιά μεγάλωσαν και τα αγόρια Νικόλαος και Δημήτρης έμπαιναν στα μυστικά του επαγγέλματος. «ΕΔΩΔΙΜΑ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ ΑΦΟΙ ΒΟΥΤΣΑ», έγραφε η μεγάλη ταμπέλα πάνω από την πόρτα, ενώ μια άλλη ταμπέλα στο εσωτερικό του μαγαζιού κολάκευε και τόνιζε την αξία του καταστήματος: «ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΑΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΥΛΗΣ» έγραφε κάτω από το βασιλικό έμβλημα.

Δημήτριος Βουτσάς

Και κάθε Σάββατο απόγευμα, όταν ερχόταν η ώρα να πληρώσουν οι πελάτες τα «βδομαδιάτικα» και να ψωνίσουν τα καινούργια, μαζεύονταν ουρά μέχρι την πόρτα να περιμένουν τη σειρά τους με τη λίστα στα χέρια κουβεντιάζοντας και πολιτικολογώντας για όλα.
Ο Παναγιώτης συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, έγινε μαθηματικός και παντρεύτηκε τη συνάδελφό του Χρυσάνθη Μαρέλη.
Η Παρασκευή (Βούλα) παντρεύτηκε τον ασφαλιστή Αθανάσιο Γεωργακλή και έκανε μια πετυχημένη οικογένεια.
Τα χρόνια περνούσαν και ο γερο-Θοδωρής ήρθε η ώρα να αποχωρήσει. Λίγο πριν φύγει από τη ζωή τους έβαλε να υποσχεθούν πως δεν θα διέλυαν τον αδελφικό συνεταιρισμό τους και αν κάποιος αποχωρούσε θα έχανε κάθε δικαίωμα πατρικής περιουσίας. Έτσι κρατήθηκε η επιχείρηση. Πολλά παιδιά δούλεψαν για το χαρτζιλίκι τους και για επιβίωση εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Ανάμεσά τους και ο Λευτέρης Τσίλογλου που μέσα από το βιβλίο του «ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ» έδωσε χαρακτηριστικές και ιδιαίτερες εικόνες συμπληρώνοντας τις μνήμες εκείνης της εποχής:
«Έπιασα δουλειά στο μεγαλομπακάλικο της γειτονιάς. Ήταν θα έλεγα ένα πρώιμο σουπερμάρκετ. Πουλούσε τα πάντα. Ακάθαρτο πετρέλαιο για τις γκαζιέρες, καθαρό για τις λάμπες. Τσιμέντα για τον συνοικισμό που έφερναν μετά από παραγγελία τα κάρα από το τσιμεντάδικο «Όλυμπος» στην Αγριά. Έφτιαχνε τόνους ελιές σ’ όλες τις ποικιλίες που κατέβαζαν αγρότες παραγωγοί από τα Μελισσάτικα. Ατέλειωτες ώρες έχω φάει μ’ ένα ξυραφάκι να χαράζω ελιές για την ποικιλία ξιδάτες. Μηχανή που καβούρντιζε και άλεθε καφέ. Μηχάνημα να κόβει σε λεπτές φέτες τα σαλάμια και τη μορταδέλα. Το αφεντικό είχε τραβηχτεί στην άκρη, λόγω της ηλικίας του, και το μαγαζί το διηύθυνε ο δεύτερός του γιος, ο Τάκης. Άνθρωπος με προοδευτική αντίληψη και γούστο. Έβαζε στο μαγαζί όλη την ποικιλία των προϊόντων που είχαν τα καταστήματα χοντρικής πώλησης -εδώδιμα κι αποικιακά- της κάτω πόλης.
Μεγάλη ποικιλία τυριών, δεκάδες είδη με τουρσιά, αγαπημένο και φτηνό είδος της εποχής, κονσέρβες με κρέατα, παστές σαρδέλες και άλλα ψάρια, αλλαντικά που δεν είχα ξαναδεί, ούτε δοκιμάσει. Δεν λέω για τα όσπρια, τα ρύζια και τα ζυμαρικά. Τότε δεν ήταν συσκευασμένα. Σειρά τα τσουβάλια και η σέσουλα γέμιζε ανάλογα τις χαρτοσακούλες.
Ζυγαριές που κάθε τόσο έλεγχε και σφράγιζε η Αγορανομία. Μαζί με τον Τάκη έμαθα τη δουλειά, αλλά και λαδώθηκε το άντερό μου. Όμως επέστρεψε από τον στρατό ο μεγάλος αδελφός Νίκος και ο Τάκης έφυγε για τη δική του θητεία.

Νίκος Βουτσάς

Με το νέο αφεντικό δεν τα πήγα καλά. Συνέχεια γκρίνια και μουρμούρα! Όταν ερχόταν η μάνα μου για ψώνια έβαζε τα μούτρα απειλητικά από πάνω μου, μην τον κλέψω στο ζύγι. Από τον φόβο των Ιουδαίων μπορεί και να την αδικούσα. Έλεγχα όμως επισταμένως το απαραίτητο τεφτέρι μας για διπλοχρεώσεις, άθλημα στο οποίο διακρίθηκε με ικανοποιητικές επιδόσεις τα επόμενα χρόνια.
Δεν ήξερε τα κατατόπια και για ένα διάστημα ήμουν αναντικατάστατος. Το αφεντικό, λαγωνικό, δραχμοφονιάς, έγινε ανυπόφορος. Μπήκαμε στην καθημερινή ρουτίνα…».
Ο καιρός περνούσε και το κτίριο πάλιωσε, οι συνθήκες υγιεινής βάραιναν και ο Δημήτρης με τον Νίκο αποφάσισαν το 1972 να το μεταφέρουν στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 4.
Στο μεταξύ τα αγόρια είχαν φτιάξει οικογένειες.
Ο Νίκος παντρεύτηκε την Αναστασία (Στάσα) Μαλλιακού και ο Δημήτρης τη Ζωή Χατζηδημητρίου. Όλοι τους έκαναν από δυο παιδιά που έγιναν γνωστοί επιστήμονες της Νέας Ιωνίας, έζησαν καλά (εκτός από τον Παναγιώτη που πέθανε νέος) και κράτησαν σωστά την παράδοση του ονόματος της οικογένειας από τα Βουρλά.
Δίπλα από το παλιό μπακάλικο ήταν το σπίτι της οικογένειας Γαργαρέτα, γνωστή αργότερα για το μεγάλο κατάστημα νεωτερισμών-ψιλικών στον Βόλο.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γιάννη Κονταξή, Βασιλικής Μακράκη, Βούλας Γκαμέτη, Γεωργίας Καρακατσοπούλου, Χρυσάνθης Βουτσά, Θεόδωρου Βουτσά, Λευτέρη Τσίλογλου «ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 2010, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν.Ι. από το 1924» 2013.
Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το