Θ Plus

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Στη γωνία Κρήτης με Δημοκρατίας ήταν το μανάβικο του Κωνσταντίνου Σταθαρά, ενός από τα παιδιά του Γιώργη Σταθαρά από το Κλισέκιοϊ της Περγάμου. Μεγάλη η ιστορία του. Γύρω στα 1930 ενώ μαθήτευε και προόδευε στο μεγάλο επιπλοποιείο του Πατρώνη στον Βόλο παντρευόταν ένας εξάδελφός του στη Μυτιλήνη – είχε συγγενείς εκεί η οικογένεια – και πήγε με καΐκι για τον γάμο. Δεν είχε όμως χρήματα να του κάνει ένα καλό δώρο, του είπε όμως πως ήταν καλός επιπλοποιός και μπορούσε να του φτιάξει τα έπιπλα του σπιτιού του. Εκείνος δέχτηκε με χαρά, πήγαν στην Καλλονή στο εργοστάσιο του Παπαδόπουλου που είχε όλα τα μηχανήματα και του έφτιαξε τα έπιπλα. Κατά την παραμονή του εκεί γνώρισε και την κόρη του Παπαδόπουλου, την Κρυσταλλία, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε και έμεινε εκεί κάνοντας εμπόριο λαδιού και μετά την Κατοχή αποφάσισε να επιστρέψει στον Βόλο μαζί με τον πεθερό του. Ενώ ήταν επιπλοποιός, το 1945 περίπου, άνοιξε το μανάβικο στην ιδιοκτησία-προίκα της αδελφής του Μαρίας Κωνσταντάρα, το 1949 αγόρασε σπίτι κάπου στη Λόρδου Βύρωνος και ξεκίνησε τη νέα του ζωή.

1936. Nίκος, Μαρία, Κώστας Σταθαράς με τη μητέρα και τον μικρό Δημήτρη

Μπροστά ήταν το μανάβικο και πίσω ήταν η ξυλαποθήκη με ξύλα και κάρβουνα. «Πέργαμος» είχε γράψει στην ταμπέλα του μαγαζιού του ο Κώστας, να θυμίζει την καταγωγή τους και έξω στο πεζοδρόμιο έβαζε το καλοκαίρι τα καρπούζια, τα πεπόνια και τις μεγάλες κολόνες πάγου που έπαιρναν οι γείτονες για τα ψυγεία τους. Ο Κώστας σηκωνόταν πολύ πρωί πήγαινε στη λαχαναγορά με το κάρο του και ερχόμενος ταξινομούσε τα λαχανικά και τα φρούτα που αγόραζε σε ξύλινα κασάκια. Πίσω στην ξυλαποθήκη πουλούσε και ξύλα με την οκά μέσα στα καλάθια. Οι περισσότεροι οικογενειάρχες αγόραζαν τα ξύλα λίγα-λίγα με την οκά και λίγοι ήταν αυτοί που έπαιρναν με το κάρο εκατό οκάδες.
Στο μεταξύ τα μέλη της οικογένειας μεγάλωσαν, ήρθε η Δεσπούλα (Δέσποινα), η Ραλλού, η Τασούλα (Αναστασία) και η Νίκη (Ανδρονίκη). Η Δέσποινα βοηθούσε τον πατέρα της στο μαγαζί ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες που δεν πήγαινε σχολείο. Ξεφόρτωνε τα καρπούζια και τα πεπόνια από το κάρο, τα τοποθετούσε με τη σειρά πάνω στο πεζοδρόμιο, έγραφε στα τεφτέρια με τα καθαρά της γράμματα και τα μεσημέρια, σαν έκοβε τα ξύλα ο πατέρας της τον βοηθούσε να τα ζυγίζουν στην πλάστιγγα και να τα βάζουν σε καλάθια ή σε ζεμπίλια.
Εκείνη όμως που ήταν η ψυχή και η νοικοκυρά του μαγαζιού ήταν η μάνα τους η Κρυσταλλία. Επιτηρούσε καθημερινά τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα και φρόντιζε να τα κρατάει φρέσκα ρίχνοντας λίγο νεράκι ή σκεπάζοντάς τα με βρεγμένα τσουβάλια. Μόλις έβλεπε ότι κάποιο λαχανικό δεν κρατούσε το έπαιρνε, το έκανε τουρσί, το έβαζε σε βαζάκια και το πουλούσε στο μανάβικο. Το ίδιο έκανε και με τα φρούτα. Στα ράφια υπήρχαν γλυκά κάθε λογής και μαρμελάδες φτιαγμένα από τα επιδέξια χέρια της που δεν κουράζονταν ποτέ. Το χάρισμά της αυτό το πήρε η μεγάλη της κόρη η Δεσπούλα και το αξιοποίησε με χαρά.
Γύρω στα 1953-1955 εργαζόταν στο μανάβικο και ο ανιψιός του Δημήτρης, γιος της Μαρίας – μετέπειτα δάσκαλος. Φοιτούσε στο Γυμνάσιο και χρειαζόταν ένα χαρτζιλίκι. Έτσι κάθε Σάββατο έκανε τον λογιστή. Σημείωνε τα βερεσέδια των πελατών σε ένα μεγάλο τετράδιο, το τεφτέρι, και όταν έφερναν στο τέλος της εβδομάδος τα χρήματα από τη δουλειά τους στο εργοστάσιο του Γκλαβάνη, του Σταματόπουλου, τους ξεχρέωνε. Έκανε όμως τα απογεύματα και άλλες δουλειές. Πήγαινε με το τρίτροχο καροτσάκι της αποθήκης ξύλα και κάρβουνα στους πελάτες στη γειτονιά, αλλά και πιο πέρα, όπου χρειαζόταν.

Κώστας Σταθαράς – Νίκος Νικόπουλος, 1957

Άξιο αναφοράς ήταν και ένα επεισόδιο, μια μαρτυρία, με κάποιον υπάλληλο του μανάβη. Στην πίσω αποθήκη διέθετε επαγγελματικό πριόνι – πλάνη – και εκεί έκοβε σε κατάλληλο μέγεθος τα ξύλα που του έφερναν από τα γύρω χωριά οι φτωχοί χωρικοί έναντι μικρής αμοιβής, κυρίως από τα Μελισσιάτικα. Κάποια στιγμή που δεν υπήρχε πελάτης, ο υπάλληλος του μαγαζιού – παιδί κι αυτός, αλλά μεγαλύτερος από τον μάρτυρα – κόλλησε στην παρέα στον δρόμο με τα παιχνίδια. Τον κρατούσε από τα πόδια και το σώμα κρεμασμένο προς τα κάτω και κείνος αφημένος πλήρως, χασκογελούσε ευτυχισμένος. Εκείνη τη στιγμή η αγριοφωνάρα του αφεντικού τον κάλεσε κοντά του και από το ξάφνιασμα και τον φόβο του τον παράτησε ελεύθερο. Δεν πρόλαβε να προστατευτεί βάζοντας ως ασπίδα τα χέρια του και κάνοντας ελεύθερη πτώση, έπεσε στο έδαφος με τα μούτρα πάνω στις σκληρές πέτρες. Καλά τα μούτρα του που μάτωσαν, τα χείλη που σκίστηκαν. Αυτά ήταν περαστικά φαινόμενα. Η δυστυχία ήταν το μπροστινό δόντι που έσπασε στη μέση και η ζημιά ήταν οριστική. Ο άσχετος οδοντίατρος της γειτονιάς, αντί να αφήσει το υπόλοιπο, πήρε την τανάλια κι αποτελείωσε το κακό. Από τότε έμεινε κουτσοδόντης στη βιτρίνα του στόματός του και έσερνε αυτό το χαρακτηριστικό ελάττωμα όλα τα χρόνια με πρόσθετο δόντι.
Ο Κώστας εργάστηκε τίμια στον χώρο του, δεν έκλεψε, δεν κορόιδεψε, δεν εξαπάτησε. Εργάστηκε ίσως περισσότερο για την ανατροφή των κοριτσιών του και κατάφερε όλες να προοδέψουν και να κάνουν σωστές οικογένειες.
Στο πεζοδρόμιο της γωνίας ήταν το μικρό περιπτεράκι της Καλλιόπης Λαδοπούλου από τον Νεβ-Σεχήρ, τη Νεάπολη. Μόνη γυναίκα, μεγάλη στην ηλικία, χωρίς οικογένεια διατηρούσε το περίπτερο – άγνωστο πώς το είχε αποκτήσει – και πουλούσε σε κείνη τη συνοικία περισσότερο τσιγάρα και ζαχαρώδη. Ήταν όμως γνωστή στη γειτονιά και παραέξω για τη θρησκευτικότητά της και την αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκε, τη Νεάπολη. Οι Νεαπολίτες είχαν ελληνικά σχολεία, στα οποία διδάσκονταν την ελληνική γλώσσα, αλλά εκτός σχολείου μιλούσαν τουρκικά και έγραφαν καραμανλίδικα, δηλαδή λέξεις τούρκικες με ελληνικά γράμματα. Είχαν και εκκλησίες, αλλά ο άγιος που τιμούσαν ιδιαίτερα, ήταν ο νεομάρτυρας Άγιος Γεώργιος. Ίσως ο άγιος αυτός να ήταν άγνωστος στους περισσότερους, αφού στα ημερολόγια το όνομά του ήταν με ψιλά γράμματα ή δεν αναφερόταν καθόλου. Όμως οι Νεαπολίτες που γνώριζαν τον βίο και τα θαύματά του, προσεύχονταν και ασπάζονταν το λείψανό του. Το δε συναξάρι των αγίων είχε αφιερωμένες δέκα σελίδες για τον νεομάρτυρα, «της οσιότητος το πολύτιμον σκεύος, των ιερέων την κοσμιότητα και των μαρτύρων το ισοστάσιον», έγραφε.
Πολλές φορές η κυρα-Καλλιόπη στις ώρες της μοναξιάς και της αναδουλειάς, έβρισκε ευκαιρία και διηγούνταν τη ζωή και τα θαύματά του και ενώ τα έλεγε σταυροπροσκυνούσε και έλεγε «μεγάλη η χάρη του». Ο νεομάρτυρας Γεώργιος ήταν ιερέας στο Νεβ Σεχήρ και μια χρονιά το 1797 προσκλήθηκε να πάει στη γειτονική Μαλακοπή Καππαδοκίας, να ιερουργήσει σε μια μεγάλη γιορτή.
Στην περιοχή όμως αυτή είχαν εκδηλωθεί διωγμοί κατά των χριστιανών από άτακτα στίφη Τούρκων (διωγμοί του Κατς-Κατς) και ήταν επικίνδυνη η οδοιπορία.
Ο Γεώργιος όμως, αληθινός ιερέας και υπηρέτης του Θεού, δεν δίστασε καθόλου. Καβάλησε το γαϊδουράκι του γιατί ήταν γέροντας και καχεκτικός και με προθυμία πορευόταν στον προορισμό του.

Ο Άγιος Γεώργιος, ο Νεαπολίτης, στην Ευαγγελίστρια της Νέας Ιωνίας, διά χειρός Ζαχαρία Καραφέργια

Και ενώ πλησίαζε στη Μαλακοπή, κοντά στη θέση Κόμπια-ντερέ (ρεματιά), φάνηκαν μπροστά του Τούρκοι κακοποιοί που αφού τον λήστεψαν, τον γύμνωσαν, τον βασάνισαν, τον πέταξαν στη γειτονική χαράδρα. Τον βρήκαν περαστικοί χριστιανοί, τον έθαψαν εκεί κοντά και έβαλαν το όνομα Γεώργιος πάνω στην πέτρα που σηματοδοτούσε το μνήμα του. Αργότερα το βρήκαν οι Νεαπολίτες που αγωνιούσαν για την τύχη του ιερέα τους, πήραν το άγιο λείψανό του που μοσχοβολούσε μύρο και το τοποθέτησαν σε μια κάσα στο σπίτι του παπά που ήταν συνεφημέριος με τον νεομάρτυρα Γεώργιο. Του άναβαν τακτικά το καντήλι, έκαναν λειτουργίες και παρακλήσεις και εκεί γίνονταν θαύματα και θεραπείες ασθενών. Αργότερα μετέφεραν το λείψανό του στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ήταν ιερέας.
Και σαν ήρθε η ώρα της εξόδου, εκείνη η μαύρη ώρα του αποχωρισμού και της εγκατάλειψης της πατρώας γης, που όλοι οι χριστιανοί έφευγαν για την Ελλάδα με λίγα πράγματα στους ώμους και στα κάρα, πήραν μαζί τους και το λείψανο του νεομάρτυρα αγίου τους. Ο παπα-Ιγνάτιος φρόντισε να φτάσει στην Ελλάδα και οι κάτοικοι της Νέας Νεάπολης Περισσού τοποθέτησαν και πάλι με σεβασμό και πίστη το λείψανο του συμπατριώτη τους στην εκκλησία του αγίου Ευσταθίου (παραμένει μέχρι σήμερα και τιμάται με πανηγυρική γιορτή στις 3 Νοεμβρίου). Νεαπολίτισσα και η κυρα-Καλλιόπη τιμούσε και δω στη Νέα Ιωνία τον δικό της νεομάρτυρα άγιο. Μόνο που τον τιμούσε νοερά, τον είχε στη μνήμη της, αλλά δεν τον έβλεπε. Έτσι όταν ζωγραφιζόταν η Ευαγγελίστρια παρακάλεσε την επιτροπή να ζωγραφίσουν σε έναν τοίχο τον νεομάρτυρα Άγιο Γεώργιο. Έτσι ο άγιος πήρε τον χώρο του στον γυναικωνίτη, ανάμεσα στους Μικρασιάτες αγίους και παρακολουθούσε τους πατριώτες του στην κυριακάτικη προσευχή και λατρεία τους, όπως παλιά. Και η κυρα-Καλλιόπη χαιρόταν κάθε που έμπαινε στην Ευαγγελίστρια, κοίταζε προς τα πάνω, χαιρετούσε τον άγιό της δοσμένο από τα άξια χέρια του ζωγράφου Καραφέργια και η ψυχή της γαλήνευε, όπως τότε που ήταν κοριτσάκι.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Λευτέρη Τσίλογλου, Γιάννη Κονταξή, Δ. Κωνσταντάρα- Σταθαρά, Δέσποινας Σταθαρά-Νικοπούλου, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924» 2013. Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Αληθινές μικρασιατικές ιστορίες», Λευτέρη Τσίλογλου «Κι όμως ήταν όμορφα» Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2010.
Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το