Θ Plus

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Bασιλείας Γιασιράνη-Κυρίτση

Δίπλα από το σπίτι του (οικόπεδο) Τσορμπατζόγλου, υπήρχε ένα οπωροπωλείο του Γιάννη Λαδόπουλου. Οργανοπαίκτης ήταν από τη Σμύρνη, έπαιζε ούτι, αλλά για να βιοποριστεί είχε το μαγαζάκι του, το οποίο κρατούσε στην ουσία η γυναίκα του Σταματία.
Το 1952 κατεδαφίστηκε, μάλλον ήταν αρκετά παλιό, και κτίστηκε η νέα οικοδομή, όπου εγκαταστάθηκε το 1953 ο Αλέκος Φερτεκλίδης.
Δίπλα ακριβώς ήταν το στιλβωτήριο του Ανάσταση Λαδόπουλου από τη Σμύρνη, το μόνο στη Ν. Ιωνία.
Αρχικά βρισκόταν στον Φαρδύ, στην ιδιοκτησία Σακαλή, έπειτα όμως για δικούς του λόγους, μετακόμισε στην οδό Σινώπης και δούλευε καλά.
Τη δουλειά του τη συνέχισε και ο γιος του Θοδωρής, καλός επαγγελματίας και δραστήριος, όπως ο πατέρας του.
Καλωσόριζε τον πελάτη με ένα χαμόγελο, με μια γλυκιά καλημέρα και ανάλογα φερνόταν. Αν ο πελάτης ήταν βαρύθυμος, προσπαθούσε μόνο να πει τα απαραίτητα. Αν είχε όρεξη για κουβέντα, μέσα σε λίγα λεπτά είχαν συζητήσει πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της φτωχής τότε πόλης τους.

Μπαίνοντας, απέναντι από την πόρτα είχε ξύλινο πάγκο με δύο-τρία σκαλάκια και πάνω έναν δερμάτινο καναπέ όπου ανέβαινε και καθόταν ο πελάτης. Πατούσε το πόδι του πάνω σε μια από τις πέντε μεταλλικές πατούσες για να βοηθήσει τον στιλβωτή να βάψει το παπούτσι. Εκείνος έπαιρνε ένα μεταλλικό λαμπερό βαλιτσάκι, όπου πάνω είχε όλα τα σύνεργα βαψίματος και με μεγάλη επιδεξιότητα άρχιζε, αφού προηγουμένως έβαζε γύρω από την κάλτσα χαρτονάκι για να μη λερώσει τον πελάτη.
Άλειφε το παπούτσι με το ανάλογο χρώμα κάμελ και με δυο βούρτσες επιχειρούσε ταυτόχρονα να γυαλίζει, πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό και τα παπούτσια άστραφταν σαν καινούρια.
Ο Λαδόπουλος είχε και καρδερίνες στο μαγαζί και πουλούσε. Περίφημες καρδερίνες που κελαηδούσαν γλυκά και συναγωνίζονταν ιδιοκτήτη και πελάτη. Οι διαβάτες που περνούσαν απέξω, θαύμαζαν την όμορφη μουσική τους…

Γ. Kαλιμτζής με τη σύζυγό του Ευλαμπία

Μαζί με το μανάβικο, χάθηκε και το στιλβωτήριο και έμειναν ελάχιστες μνήμες. Στη θέση τους αργότερα εγκαταστάθηκε το μαγαζί ψιλικών.
Ο Ελευθέριος Φερτεκλίδης, ο παππούς, καταγόταν από το χωριό Φερτέκι κοντά στο Νεβ Σεχήρ, ήταν έμπορος και οι Τούρκοι τον έλεγαν Φερτεκλή ή Φερτέκιογλου. Η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα το 1924 ως ανταλλάξιμοι και εγκαταστάθηκε αρχικά στις παράγκες της οδού Ιωλκού. Για να ζήσουν, ο Ελευθέριος αρχικά άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι στις παράγκες της πλατείας Ρήγα Φεραίου και με αυτό βιοποριζόταν. Ο ένας του γιος, ο Αλέκος, παρακολούθησε τις δύο τάξεις του Γυμνασίου Αρρένων, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτηση και να εργαστεί με τον αδελφό του Μηνά, που είχε εργαστήριο, όπου έφτιαχνε κλωστή ραψίματος από μετάξι, μπρισίμι και τύλιγε μασουράκια.
Όταν το 1937 ο άλλος αδελφός Γιώργος στρατολογήθηκε, ο Αλέκος ανέλαβε να πουλάει εκείνος ψιλικά στις συνοικίες με το καροτσάκι που το έσερνε ένα άλογο. Γύριζε στις γειτονιές του Βόλου από Σπ. Σπυρίδη μέχρι τον Άναυρο και είχε αρκετή πελατεία. Γύριζε μέχρι τότε που κηρύχτηκε ο πόλεμος και τότε εγκατέλειψε το καροτσάκι και κράτησε το μαγαζί με ψιλικά του άντρα της αδελφής του, απέναντι από το Ορφανοτροφείο, που στρατολογήθηκε.
Τελικά το 1943 άνοιξε επιτέλους, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, δικό του μαγαζί με ψιλικά στη Νέα Ιωνία, στην οδό Σινώπης. Μικρό μεν, αλλά γεμάτο με τα όνειρα του Αλέκου. Το χώρισε στα δυο, στο ένα μέρος τα ψιλικά και στο άλλο ο δικός του χώρος, το δωμάτιό του με το ντιβανάκι να κοιμάται κει για να μην τον ληστέψουν, πράγμα που το είχαν κάνει στο παρελθόν.

Ο Eλ. Φερτεκλίδης στο μαγαζάκι της πλατείας Ελευθερίας

Στο μικρό μαγαζάκι του ο Αλέκος έβαλε μεγαλύτερα όνειρα, περισσότερα ψιλικά και είχε αρκετή πελατεία, ανάμεσα στην οποία ήταν και η Αννούλα Γαργαρέττα, η μετέπειτα γυναίκα του.
Η Αννούλα καθόταν ακριβώς απέναντι, στην οδό Κρήτης και είχε δυο αδέλφια, τον Γιώργο και τον Τάκη. Η μητέρα τους, σαν έμεινε χήρα με τρία παιδιά, ξαναπαντρεύτηκε τον σιδηροδρομικό Οικονομίδη κι έκανε δυο ακόμη παιδιά. Τα δυο αγόρια Γαργαρέττα έκαναν αργότερα ονομαστό μαγαζί ψιλικών στην Ερμού. Από τότε που τη γνώρισε, είχε πολύτιμο συνεργάτη και βοηθό. Εκείνος πήγαινε καθημερινά στις αποθήκες ψιλικών να προμηθευτεί εμπόρευμα για να καλύψει τις ελλείψεις, γιατί η αξία των χρημάτων χανόταν, ενώ στο μαγαζί του έμενε εκείνη. Ώσπου ήρθαν μαύρα χρόνια του εμφυλίου για τη Νέα Ιωνία, όταν άρχισαν τα αντίποινα μεταξύ των ανταρτών που κατέβαιναν από τα γύρω χωριά και των Γερμανόφιλων. Τότε τα πράγματα δυσκόλεψαν περισσότερο. Οι καταστηματάρχες δεν άνοιγαν τα μαγαζιά τους και οι εφημερίδες προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι δεν υπήρχε κανένας φόβος. Μέχρι την απελευθέρωση έζησαν οι κάτοικοι σκηνές φόβου και εμφύλιας αλλοφροσύνης. Επιστρατεύτηκε το 1944 και υπηρέτησε στην 41η ταξιαρχία της Λάρισας ώς το 1948. Με την επιστροφή του νοίκιασε ένα σπιτάκι στο Πορταρθούρ, παντρεύτηκε την Άννα και ξανάρχισε τη δουλειά του δυναμικά. Εκτός από τα ψιλικά έφερε και άλλα είδη παρεμφερή στο μαγαζί, χρώματα βαφής και άλλα. Την τέχνη να φτιάχνει και να τυλίγει μπρισίμια την είχε μάθει από τον αδελφό του τον Μηνά και το επιχείρησε γιατί ήταν είδος άγνωστο για τα μαγαζιά της Νέας Ιωνίας. Τα οικονομικά βελτιώνονταν, η οικογένεια μεγάλωνε και κείνος έφερνε εμπορεύματα από Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Έπειτα μετακόμισε στη Νέα Ιωνία, Αγίας Φωτεινής 83, στο μισοτελειωμένο σπίτι τους, να μην πληρώνει νοίκι και να είναι κοντά στο μαγαζί τους.
Το 1952 ο Αλέκος αναγκάστηκε να νοικιάσει λόγω μεγάλου φόρου ενοικίου άλλο μαγαζί απέναντι από το παλιό, σε νέα οικοδομή, Βασιλίσσης Φρειδερίκης 77, μεγαλύτερο, με βιτρίνα για την προβολή του εμπορεύματος και με την επωνυμία «Αλέξανδρος Φερτεκλίδης».

Το μαγαζί στη Δημοκρατίας

Τα παιδιά του μεγάλωσαν στο πατάρι του μαγαζιού και ο Λευτέρης με την Άννα βοηθούσαν και στο μαγαζί. Περισσότερο όμως βοηθούσε η Άννα που έμενε αργά το βράδυ τα Σαββατοκύριακα για τις ανάγκες των πελατών. Τελικά η Άννα κράτησε το μαγαζί, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, πάντα με την «υψηλή εποπτεία» του πατέρα της. Με όλα τα χρόνια που τον βάραιναν είχε καθαρό μυαλό μέχρι τέλος. Ο Λευτέρης πήγε στην Ιταλία για σπουδές, παντρεύτηκε και αυτός και έκανε δική του οικογένεια. Το 2012 ο κυρ-Αλέκος πέθανε, η Πόπη συνταξιοδοτήθηκε και το εμπορικό της οδού Δημοκρατίας έμεινε άδειο, έρημο και αδιάφορο για τους νεαρούς περαστικούς.
Δίπλα του ήταν άλλο μαγαζί, τενεκετζίδικο, ιδιοκτησία του Νίκου Λαζαρίδη, που ήταν ανάπηρος πολέμου. Παλιότερα, το 1933, αυτός το είχε υποδηματοποιείο και ήταν παντρεμένος με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου. Μάλλον κατά τη διάρκεια του πολέμου τραυματίστηκε και μετά το νοίκιασε στον Καλιμτζή.
Ήταν μικρό, αλλά γεμάτο με κουβάδες, ποτιστήρια, χωνιά, σόμπες και ό,τι άλλο έφτιαχνε το επιδέξιο χέρι του Γιάννη Καλιμτζή από το Κουμπάο της Ανατολικής Θράκης. Είχε αποκτήσει από τον γάμο του με την Ευλαμπία Μαυρίδη, κόρη του Μαυροδή Μαυρίδη από τα Τούζλα της Νικομήδειας, τη Ζωγραφία, που σπούδασε και έγινε δασκάλα, και τον Δημήτρη.
Άλλο υποδηματοποιείο ήταν του Κων/νου Τερζίδη, ακριβώς δίπλα. Παντρεμένος το 1928 με την Άννα Τσορμπατζόγλου καθόταν στα Γερμανικά, αλλά είχε συγγενείς την οικογένεια Τερζίδη, Φρειδερίκης και Ελευθερίου Βενιζέλου, απέναντι από την οικογένεια Σουγιουτζόγλου. Ήταν καλός επαγγελματίας, δραστήριος, καλοκάγαθος, μικροκαμωμένος, αλλά με χρυσή καρδιά. Κατασκεύαζε παπούτσια με παραγγελία έχοντας ξύλινα καλούπια, αλλά διόρθωνε και μπάλωνε τα παλιά των ανθρώπων της γειτονιάς.
Ήταν σε όλους γνωστός ως μέλος Επιτροπής Ανεγέρσεως της Ευαγγελίστριας 1947-1962 και ως επίτροπος στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας τα χρόνια 1949-1966 και είχε το αξίωμα του «ευταξία», δηλαδή τηρούσε την τάξη μέσα στην εκκλησία. Φορούσε στο πέτο μια μεταλλική κονκάρδα που έγραφε «ευταξίας».
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Λευτέρη Τσίλογλου, Γιάννη Κονταξή, Λίτσας Τσιμπούρη, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», 2013, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό», 2011.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το