Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Αφιέρωμα στην οικ. Κεχαΐδη

Βρισκόμασταν στη γωνία Δημοκρατίας με Θράκης, όπου τελείωνε ο μεγάλος και μακρύς χωμάτινος δρόμος με σημείο αναφοράς το παντοπωλείο του Τάκη Κεχαΐδη.
Μεγάλη και ενδιαφέρουσα η ιστορία της οικογένειας.
Τα αδέλφια Κωνσταντίνος και Χαράλαμπος Κεχαγιόγλου κατάγονταν από την Υοσγάτη (Γιοσγάτ) της Άγκυρας και ήταν έμποροι καταξιωμένοι. Το επίθετό τους σήμαινε γιος του Κεχαγιά και είχαν σπουδαία δημογεροντία.
Η επικρατούσα κατάσταση την περίοδο αυτή ήταν εκρηκτική. Φιλοσουλτανικά στρατεύματα εκδηλώθηκαν στην Υοσγάτη και το Ικόνιο υποκινούμενα από τους Άγγλους. Το 1921 ο Κεμάλ έκανε προγραφές διακεκριμένων Ρωμιών, οι οποίοι ωφελούσαν την οικονομία του τόπου. Οι στρατιώτες του εισέβαλαν στη Γιοσγάτη και άρχισαν τη σφαγή. Έτσι έφτασαν στον Κωνσταντίνο Κεχαΐδη, τον πυροβόλησαν, καθώς και τη γυναίκα του Ελένη, η οποία πέθανε μετά από λίγες μέρες.
Το φθινόπωρο του 1923, οι κάτοικοι της Υοσγάτης, αλλά και του Ακντάγ-μαντέν άφησαν όλη τους την περιουσία, πήραν μόνο κάποια πράγματα και λίγα χρήματα που έτυχε να έχουν εκείνη την περίοδο και ξεκίνησαν. Ο Χαράλαμπος σώθηκε, πήρε την οικογένειά του και τα ορφανά του αδελφού του, μερικές εικόνες και χαλιά για τον δρόμο και ξεκίνησαν τη δική τους οδύσσεια, αφήνοντας έντονα τα σημάδια τους στη χώρα των προγόνων τους. Οι Αρχές τούς έβαλαν στο τρένο και έφτασαν στη Σαμσούντα.
Εκεί αντίκρισαν τη θάλασσα για πρώτη φορά και τα πλοία τα ονόμασαν «σκάφες». Στην αρχή είχαν κάποιο φόβο, αλλά μόλις επιβιβάστηκαν ένιωσαν ενθουσιασμό και άλλοι έπαιζαν βιολί, άλλοι ούτι, είχαν στήσει ένα ξέφρενο πανηγύρι. Μόλις όμως το πλοίο βγήκε από το λιμάνι της και άρχισε να χαλάει ο καιρός, η γνώμη τους άλλαξε. Από τη Σαμψούντα έφτασαν στον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά, όπου οι Έλληνες έβαλαν τους πρόσφυγες σε καραντίνα.
Το νησί ήταν ελάχιστα γνωστό και βρισκόταν στο στενό της Σαλαμίνας. Χαρακτηριζόταν ως «πετρώδες μολυσμένο νησί». Μεγάλος αριθμός σπιτιών ήταν κτισμένος για καραντίνα κατά μήκος της ακτής.

Αριστερά, Τ. Κεχαΐδης στο παλιό μαγαζί

Ήταν τετράγωνες κατασκευές από άγριες πελεκητές πέτρες, λίγο ασβεστωμένες και με κεραμοσκεπές. Κάθε σπίτι αποτελούνταν από δυο ευρύχωρα δωμάτια, εφοδιασμένα με μερικά κρεβάτια εκστρατείας και έναν νιπτήρα. Μερικά βήματα από το οίκημα του επισιτισμού βρισκόταν το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, από τον οποίο το νησί πήρε το όνομά του.
Ήταν ένα παράξενο, χαμηλό, σχεδόν ακανόνιστο οικοδόμημα με ένα μικρό καμπαναριό και είχε αναπαλαιωθεί, όπως πιστοποιούσε μια παλιά επιγραφή, τον Σεπτέμβριο του 1865. Το εσωτερικό της κοσμούσαν μερικές από τις βυζαντινές εικόνες με τις άκαμπτες μορφές και πάνω από την είσοδο ήταν εντειχισμένη μια επιγραφή «Χολέρας καθαρτήριον την σην νήσον προσήνεγκας τη Ελλάδι, τροπαιοφόρε. Ευγνωμονούντες προσάγομεν σοι την ανακαίνισιν της εκκλησίας, την αποβάθραν και τας οδούς. Μηνί Σεπτεμβρίω ΑΩΞΕ».
Δηλαδή σαν καθαρτήριο χολέρας το δικό σου νησί πρόσφερες στην Ελλάδα, Τροπαιοφόρε. Από ευγνωμοσύνη σού αφιερώνουμε το έργο της ανακαίνισης της εκκλησίας, της αποβάθρας και των δρόμων. Σεπτέμβριος 1865.
Τα κτίσματα στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού, στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν λοιμοκαθαρτήριο, όπου οι επιβάτες των πλοίων που προέρχονταν από ορισμένα λιμάνια του εξωτερικού, υφίσταντο ολιγοήμερη υποχρεωτική καραντίνα. Αργότερα τα κτίσματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν σαν «αποικία» ψυχασθενών.
Εκεί, τους κούρεψαν τα μαλλιά με την «ψιλή» να αποφύγουν τις ψείρες και αυτό κακοφάνηκε περισσότερο στις γυναίκες και στα κορίτσια που είχαν πολλά και μακριά μαλλιά. Τους έβαλαν να πλυθούν και με το καράβι πάλι τους πήγαν στην Κεφαλονιά, στο χωριό Φαράκλατα που ήταν κοντά στο Αργοστόλι.
Οι κάτοικοι στην αρχή δεν τους άφηναν να κατεβούν από το πλοίο και διαμαρτύρονταν πως δεν ήθελαν άλλους πρόσφυγες. Ωστόσο έμειναν οκτώ μήνες και ήταν πρόσφυγες από όλα τα μέρη της Τουρκίας.

Παντοπωλείο Η ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ

Έδωσαν στον Χαράλαμπο ένα σπίτι διώροφο του οποίου οι ιδιοκτήτες έλειπαν στην Αμερική, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού.
Όμως είχαν πολλές δυσκολίες. Το κυριότερο, δεν είχαν νερό στο χωριό και στο σχολείο που πήγαν τα προσφυγόπουλα, είχαν προβλήματα με τα άλλα παιδιά. Τελικά τον Νοέμβριο του 1924 οι πρόσφυγες εγκατέλειψαν το αφιλόξενο νησί και ήρθαν με το ίδιο πλοίο στον Βόλο.
Στην αρχή οι υπεύθυνοι προσπάθησαν να τους κατεβάσουν στον Αλμυρό, αλλά ένας από τους Γιοσγατλήδες εμπόρους, ο Βασίλειος Σεΐσογλου, επέμενε με την επιχειρηματολογία ότι είναι έμποροι, δεν γνωρίζουν από αγροτικές εργασίες και θα πεθάνουν της πείνας. Τελικά οι Αρχές πείστηκαν και τους έφεραν στον Βόλο.
Στον Βόλο έμειναν στο παλιό φρουραρχείο, μετέπειτα ταχυδρομείο, στην οδό Δημητριάδος με Αγίου Νικολάου, απέναντι από το φαρμακείο του Καδόγλου, στο σπίτι του Τσόπελα του ράφτη, που είχε πολλές κάμαρες και ήταν μεγάλο.
Έδωσαν σε κάθε οικογένεια από ένα δωμάτιο, οι άντρες βρήκαν δουλειά στα καπνά, οι γυναίκες στα καπνά και στις μοδίστρες και τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Όμως η παραμονή τους στο σπίτι του Τσόπελα δεν ήταν μόνιμη και τον χειμώνα του 1929 τους έφεραν στα «Πέτρινα» της περιοχής του Κουφόβουνου.
Όλοι σχεδόν οι Γιοσγατλήδες εγκαταστάθηκαν στα Πέτρινα. Άρχιζαν μια νέα ζωή στην Ελλάδα. Η πατρίδα τους ζωντανεμένη από τους θρύλους και τις παραδόσεις ζούσε πάλι και αναβίωνε στη νέα γη.
Ο Χαράλαμπος, παντρεμένος με την Πηνελόπη Πολυχρονιάδου, είχε δύο παιδιά, τον Δημήτριο (Τάκη) και τον Ελευθέριο (Λευτέρη). Δεν ήταν εύκολο να αναθρέψει και τα ανίψια του Χαράλαμπο, Μαρία, Ιωάννη και βρήκε ως καλύτερη λύση το ορφανοτροφείο του Αγίου Παντελεήμονα, στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί όλα τα ορφανά των προσφύγων.
Ο Χαράλαμπος αμέσως μετά την εγκατάσταση, με την εμπειρία του, άνοιξε ένα μικρό παντοπωλείο στην οδό Βρυούλων με Προύσης.

1963, Tάκης Κεχαΐδης στη Δημοκρατίας

Το πλούτισε με όσα προϊόντα καταλάβαινε πως ήταν απαραίτητα για τους γύρω πρόσφυγες, που ήταν κυρίως η πελατεία του, και με τον χαρακτήρα και την εργατικότητά του κατάφερε να το εφοδιάζει και να το ενισχύει με περισσότερα προϊόντα. Τα χρόνια περνούσαν, τα αγόρια του μεγάλωσαν μέσα στο μαγαζί από μικρά και δούλευαν μαζί του.
Μετά το 1955 ο Χαράλαμπος αποσύρθηκε και το παντοπωλείο, εφοδιασμένο με τα πάντα συνέχισε τη ζωή του. Η ταμπέλα που είχε κάνει ο Ιπποκράτης έγραφε «ΟΙΝΟΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ Η ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ. ΑΦΟΙ ΧΑΡ. ΚΕΧΑΪΔΗ». Είχαν γίνει ορισμένες μετατροπές και ο χώρος ήταν μεγάλος.
Δυο μεγάλες δίφυλλες πόρτες είχε στην πρόσοψη ξύλινες με τζαμλίκια μεγάλα, που το βράδυ στο κλείσιμο πρόσθεταν τα ξύλινα κανάτια. Είχε και άλλες δυο δίφυλλες πόρτες από την άλλη πλευρά, ίδιες. Και απέξω κρεμούσαν ψάθινες σκούπες με κοντάρι, μικρά σκουπάκια, καλάθια και φορτωνόταν περισσότερο η πρόσοψη με τις καρφωμένες στον τοίχο διαφημίσεις από τα μακαρόνια ΝΤΕΒΕΤΑ και κάποια απορρυπαντικά.
Στην άκρη της δεξιάς πλευράς ήταν οι τραμιτζάνες με το εύγεστο κρασί και μερικά τραπεζάκια ξύλινα για κάποιους μερακλήδες της γειτονιάς που σύχναζαν και μολογούσαν τα ντέρτια τους ξεροσφύρι κρασάκι ή μπύρα.
Ο Τάκης και ο Λευτέρης ήταν τα καινούρια αφεντικά, που δούλευαν περισσότερο από πριν. Κουβαλούσαν τα περισσότερα πράγματα με το ποδήλατο. Ο ένας φόρτωνε το καθαρό πετρέλαιο σε μπιτόνι μέσα στο τσουβάλι από το μονοπώλιο και ο άλλος γέμιζε το ζεμπίλι με ό,τι ήταν απαραίτητο και έλειπε από το μαγαζί τους. Άλλοτε φόρτωνε το κάρο με το άλογο από την αγορά ο ένας, βοηθούσε ο άλλος, με όποιον καιρό, πορευόταν αναβάτης ή πεζός να περάσει τις δυσκολίες και να φτάσει ανακουφισμένος στο τέρμα τους. Η ψυχή όμως του μαγαζιού ήταν ο Τάκης, γεννημένος για το επάγγελμα αυτό, που αν δεν τον ήξερε κάποιος δεν τον έλεγε πως ήταν μπακάλης.

To ζεύγος Κεχαΐδη το 1963

Χαρακτήρας με θέληση και πείσμα κατάφερε από τη συχνή επικοινωνία που είχε μαζί τους να μάθει από μικρός τα τουρκικά και να μιλάει τη γλώσσα των προσφύγων της γειτονιάς του.
Και ο Λευτέρης ήταν ευγενής, αλλά είχε μια άλλη ευγένεια και άλλον χαρακτήρα. Ήρθε όμως ο καιρός τους να κάνουν οικογένεια. Ο Τάκης παντρεύτηκε τη Φιλίτσα Κοφινά, η οποία του χάρισε το 1965 ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την Αρετή, ύστερα την Πηνελόπη και ζούσε ευτυχισμένος. Φρόντιζε σιγά-σιγά το κτίσιμο του νέου του σπιτιού και μαγαζιού δίπλα στο πατρικό και το 1968 μεταφέρθηκε στην οδό Θράκης. Το παλιό μαγαζί το κράτησε ο Λευτέρης και κείνος άνοιξε τα φτερά του για ένα νέο ξεκίνημα. «ΤΑΚΗΣ ΚΕΧΑΪΔΗΣ ΤΡΟΦΙΜΑ-ΠΟΤΑ» ήταν η απλή και λιτή ταμπέλα που στήριξε στην πρόσοψη του μαγαζιού του.

Δεξιά, Τάκης, Πηνελόπη, Χαράλαμπος σε εργασίες του σπιτιού τους

Το γέμισε με κάθε είδους χαρτικά και απορρυπαντικά, βαρέλια με τυριά, ελιές και μικρότερα με τουρσί, ενώ στην άκρη του ραφιού ήταν σχεδόν πάντα ανοιχτά τα μεγάλα τενεκεδένια κουτιά με τη λακέρδα και τα παστά. Μπροστά από τον πάγκο- γραφείο ήταν τοποθετημένα τσουβάλια με όσπρια και δίπλα σε ένα ξύλινο κιβώτιο χωρισμένο στη μέση, χύμα μακαρόνια και ρύζι. Οι τοίχοι είχαν ράφια ξύλινα γεμάτα κονσέρβες κάθε είδους μικρές και μεγάλες, κουτιά σάλτσες, σαπούνια πράσινα και άσπρα, μπουκαλάκια κίτρινα με χυμό λεμονιού, χάρτινα κουτιά απορρυπαντικών, καθαριστικά νέου τύπου που τραβούσαν την προσοχή του πελάτη. Τα τζάμια ήταν γεμάτα διαφημιστικά αυτοκόλλητα και στα ενδιάμεσα κενά πρόβαλλαν οι πήλινες και αλουμινένιες κατσαρόλες.
Ο καιρός περνούσε, η ζωή στην προσφυγούπολη συνεχιζόταν με τις δυσκολίες στη δουλειά και την καθημερινότητα.
Ο Τάκης κοινωνικά μορφωμένος με σπάνια ενδιαφέροντα (δεν άφηνε χαρτάκι περιτυλίγματος που να μην το διαβάσει), ευγενής, περιποιητικός, χαμογελαστός, φορούσε πάντα μια καθαρή ποδιά ολόσωμη και στο πρόσωπό του ζωγράφιζε τον κόσμο του.
Χαιρόταν με όσα του έδωσε η ζωή και είχε συντροφιά την κυρα-Πηνελόπη και μια θαυμάσια σύντροφο που τον συνόδευε παντού… εκτός από το σχολείο των παιδιών του. Εκεί του έδινε όλον τον χώρο.

Το νέο μαγαζί στη Θράκης αργότερα

«Η γνώση… σπουδαίο αγαθό, αρετή» μου είπε πολύ αργότερα όταν ήρθε να ρωτήσει για την κόρη του στο σχολείο… Ευγενής, διακριτική παρουσία που εντυπωσίαζε και εντυπωσίασε και στην πρόσφατη κουβέντα μας, αν και βαδίζει τα 88…
Ο δρόμος με τα πολλά είδη προσφυγικού καταυλισμού και τα μικρά και μεγάλα μαγαζιά που ήταν ίσως ο δεύτερος κεντρικός δρόμος μετά το Φαρδύ είχε τελειώσει, αφήνοντας έντονα τα ίχνη του παλιού δρόμου της Σινώπης.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γιάννη Κονταξή, Τάκη Χ. Κεχαΐδη, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του Δημήτρη Κωσταντάρα-Σταθαρά από την Πηνελόπη Χαρ. Κεχαΐδη, το 1996.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το