Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Αφιέρωμα στην οικογένεια
Χατζηδημητρίου

Ακριβώς δίπλα από το σπίτι του γιατρού Σουγιουλτζόγλου ήταν το σπίτι της οικογένειας του Γιώργου Χατζηδημητρίου. Γεννημένος στην Πάρσα, μια ώρα απόσταση με τη σούστα από τη Σμύρνη, ήταν ευκατάστατος κτηματίας με Τούρκους παραγιούς στη δούλεψή του για τα κτήματα, στα οποία καλλιεργούσε σταφίδα.
Παντρεμένος με τη Βαρβάρα Γκούμα ζούσε μια αξιοπρεπή και άνετη ζωή και η γυναίκα του ήταν κυρά κι αφέντρα του σπιτικού τους με δυο υπηρέτριες να βοηθούν στις ανάγκες του διώροφου σπιτιού.
Επάνω τα δωμάτια και κάτω το κατώι, οι αποθήκες. Απόκτησε δυο παιδιά τον Αναστάσιο (Τάσο) και τον Σωτήρη. Λίγο πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά στη Σμύρνη, ο Γιώργος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά τους Πάρσα με την οικογένειά του, τη γυναίκα του, τον χρονιάρικο γιο του Αναστάση και το λίγων μηνών μωρό που αργότερα βαπτίστηκε Σωτήρης, γιατί σώθηκαν από την καταστροφή.
Ο Γιώργος, όπως οι περισσότεροι, υπολόγιζε πρόχειρο τον εκπατρισμό τους, κλείδωσε το σπίτι με τρεμάμενα χέρια, έδωσε το κλειδί στον επιστάτη με δάκρυα στα μάτια λέγοντάς του να το προσέχει μέχρι να ξαναγυρίσουν…
Έφυγαν με έναν μπόγο, χωρίς καν τα απαραίτητα, παρά μόνο με μερικά ενθύμια, τα εικονίσματα και τα χρήματα, που είχαν πάρει ως καπάρο από τους εμπόρους για την πώληση της σοδειάς (σταφίδα). Με άλλους συγγενείς και συντοπίτες έφτασαν στη Σμύρνη με απώτερο σκοπό να περάσουν στην Ελλάδα και να γλιτώσουν. Όμως ο Γιώργος συνελήφθη αιχμάλωτος και μόνον τα γυναικόπαιδα πέρασαν στην Ελλάδα.
Μόνο όταν υπογράφτηκε η συνθήκη της Λωζάνης κατάφερε να βρει και να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του.
Στην όλη περιπέτεια της αναζήτησης είχε αρωγό τον αδελφό του, ο οποίος είχε πάει στον Καναδά γύρω στα 1920 και μπορούσε να βοηθήσει έστω και από μακριά την οικογένεια που είχε μεταφερθεί στην Ελλάδα χωρίς τον προστάτη της.

Γιώργος – Βαρβάρα Χατζηδημητρίου, Σμύρνη

Όταν η Βαρβάρα με τους συγγενείς της αισθάνθηκαν ασφαλείς πατώντας το πόδι τους στην Ελλάδα, τότε έλυσαν τις φασκιές του μωρού για να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που είχαν κρύψει για να μην τα βρουν οι Τούρκοι στη διάρκεια της φυγής. Έτσι όταν έφθασε στον Βόλο, μπόρεσε να νοικιάσει ένα σπίτι και να ξεπεράσει τις πρώτες δυσκολίες της προσφυγιάς μέχρι να καταφέρουν να συγκεντρωθούν όλοι μαζί ως οικογένεια και να ορθοποδήσουν.
Αργότερα, το 1925-26 εγκαταστάθηκαν σε ένα από τα τσιμεντένια σπίτια στην οδό Βασ. Φρειδερίκης, μετέπειτα Δημοκρατίας, με Αδριανουπόλεως γωνία, που τους παραχωρήθηκε «χρεωλυτικώς». Στην πραγματικότητα τους δόθηκε δάνειο για να τα αγοράσουν, το οποίο αποπλήρωσαν αργότερα.
Το σπίτι ήταν αρκετά ευρύχωρο σε σχέση με τα άλλα προσφυγικά. Αποτελούνταν από δύο δωμάτια, χολ, κουζίνα, τουαλέτα, πλυσταριό και αυλή με κήπο. Σ’ αυτό το καινούργιο σπιτικό στέγασε τα όνειρά της η Βαρβάρα, σ’ αυτό απόκτησε και δυο ακόμη κορίτσια, τη Μάρω και τη Γεωργία, και κει ανάστησε όλα τα παιδιά με τις αρχές τις δικές της και του αυστηρού, απόλυτου και αυταρχικού πατέρα τους.
Ερχόμενος στην Ελλάδα ο Γιώργης ασχολήθηκε με το ζωεμπόριο.

Αναστάσιος – Σεβαστή Χατζηδημητρίου

Οι δύο γιοι του, Αναστάσης και Σωτήρης, όταν ενηλικιώθηκαν, συνέχισαν τη δουλειά του πατέρα τους και την επέκτειναν. Στην περιοχή του Σαμπάναγα, σε ιδιόκτητη έκταση, δημιούργησαν μονάδα παραγωγής βοειδών και μαζί με άλλους συνενώθηκαν και ίδρυσαν συνεταιρισμό, ένωση αγελαδοτρόφων, για την εμφιάλωση και διάθεση του γάλακτος (ΕΒΟΛ).
Οι περισσότεροι στη γειτονιά πήγαιναν με το κατσαρολάκι να αγοράσουν γνήσιο και φρέσκο γάλα για τα μικρά παιδιά και τους άρρωστους.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά έκαναν οικογένεια, ο Αναστάσιος παντρεύτηκε τη Σεβαστή Παπαδοπούλου, γεννημένη στον Βόλο από γονείς Καππαδόκες (Μιστί Ικονίου) που ήρθαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 και το σπίτι πέρασε σε κείνον.
Μαζί της απόκτησε τρία κορίτσια: Τη Βαρβάρα, την Ελένη και τη Σωτηρία (Σόνια). Η τελευταία πήρε το όνομα του θείου της Σωτήρη, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1959.
Έναν χρόνο μετά τον γάμο του Τάσου, το 1955, έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο ξερακιανό πρόσωπό του για όσα είχε πετύχει στη ζωή του και άφησε μονάχη τη δυναμική Βαρβάρα.
Η Βαρβάρα, εύσωμη γυναίκα, αρχοντική, με ευγενικό παρουσιαστικό, νοικοκυρά και καλή μαγείρισσα, είχε παραχωρήσει τη θέση της στη νέα νοικοκυρά. Όμως δεν είχε αποβάλλει τη συνήθεια να την υπηρετούν και έλεγε συχνά στις κόρες της, όταν ήθελε να μαγειρέψει: «Γεωργία, φέρε μου το λάδι. Μάρω, δώσε μου το τηγάνι» και στην άρνηση εκείνων πρόσθετε: «Τι να σας κάνω, εγώ στην πατρίδα μου είχα δύο υπηρέτριες…».
Όταν βάρυνε από τα χρόνια καθόταν στο κρεβάτι της ανήμπορη να περπατήσει, ή έξω στην αυλή τους και αναπολούσε τα περασμένα μεγαλεία της πατρίδας της. Τότε, την έπιανε το παράπονο και με αναστεναγμούς σιγοτραγουδούσε κάποιον τουρκικό αμανέ, από αυτούς που αγαπούσε πολύ.
Έμεινε στη ζωή ώς το 1963 και μέχρι τέλους διαφέντευε νοερά…

Σεβαστή Χατζηδημητρίου

Όταν «έφυγαν» οι γονείς, τότε αποφάσισε ο Αναστάσης να γκρεμίσει το πατρικό σπίτι και να οικοδομήσει καινούργιο με προοπτική τριωρόφου.
Όσο ζούσαν δεν σκέφθηκε ούτε στιγμή να τους στερήσει τις μνήμες από το νέο τους ξεκίνημα στη νέα πατρίδα.
Όμως μετά το 1969 ο Αναστάσιος αποφάσισε να αλλάξει επάγγελμα. Πούλησε την επιχείρηση και άνοιξε παντοπωλείο αρχικά στη γωνία Προύσσης-Αδριανουπόλεως και στη συνέχεια το μετέφερε στο ιδιόκτητο κατάστημα στη γωνία Δημοκρατίας-Αδριανουπόλεως, στο ίδιο οικόπεδο με την οικία που είχε κτίσει, γκρεμίζοντας το πατρικό σπίτι.
Το νέο παντοπωλείο ήταν κόσμημα στη γειτονιά και δεν του έλειπε τίποτα. Τα σακιά με τα όσπρια ήταν αραδιασμένα μπροστά στην είσοδο και πιο πίσω ήταν ο πάγκος με τη ζυγαριά, τα χαρτιά περιτυλίγματος και η έντονη γυναικεία παρουσία της Σεβαστής. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ράφια με κονσέρβες, γάλα εβαπορέ, μπουκαλάκια με λεμόνι, ξύδι, οινόπνευμα, απορρυπαντικά, χλωρίνες, χαρτικά και τραμιτζάνες με κρασί. Δεν ήταν μεγάλο. Είχε όμως σωστή διάταξη των πραγμάτων με τάξη και σειρά. Είχε μια μεγάλη σιδερένια πόρτα στην πρόσοψη της Δημοκρατίας, μια στην Ανδριανουπόλεως και μια πόρτα στο πίσω μέρος να επικοινωνούν με το σπίτι. Από κει μπαινόβγαινε η κυρα-Σεβαστή (Τούλα), όταν έβρισκε χρόνο να ξεκλέψει για να μαγειρέψει το φαγητό της οικογένειας. Χαρακτηριστική όμως ήταν η ζωγραφισμένη επιγραφή του μαγαζιού από τον Ιπποκράτη.
«ΟΙΝΟΙ- ΤΡΟΦΙΜΑ-ΠΟΤΑ Αναστάσιος Γ. Χατζηδημητρίου».
Ήταν μία εποχή που τα παντοπωλεία της γειτονιάς είχαν αρκετή δουλειά και μπορούσαν να εξασφαλίσουν ικανοποιητικά έσοδα στους ιδιοκτήτες τους. Όπως συνηθίζονταν, οι παντοπώλες πουλούσαν με πίστωση προς τους πελάτες, που ήταν μεροκαματιάρηδες, αλλά καλοπληρωτές. Αυτή την περίοδο δημιουργήθηκε και ο συνεταιρισμός των οινοπαντοπωλών, στον οποίο όσοι εταίροι συμμετείχαν, αγόραζαν χονδρικώς μέσω του συνεταιρισμού πετυχαίνοντας καλύτερες τιμές και πουλούσαν τα προϊόντα τους σε ανταγωνιστικές τιμές. Μέτοχος του συνεταιρισμού ήταν και ο Αναστάσης, ο οποίος παράλληλα με τα εδώδιμα πουλούσε και προϊόντα μαναβικής ορισμένα, από τα οποία ο ίδιος καλλιεργούσε στον μπαξέ που είχε στον Σαμπάναγα. Έτσι, περνούσε αρκετές ώρες κοντά στην αγάπη του, τη φύση, που από μικρός τον τραβούσε κοντά της. Οι νοικοκυρές ανυπομονούσαν τον χειμώνα να φέρει από τον μπαξέ φρεσκοκομμένα μαρούλια και κρεμμυδάκια για το φρικασέ και το καλοκαίρι εκείνες τις ντομάτες που όταν τις έκοβες μοσχομύριζε ο τόπος. Και τι δεν έβγαζε από εκείνο τον μπαξέ την άνοιξη! Φρέσκα σκόρδα, ραπανάκια, καρότα, κουκιά, μπιζέλια, φασολάκια, κολοκυθάκια κομμένα πρωί- πρωί με τον ανθό ειδικά για τις νοικοκυρές που τα είχαν παραγγείλει. Ο Τάσος καμάρωνε για τα κηπευτικά του και ήξερε πως το μυστικό της επιτυχίας του ήταν το σωστά λιπασμένο με κοπριά κτήμα του. Ήταν έντιμος, άδολος και ηθικό στοιχείο. Φιλικός με τους πελάτες, ανοιχτόκαρδος, φιλότιμος, τους είχε όλους φίλους και η γειτονιά μιλούσε για την εργατικότητά του.
Κι όταν ο άντρας της, ο καλός οικογενειάρχης, πέθανε νωρίς, σε ηλικία 52 χρονών, το 1973, αυτή στάθηκε βράχος για όλους και κράτησε το μαγαζί για να μεγαλώσει τα ανήλικα παιδιά της. Κράτησε το μαγαζί, μια δουλειά που δεν της ήταν άγνωστη, καθώς δούλευε σ’ αυτό από την αρχή που το έστησαν μαζί με τον άντρα της. Παράλληλα, άπλωσε τις φτερούγες της και προστάτεψε τα κορίτσια της στα παιδικά τους χρόνια. Τα μεγάλωσε με αρχές και ηθικές αξίες, βάσεις για τη μετέπειτα προκοπή τους. Και κατάφερε να καμαρώσει τις τρεις κόρες της επιστήμονες και προσωπικότητες της Νέας Ιωνίας.

Επιγραφή του Ιπποκράτη

Το παντοπωλείο κρατήθηκε δώδεκα χρόνια μέχρι το 1985. Τη δεκαετία του ’80 έκαναν την εμφάνισή τους τα σούπερ μάρκετ, σιγά – σιγά αντικατέστησαν τα παντοπωλεία της γειτονιάς και η ζωή του τελείωσε. Και σε λίγα χρόνια τελείωσε και η ζωή της κυρα-Σεβαστής στα 59 της χρόνια.
Η Μάρω, αδελφή του Αναστάση, είχε έφεση προς τα γράμματα και επέδειξε πραγματικό ζήλο. Έτσι, παρά τις αντιρρήσεις των ανδρικών μελών της οικογένειας, τελείωσε το γυμνάσιο και κατάφερε να διορισθεί δημοτικός υπάλληλος, από τις πρώτες γυναίκες υπαλλήλους, στο Δημαρχείο της Νέας Ιωνίας το 1949, επί δημάρχου Καραμπατζάκη και παντρεύτηκε τον Ιωάννη Γεωργιάδη.
Η Γεωργία έμαθε μοδιστρική χωρίς να ασκήσει το επάγγελμα και ασχολήθηκε μόνο με τα οικιακά. Παντρεύτηκε τον Ιωάννη Παναγιωτίδη (με Καππαδοκική καταγωγή). Η αγάπη της οικογένειας για την πατρίδα πέραν του Αιγαίου φούντωνε με τις διηγήσεις και τις μνήμες και δεν έσβηνε.
Το 1973 οι δυο αδελφές είχαν την τύχη με μια ομάδα με ρίζες προσφυγικές να επισκεφθούν τα πάτρια εδάφη και σύμφωνα με τις μαρτυρίες και περιγραφές των γονιών τους που είχαν σημαδέψει τη μνήμη τους, αναζήτησαν και ταύτισαν το πατρικό τους. Καθώς αναζητούσαν τις ρίζες τους και έτρεμαν από συγκίνηση λέγοντας το όνομα Χατζηδημητρίου, ένας υπερήλικας, που δούλευε στα κτήματα του κυρ-Γιώργου Χατζηδημητρίου, που βρέθηκε εκεί, δάκρυσε στο άκουσμα του ονόματός του και ψέλλισε το όνομα Καραγιώργος, γιατί έτσι τον φώναζαν, επειδή ήταν πολύ ηλιοκαμένος. Ο Τούρκος δε, στον οποίο περιήλθε το πατρικό τους, τους καλοδέχτηκε και μάλιστα πρόθυμα τους πρόσφερε κρασί από τα αμπέλια του πατέρα τους. Αξιώθηκαν να πιουν το κρασί μεταλαβιά στη μνήμη όλων των κατοίκων του χωριού τους. Ήταν ένα ευλαβικό προσκύνημα στα άγια χώματα που έζησε και πρόκοψε η οικογένεια
Χατζηδημητρίου.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Ελένης Χατζηδημητρίου Λιοκάτη, Χρυσάνθης Καραφύλογλου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το