Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Στη γωνία δίπλα ακριβώς από το σπίτι της θείας Πόπης Σταμπουλού ήταν δυο μικρά μαγαζάκια ιδιοκτησία της οικογένειας Ερμαριόπουλου από τη Νικομήδεια.
Ο Χρήστος Ερμαριόπουλος ήταν ράφτης και είχε ραφείο στην πλατεία Ρήγα Φεραίου, το οποίο κάηκε το 1936. Παλιότερα το 1927 ήταν και μέλος της επιτροπής προσφύγων. Από τον γάμο του είχε αποκτήσει τον Γεώργιο και τον Δημήτριο που δυστυχώς πέθανε το 1930 σε ηλικία 7 χρονών. Ο Γεώργιος ακολούθησε την τέχνη του πατέρα του και έγινε ράφτης.
Στα δυο ενοικιαζόμενα μικρομάγαζα ήταν ο Σταμάτης Τσομπάνογλου και ο Νίκος Σάμιος. Τσαγκάρικο το ένα, ραφείο το άλλο. Ο πατέρας του Σταμάτη Θεόδωρος καταγόταν από τα Λίγδα και με τη γυναίκα του Βασιλική δούλευαν στα καπνά. Είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, τον Σταμάτη και τον Γιώργο. Ο Γιώργος εργαζόταν αρχικά σε μηχανουργείο και μετά ήταν οδηγός νταλίκας.

Το τσαγκάρικο είχε μια μικρή βιτρίνα με λίγα καινούργια παπούτσια και στο βάθος έναν πάγκο πάνω στον οποίο εργαζόταν και έφτιαχνε με παραγγελία τα καινούργια παπούτσια. Καλός τεχνίτης, μερακλής, λεπτολόγος, δεν άφηνε ατέλειες και τα παπούτσια του ήταν έργα… τέχνης. Ο Νίκος Σάμιος ήταν ράφτης. Αγωνιζόταν με το βελόνι να τα βγάλει πέρα και να ζήσει η οικογένεια. Καλός άνθρωπος, ήρεμος, απέφευγε τα πολλά-πολλά με τον άγνωστο κόσμο.

Σπίτι Μ. Σουγιουλτζόγλου

Μέχρι την οδό Βενιζέλου μεσολαβούσαν μερικά σπιτάκια και στη γωνία έστεκε μεγάλο και επιβλητικό, το σπίτι της οικογένειας Σουγιουλτζόγλου ή Σουγιουλτζόπουλου. Ήταν μοναδικό στο είδος του με τις διακοσμημένες από το 1938 δρύινες πόρτες και τις ζωγραφιές τους, που θύμιζαν Μικρασία. Γιατί ο Μιλτιάδης γεννήθηκε στο Κουρί, τη γνωστή Γιάλοβα, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και έτσι σπούδασε γιατρός στην Πόλη. Παντρεύτηκε την Καλλιόπη Σαντίρογλου, μετέπειτα Σαντιράκη, από τη Χηλή και μαζί της απόκτησε πέντε παιδιά. Το πρώτο τους παιδί πέθανε μωρό και μετά απόκτησαν τη Μαρίκα, τον Νίκο, και τα δίδυμα Βασίλειο και Κων/νο, τα οποία γεννήθηκαν στην Πόλη, το 1923. Με τα γεγονότα του 1922 η οικογένεια ήταν στη Χηλή και επειδή ήταν σημαντικό λιμάνι και περνούσαν πολλά πλοία βρέθηκαν στη Βάρνα ή την Οδησσό της Βουλγαρίας. Και εκεί όμως δεν ένιωθαν ασφαλείς, ήλθαν στην Καβάλα και μετά, το 1924, κατέληξαν στον Βόλο επειδή ο μπατζανάκης του ο Γρηγοριάδης είχε γνωστούς και του άρεσε το μέρος.
Πήραν το σπίτι και έδωσαν αξία στη γειτονιά και στους ανθρώπους της.
Η γυναίκα του η Καλλιόπη ήταν πολύ ωραία, όπως και η αδελφή του η Κατίνα. Συγκαταλέγονταν στις καλλονές Μικρασιάτισσες, που ομόρφαιναν με την παρουσία και τη γνώση τους. Η Καλλιόπη ήταν αφοσιωμένη στο σπίτι της και στην ανατροφή των παιδιών της.
Κάποιες φορές απαλοί ήχοι Μικρασιάτικων τραγουδιών από βιολί και ούτι που έπαιζαν τα μέλη της οικογένειας, πατέρας, αδελφή, αδελφός, ξεχύνονταν από τα παράθυρα και τις πόρτες και έβγαζαν τους καημούς μιας οικογένειας προσφύγων από την Πόλη….

Το ιατρείο στον 2ο όροφο

Η οικονομική άνεση της οικογένειας δεν τους αποξένωσε με τη γειτονιά και γενικά τη Νέα Ιωνία. Πολλά ήταν τα βράδια που ο γιατρός Μιλτιάδης με τους γιους του Βασίλη και Κώστα, την κόρη του Μαρίκα σύχναζαν στον χώρο του ευρύχωρου φούρνου του φίλου τους Μιχάλη Καραφύλογλου, όταν αποκαμωμένοι από την κούραση της μέρας επιζητούσαν μια ανάσα διαφυγής. Ο γιατρός έπαιζε βιολί, η κόρη του Μαρίκα ούτι, οι άλλοι της οικογένειας Καραφύλογλου και Σουγιουλτζόγλου χόρευαν και τραγουδούσαν μέχρι το πρωί…
Και έξω στην αυλή του σπιτιού τους ο Μιλτιάδης, ταλέντο, είχε ζωγραφίσει έναν δερβίση να χορεύει και σε άλλο σημείο έναν ψαρά πάνω σ’ έναν βράχο που ψάρευε. Τη σχέση των παραστάσεων αυτών τη γνώριζε μόνο ο ίδιος, ίσως του θύμιζαν τον τόπο του, ίσως εξέφραζε δυο μεγάλες του επιθυμίες, που δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει.
Στην πόρτα της τουαλέτας ο Βασίλης, ο γιος του, είχε κάνει τον Μουσολίνι έγχρωμο, ενώ στην εξώπορτα της Βενιζέλου στο δεξιό φύλλο της ο Μιλτιάδης είχε ζωγραφίσει το κεφάλι του Βενιζέλου, απορία των περαστικών πώς συνδυαζόταν ο Βενιζέλος σε ένα σπίτι Βασιλικών… Όλες αυτές οι εσωτερικές ζωγραφιές αργότερα καλύφθηκαν για πολιτικούς λόγους.
Μέρος του σπιτιού ήταν ιατρείο αν και ο Μιλτιάδης εξέταζε στο πρώτο φαρμακείο του Λεωνίδα Νησιώτη, στο Φαρδύ, στην οδό Χαλκηδόνος, δίπλα από το χρυσοχοείο του Ι. Γεωργιάδη. Αργότερα έκανε ιατρείο στην οδό Ιωλκού και Δημητριάδος, στον Βόλο.
Ο Μιλτιάδης ήταν πάντα καλοντυμένος, ευγενικός, σικάτος και φορούσε ρεμπούπλικο. Ερχόταν στο φαρμακείο το μεσημέρι μετά το ιατρείο και πολλές φορές περνούσε και το βράδυ. Εκεί εξέταζε τους ασθενείς και συνταγογραφούσε, αν τα φάρμακα ήταν σύνθετα ή έδινε προφορικά τη θεραπεία στους βοηθούς του φαρμακείου ή και στον ίδιο τον Λεωνίδα Νησιώτη, αν ήταν ένα απλό φάρμακο.
Εκείνη την εποχή τα περισσότερα φάρμακα τα έφτιαχναν στο φαρμακείο.

Υποδοχή του Πατακού επί δημαρχίας του Κ. Σουγιουλτζόγλου

Όμως ο Μιλτιάδης δεν ήταν μόνο ο γιατρός των προσφύγων. Συμμετείχε και στις αρχαιρεσίες που έγιναν τον Ιούνιο του 1927 στη Νέα Ιωνία αρχαιρεσίες του προσφυγικού συλλόγου στον συνοικισμό και μάλιστα εξελέγη ένας από τους επτά συμβούλους με 78 ψήφους. Ήταν και μέλος της σχολικής εφορίας του 7ου και 8ου Δημοτικού Σχολείου και το 1933 συμμετείχε ως σύμβουλος στο διοικητικό συμβούλιο της Νίκης μαζί με τον Απόστολο Λεμονή.
Η δράση του συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Όταν λειτούργησε ως Δήμος η Νέα Ιωνία με πρώτο δήμαρχο Ευάγγελο Καραμπατζάκη τον Ιούνιο του 1947 εξελέγη αντιπρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου.
Στις 15 Μαΐου του 1949, ημέρα κατάθεσης θεμελίου λίθου του νέου ναού της Ευαγγελιστρίας, ο Μιλτιάδης παρέστη στην εκδήλωση ως δημαρχών Νέας Ιωνίας μαζί με τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου και πήρε τον λόγο μετά τον διευθυντή του Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Δ. Ευσταθόπουλο εκφράζοντας τη λύπη του δημάρχου Ευάγγελου Καραμπατζάκη για την απουσία του, επειδή βρισκόταν στην Αθήνα για ζητήματα του Δήμου. Η πολιτική του καριέρα συνεχίστηκε και επί δημαρχίας του διορισμένου δημάρχου Απόστολου Βολίδη, τον Ιούνιο του 1949, όταν διορίστηκε από το υπουργείο Εσωτερικών πάλι δημοτικός σύμβουλος. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1961 και οκτώ χρόνια αργότερα τον ακολούθησε και η γυναίκα Καλλιόπη τον Νοέμβριο του 1969.
Τα παιδιά της οικογένειας βρήκαν τον δρόμο τους.
Ο Νίκος, έγινε ποδοσφαιριστής, ήταν στην πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα του γυμναστικού συλλόγου Βόλου «Η ΝΙΚΗ 1930-1931» και συμπεριελήφθη στους καλούς αθλητές και πραγματικούς άσους του ποδοσφαίρου στα προπολεμικά χρόνια.
Παντρεύτηκε την Αναστασία (Στάσα) Φίσσα, δεν απόκτησε παιδιά και πέθανε το 1946.
Η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Απόστολο Διανέλο από την Τσαγκαράδα, έμπορο στην Αίγυπτο και απόκτησε δυο κόρες.
Ο Βασίλης σπούδασε υπομηχανικός, εργάστηκε στη νομαρχία και παντρεύτηκε την Ισμήνη Παπανικολάου, διοικητικό υπάλληλο του «Αχιλλοπουλείου» Νοσοκομείου Βόλου. Απόκτησε τον Μιλτιάδη και τη Φιλίτσα.
Ο Κων/νος σπούδασε στην Αθήνα γιατρός, νευρολόγος-ψυχίατρος και ασκούσε το επάγγελμά του στο σπίτι της Νέας Ιωνίας.
Είχε διαμορφώσει τον χώρο σε ιατρείο, είχε τοποθετήσει μια βιτρίνα με ταξινομημένα στη σειρά φάρμακα και εξέταζε τους ασθενείς.
Έπειτα άνοιξε ιατρείο σε μια πολυκατοικία της οδού Δημητριάδος με Ηπείρου στον 2ο όροφο. Ήταν ο πρώτος νευρολόγος στον Βόλο που χειριζόταν εγκεφαλογράφο και έκανε στους ασθενείς του εγκεφαλογράφημα.

K. Σουγιουλτζόγλου

Με απόφαση του ανώτερου στρατιωτικού διοικητή Μαγνησίας διορίστηκε δήμαρχος και ορκίστηκε στις 5 Μαΐου του 1967. Η θητεία του κράτησε πέντε χρόνια, μέχρι τις 21 Απριλίου 1972, οπότε υπέβαλε την παραίτησή του. Ανήσυχο πνεύμα συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών 1971-1973 ως ταμίας.
Στα χρόνια αυτά έκανε δάνεια για την εκτέλεση έργων οδοποιίας και ύδρευσης. Ενδιαφέρθηκε για τη Νέα Ιωνία και ιδιαίτερα για την περιοχή των προσφυγικών. Ασφαλτόστρωσε τους χωμάτινους δρόμους Ραιδεστού, Μυριοφύτου, Θράκης, Βρυούλων και τοποθέτησε κρασπεδόρειθρα σε άλλους δρόμους.
Ενεργητικός και ικανός εξασφάλισε δάνειο και πρόσθεσε νέα πτέρυγα στο δημαρχείο το 1968. Έγινε η μελέτη, ετέθη ο θεμέλιος λίθος και τελικά αποπερατώθηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1972. Ήταν το τμήμα από Β προς Ν, παράλληλα προς τη Λεωφόρο Ειρήνης, που συμπλήρωσε ένα σχέδιο Γ με το σχέδιο που είχε κτιστεί επί δημάρχου Μιχαήλ Τίκογλου το 1953.
Ακόμη συνήψε δάνειο, ανήγειρε και εγκαινίασε το Τουριστικό Περίπτερο στην πλατεία Εθνικών Αναμνήσεων και ως γνήσιος απόγονος προσφύγων τοποθέτησε στις 25 Νοεμβρίου 1970, στην πλατεία της Ευαγγελίστριας την προτομή του εθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης, έργο του γλύπτη Νικόλα.
Ακόμη ενέκρινε χρηματικά ποσά για ανέγερση ηρώου στην πλατεία της Ευαγγελίστριας (17 Φεβρουαρίου 1972) και παραχώρησε οικόπεδο στο Κουφόβουνο, που ήταν το παλιό καταφύγιο και το νταμάρι του Αναστάση Μαρμαρά, τα οποία είχε πάρει ατύπως ο δήμαρχος Βολίδης, για ανέγερση εργατικών κατοικιών.
Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στα έργα της Νέας Ιωνίας. Φρόντιζε, χωρίς να γίνεται γνωστό, να βοηθάει τους φτωχούς φοιτητές που ήξερε ότι δυσκολεύονται να συνεχίσουν ή να τελειώσουν τις σπουδές τους.

Φάκελος

Χωρίς παρουσίες τρίτων, τους καλούσε στο γραφείο του στο σπίτι και δυο ή τρεις φορές τον χρόνο τους έδινε χρήματα με ένα χαμόγελο και με μια άνεση που τον μεγάλωνε περισσότερο στα μάτια των παιδιών της προσφυγούπολης.
Στην προσωπική του ζωή παντρεύτηκε τη Ζωή Δαμάσκου από εύπορη οικογένεια της Σκιάθου, απόκτησε τον Μιλτιάδη και τον Αντώνη, αλλά δεν ξέχασε ποτέ πως ήταν πρόσφυγας και μεγάλωσε μαζί τους.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Φάνη Αλμπάνη, Χρυσάνθης Καραφύλογλου, Δημήτρη Κωσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Νέας Ιωνίας, εκδόσεις ΩΡΕΣ, Νέα Ιωνία 1994, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924» 2013, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό» 2011.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το