Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Αφιέρωμα στον κυρ-Μήτσο Αλμπάνη και στην οικ. Τσίλογλου

Λίγο πάνω από το τσιπουράδικο του Αλμπάνη στη γωνία της οδού Κρήτης, ήταν του δερματέμπορα Λάζαρου το σπίτι, που είχε μαγαζί στα Παλαιά και μετά το προσφυγικό της οικογένειας Τσίλογλου από το Αξάρι της Μ. Ασίας, με κτήματα και αμπέλια που χάνοντας συγγενείς και περιουσία προσπάθησε να βρει συνέχεια στη ζωή της. Παρά το γεγονός ότι στην πατρίδα ήταν παραδοσιακοί αγρότες το καράβι τους ακούμπησε στον Βόλο σε αναπτυσσόμενο εμπορικό και βιομηχανικό λιμάνι που είχε ανάγκη από εργατικά χέρια. Στοιβαγμένες πέντε γυναίκες χωρίς κανέναν άντρα δικό τους στην Κίτρινη Αποθήκη ζούσαν την αγωνία της επιβίωσης. Δυο μάνες με τρεις κόρες ήταν, ο Αναστάσης ο γιος, έζησε άλλη περιπέτεια ώσπου τελικά το 1924 τους συνάντησε μάνα και αδελφή. Τα άλλα αδέλφια του είχαν χαθεί στον ξεριζωμό.
Το σπίτι που πήραν ήταν στο τετράγωνο Κ, συνολική έκταση μαζί με την αυλή 26 τετραγωνικά. Αργότερα δίπλα στο δωμάτιο μπροστά στο παράθυρο χτίστηκε ένας ακόμη μικρός χώρος. Και μέσα σ’ αυτό το σπίτι ο Αναστάσης με τη γυναίκα του Δέσποινα Κουλούρη, κόρη της κόνας Μαριγώς από το σόι των Καρατζάδων της Μαγνησίας ανάστησαν με πείσμα τα πέντε παιδιά τους: Τη Βαγγελιώ, τον Μήτσο, τον Νίκο, τον Γιάννη και τον Λευτέρη. Ο Αναστάσης εργάστηκε αρχικά στο εργοστάσιο του Γκλαβάνη και μετά όταν τον απέλυσαν από μια παρεξήγηση στου Σταματόπουλου και η Δέσποινα, αν και εντελώς αγράμματη, για να ζήσουν τα μέλη της οικογένειάς της είχε ξεπεράσει με τις πρωτοβουλίες εργασίας τον εαυτό της. Το 1949 το κορίτσι παντρεύτηκε και πήγε στο χωριό του άντρα της.

Πρόνοια

Ο Μήτσος με ένα καροτσάκι έκανε μεταφορές με στέκι τον σταθμό του τρένου, αλλά και όπου τον καλούσαν. Μετά το 1950 έγινε υπάλληλος στην ποτοποιία του Οικονομόπουλου, στην οδό Αντωνοπούλου στον Βόλο. Τα άλλα αγόρια μεγάλωσαν με αίσθημα ευθύνης και αλληλεγγύης, πήγαν στρατιώτες και μετά έφτιαξαν τη ζωή τους. Το 1955 μετά τους σεισμούς η κόρη γύρισε πάλι στο πατρικό της και άλλαξε ο ρυθμός ζωής της οικογένειας, εφόσον το σπίτι το είχαν δώσει προίκα της.
Οι γονείς και ο νεότερος γιος Λευτέρης περιπλανήθηκαν με το μικρονοικοκυριό τους σε διάφορα σπίτια, ο Λευτέρης δούλεψε στο τσιπουράδικο του Μήτσου Αλμπάνη στη γωνία, η κυρα-Δέσποινα έσφιξε τα δόντια και δούλεψε τότε στα καπνομάγαζα της κάτω πόλης, τα κουτσοβόλευε η οικογένεια όπως όλες εκεί γύρω.
Το πρωί η κίνηση ήταν μικρή. Λίγοι καφέδες κανά χαρτάκι και τάβλι.
Η συνοικία άδειαζε. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, πριν ο ήλιος ξεμυτίσει γέμιζαν το Φαρδύ και ποδαράτοι περνούσαν τις γέφυρες του Κραυσίδωνα για να φτάσουν στα εργοστάσια και στις καπναποθήκες.

Πελάτες στο μαγαζί ήταν μαγαζάτορες από γύρω και μαστόροι: Ο φαναρτζής απέναντι, ο ποδηλατάς πιο πέρα, ο έμπορος καυσόξυλων, που το καλοκαίρι στις αναδουλειές πουλούσε πάγο και είχε την ταμπέλα «ΠΟΛΕΙΤΕ ΠΑΓΟΣ» και άλλοι παρακείμενοι.
Το απόγευμα άρχιζε η δουλειά και ο Λευτέρης έπρεπε να ποτίσει την αυλή, να βάλει μια τάξη στα τραπέζια, τις αλατιέρες στη θέση τους.
Το σούρουπο έπρεπε να είναι όλα έτοιμα για τους πελάτες. Φορούσε μια ποδιά στη μέση γεμάτη με στάμπες από όλες τις μυρουδιές, είχε ένα μολύβι στ’ αυτί, ένα μπλοκάκι στην τσέπη και γυρόφερνε. Δέκα τραπέζια ήταν και έπρεπε να τα προλαβαίνει.
Τα απογεύματα που σχολούσαν από το εργοστάσιο οι άντρες της γειτονιάς με τον Αναστάση κάθονταν σε ένα τραπεζάκι να κατεβάσουν από ένα εικοσιπενταράκι με λίγο μεζέ, έτσι για να ανοίξει η όρεξη: Ένα αλμυρό, μια πιπεριά τουρσί, δυο θρούμπες και γύριζαν χαρούμενοι στο σπίτι.
Το αφεντικό, ο κυρ-Μήτσος πίσω από τον πάγκο του ετοίμαζε τις παραγγελίες με τον δικό του τρόπο, με ένα ήρεμο ιεροτελεστικό ύφος που δεν το τάραζε κανείς.
Πρόσφερε τυρναβίτικο ούζο και σπουδαία μεζελίκια. Χτυπούσε το χταπόδι, το ξέραινε στον ήλιο, το έβαζε στη σχάρα να τσουρουφλιστεί λίγο, το περιέλουζε με ξύδι, το έκοβε σε κομμάτια και ήταν τόσο νόστιμο που εξαιτίας του ερχόντουσταν πολλοί πελάτες μερακλήδες από τον Βόλο.
Ντόμπρος και σταράτος ο κυρ-Μήτσος, τα ήθελε όπως τα ήθελε όλα να γίνονται. Είχε να αντιμετωπίσει κάθε καρυδιάς καρύδι, αλλά είχε πετάξει την αρχή ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Γι’ αυτό έμεινε αργότερα με αλώβητες αρχές και λίγους μόνιμους πελάτες.
Τα καραφάκια πηγαινοέρχονταν στα τραπεζάκια και οι θαμώνες άνοιγαν συζητήσεις «επί παντός επιστητού».
Έξω από το μαγαζί του ο κυρ-Μήτσος είχε κρεμασμένες πελώριες κουδούνες, άγνωστο πώς είχαν φτάσει εκεί και με ένα πολύπλοκο σύστημα ενός κορδονιού μπορούσε να τα κανοναρχεί από μέσα.

Οικογ. Τσίλογλου στη Ν. Ιωνία

Μόλις άκουγε κάτι χοντρό, κάτι που τον πείραζε – όλα τα παρακολουθούσε – τραβούσε τα κορδόνια και η γειτονιά ξεσηκωνόταν από τον ήχο τους.
Το βερεσέ ήταν κανόνας. Αλίμονο στο μαγαζί που δούλευε «τοις μετρητοίς». Οι πελάτες του συνοικισμού ήταν εργάτες που έπιαναν λεφτά στα χέρια τους το απόγευμα του Σαββάτου και σε μια ώρα δώσε στον μπακάλη, στον μανάβη, στον έμπορο δεν τους έμενε ούτε πεντάρα τσακιστή. Ο κυρ-Μήτσος είχε έναν πρωτότυπο τρόπο να μην παγώνουν τα βερεσέδια. Οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα -την πλάκα – και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια… Έτσι και αυτός τα έγραφε σε έναν πίνακα και είχε περάσει πονηρά την άποψη πως δεν είναι αντρίκιο να είσαι κει πάνω.
Σαν περνούσε η ώρα έσπαγε η δουλειά και έμεναν μόνο δυο-τρεις παρέες και έλεγαν για τον πόλεμο, για τους πολιτικούς… Για τις οικογένειές τους… και τι δεν έλεγαν. Αγωνιούσε για τα παιδιά του με όσα έβλεπε και άκουγε… Πίστευε όμως, πως τους έδινε το παράδειγμα της έντιμης ζωής.
Γύρω τους ζούσε ένας κόσμος που δεν είχε διαβάσει για να μάθει, αλλά που πάνω στο πετσί του έβλεπες μια ζωή από πολέμους, πόνους και στερήσεις. Έναν κόσμο που πίστευε πως θα έρθουν καλύτερες μέρες.

Το 1958 ο πληθωρικός και ανήσυχος Λευτέρης Τσίλογλου, παλληκαράκι, βρήκε καταφύγιο στο ίδρυμα της «Βασιλικής Πρόνοιας» που βρισκόταν κάτω από την εποπτεία της βασίλισσας Φρειδερίκης. Στεγαζόταν σε ένα νεόδμητο κτίριο, τριώροφο απέναντι από την ανατολική είσοδο της πλατείας της Ευαγγελίστριας, όπου σήμερα είναι το ξενοδοχείο «ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ».
Ήταν μια νεανική φωλιά με βιβλία και παιχνίδια που κάλυπτε μαθητικές δραστηριότητες και έδινε ώθηση στους μαθητές. Σε κείνο τον χώρο ο Λευτέρης έκανε τον δάσκαλο των μαθηματικών σε μικρότερους μαθητές του τότε Γυμνασίου και τιμήθηκε με βραβεία από την πριγκίπισσα Σοφία, γεγονός που δεν ανέφερε ποτέ.
Το 1967 ο Αναστάσης πέθανε. Οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν για τη Βαγγελιώ και τελικά το 1973 το προσφυγικό πουλήθηκε, αλλά έπεσε σε χέρια συγγενικά που το πρόσεξαν και η ιστορία της οικογένειας κράτησε…

Πατέρας Τσίλογλου, μητέρα, αδελφή κ.ά.

Ο Λευτέρης αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια, πέρασε στο πανεπιστήμιο, διακρίθηκε στον χώρο του, άνοιξε τα φτερά του, ασχολήθηκε με την πολιτική και απογοητευμένος από τα ιδεολογικά κίνητρα των γύρω του τα εγκατέλειψε. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, απόκοψε τον εαυτό του από τους δρόμους που μεγάλωσε κι αντρώθηκε, από τη γειτονιά και τους ανθρώπους που αγάπησε, αλλά δεν μπόρεσε να σβήσει τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Μέσα του βαθιά υπήρχε η Νέα Ιωνία της καρδιάς του.
Ελπίζω με το οδοιπορικό μου στη Νέα Ιωνία – με τις λίγες ή πολλές πληροφορίες – να ζωντάνεψα τη νιότη του. Όχι μόνο τη δική του, αλλά και όσων έφυγαν μακριά για λόγους επιβίωσης.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Λ. Τσίλογλου» ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ» ΑΘΗΝΑ 2010.

Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το