Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Συνεχίζοντας τον φαρδύ χωμάτινο δρόμο της Δημοκρατίας, άλλοτε Σινώπης, μετά το τσιπουράδικο του Μαστρογιάννη υπήρχαν δυο-τρία σπιτάκια προσφυγικά και μετά μικρομάγαζα μέσα στα ίδια τα προσφυγικά. Η ανάγκη της επιβίωσης έκανε τους πρόσφυγες να επινοούν πολλούς τρόπους για να ζήσουν τίμια τις οικογένειές τους.
Το κάθε σπίτι ήταν ένα δωμάτιο με μια πόρτα, ένα παράθυρο κι ένας μικρός ελεύθερος χώρος. Στην πίσω μεριά ήταν μια άλλη σειρά παρόμοιων σπιτιών. Μικρό το προσφυγικό της Ιφιγένειας Καλκάνη, αδελφής της όμορφης Μαρίας Φραγγούλη που είχε το βιβλιοπωλείο στο Φαρδύ, και έμενε με τον αδελφό της Νίκο, σιδηροδρομικό. Ξεχώριζε για την καθαριότητα και την ησυχία του. Δίπλα έμενε η οικογένεια των αδελφών Κώστα και Κυριακής Μαυράκη. Μέσα σ’ αυτό το σπίτι ανάστησαν και με αξιοπρέπεια τα όνειρά τους. Και στη γωνία επί της Ίωνος ήταν το κρεοπωλείο του Βαγγέλη Σαββάκη.
Γιος του Μιχάλη, σχεδόν από το 1948 είχε ανοίξει το μαγαζί και σ’ αυτό έβαλε όλη του την όρεξη για δουλειά.
Κρεμούσε τα κρέατα στα τσιγκέλια και τα καθάριζε με ένα βρεγμένο πανί από τις μύγες. Ανοιχτός όλη μέρα, καλός επαγγελματίας, δεν άφηνε πελάτη να φύγει χωρίς να ψωνίσει. Μετά τον γάμο του με τη Λαμπρινή μετέφερε το κρεοπωλείο του επί της Ιωλκού ψηλά και σταμάτησε η ζωή του στην οδό Δημοκρατίας. Τα σοκάκια που χώριζαν τα τετράγωνα ήταν πλάτους ενάμιση μέτρου, λες και δεν υπήρχε τότε άλλος ελεύθερος χώρος. Λίγο πιο πέρα στην Ακριτών ήταν το καφενείο-τσιπουράδικο του Μιχάλη Σαββάκη από το Οδεμίσιο, πατέρα του Βαγγέλη. Παντρεμένος με την Ελευθερία Χρύση είχε αποκτήσει τον Βαγγέλη, τον Σωτήρη, τη Μαρίτσα, παντρεμένη με τον αγγειοπλάστη Φώτη-Πάνο Χατζηαντωνίου, και τη Φανή, μοδίστρα γνωστή στη Νέα Ιωνία που και αυτή έκανε οικογένεια.

Κρήτης-Δημοκρατίας, απέναντι μανάβικο Σταθαρά, αριστερά τσιπουράδικο Αλμπάνη

Είχε το μαγαζί του πριν από το 1938 και το δούλευε με αγάπη. Μικρός ήταν ο χώρος, λίγα σιδερένια τραπεζάκια μέσα και έξω στο πεζοδρόμιο, αλλά οι μεζέδες του ήταν πικάντικοι και το κρασί και το τσίπουρο γευστικό. Μαζεύονταν οι θαμώνες, σχεδόν πάντα οι ίδιοι, και στο πεζοδρόμιο με το τσίπουρο ξεροσφύρι, με συνοδεία του λαούτου του Κατσαλή μεράκλωναν οι καρδιές τους, ξέφευγαν από τους καημούς της καθημερινότητας, αστειεύονταν και έβλεπαν τη ζωή με άλλο μάτι.
Δίπλα από το τσαγκάρικο του Μανωλάκη είχε το μπακάλικο ο Σταύρος από το Κατίκιοϊ, χαρακτηριστικός τύπος απλού, αλλά λογίου, γνωστός στη συνοικία, εύθυμος, περιπαιχτικός, έκανε μεταφορές με το γαϊδουράκι του, γύριζε τις γειτονιές, πουλούσε ζαρζαβατικά και σατίριζε τα πάντα. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής ήθελε να περάσει από τον δρόμο ένα γερμανικό καμιόνι και το εμπόδιζε το γαϊδουράκι. Κατέβηκαν οι Γερμανοί και χτύπησαν το ζώο. Τότε ο κυρ-Σταύρος είπε περιπαιχτικά: «Μη μιμείσαι αυτόν που σε λάκτισε κύριε όνε…». Από τον γάμο του είχε έναν γιο τον Ιορδάνη που μεγαλώνοντας συνέχισε να κρατά το μαγαζί με τη μορφή του ουζοπαντοπωλείου.

Αριστερά Π. Χατζηαντωνίου, δεξιά Βαγ. Σαββάκης

Στη γωνία Κρήτης και Δημοκρατίας ήταν το καφενείο του Θεοφάνη Αλμπάνη. Ο πατέρας του Βασίλης καταγόταν από τα Λίγδα της Νικομήδειας και εργαζόταν ως νυχτοφύλακας και Θεοφάνης άνοιξε το μαγαζί το 1933. Ο χώρος ήταν μεγαλύτερος από του Μαστρογιάννη και του Σαββάκη. Μια προέκταση του προσφυγικού με υπόστεγο ήταν, μακρόστενος χώρος με πέντε έξι στρογγυλά τραπεζάκια, καθαρός, περιποιημένος και το καλοκαίρι οι πελάτες μετακόμιζαν κάτω από το πεύκο του πεζοδρομίου να πιούνε το αναψυκτικό τους.
Ο Θεοφάνης έφτιαχνε καφεδάκια, έβγαζε και κανένα ουζάκι ξεροσφύρι με λουκούμι και στραγάλι, πρόσφερε και κρασάκι σε καμιά παρέα, αν τύχαινε και το διαφέντευε μέχρι το 1941.
Από τον γάμο του είχε αποκτήσει την Αρτεμισία και τον Δημήτρη (Μήτσο). Όταν μεγάλωσε λίγο ο Μήτσος βοηθούσε τον πατέρα του και αργότερα όταν ο Θεοφάνης τα παράτησε ο Δημήτρης ανέλαβε το μαγαζί με τη βοήθεια της Αρτεμισίας στην κουζίνα. Ο Δημήτρης ήταν περίπου 30 χρόνων και του έδωσε την επωνυμία «Το πεύκο». Μόλις παντρεύτηκε ο ήρωας της κουζίνας έγινε η γυναίκα του με την ποικιλία των μεζέδων και τους χαρακτηριστικούς μεζέδες της Μικρασιάτικης κουζίνας.
Η πελατεία του ήταν παραδοσιακοί πρόσφυγες που ερχόντουσαν από τις 11.00 περίπου το πρωί έπιναν ένα-δύο και έφευγαν για το σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό.
Χαρούμενος άνθρωπος ο Δημήτρης, καλός επαγγελματίας, ψηλός, γεροδεμένος, φορούσε μια ποδιά καρώ στη μέση και έτρεχε πέρα δώθε. Καθάριζε τα τραπεζάκια, τα έβαζε στη θέση τους και τακτοποιούσε τον χώρο. Εκεί μέσα ο κόσμος γινόταν αλλιώτικος με ένα καραφάκι και δεν έμοιαζε καθόλου με τον έξω. Εκεί έφευγαν όλα τα προβλήματα και βρίσκονταν πολλές λύσεις για τους ανθρώπους.

Δημήτρης Αλμπάνης

Το μαγαζί έμεινε ανοικτό μέχρι το 1955 και πλέον και έδινε ξεχωριστό τόνο στην προσφυγούπολη. Απέναντι ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο, ιδιοκτησία αδελφών Χαραλαμπίδη, και το σπίτι τους. Ο ένας ήταν λογιστής, ανύπαντρος και η αδελφή τους ήταν σύζυγος του ποτοποιού Μπακουλάκη, σημαντικού παράγοντα της Νίκης. Είχε το ποτοποιείο απέναντι από το Δημαρχείο Βόλου και κει μέσα συγκεντρώθηκαν όλοι οι υπεύθυνοι και έδωσαν το όνομα Νίκη στην ομάδα τους.
Στο οικόπεδο αργότερα έγινε οικοδομή και σε ένα από τα μαγαζιά άνοιξε ο Ηλίας Κυριακίδης αποθήκη οίνων και ποτών. Το άλλο νοίκιασε η νεολαία Λαμπράκη.
Ο Ηλίας Κυριακίδης παντρεύτηκε την Κική Εμμανουηλίδου, της οποίας ο πατέρας είχε μεγάλο καφενείο στο Φαρδύ. Μετά τον θάνατό του ανέλαβε το καφενείο και ύστερα άνοιξε την αποθήκη-κάβα ποτών.
Δίπλα ήταν το σπίτι του Γιάννη Βρακίδη, του Σμυρνιού ριμαδόρου και λαϊκού στιχοπλόκου, γνωστού στον συνοικισμό.
Με την καταστροφή της Σμύρνης, τον Αύγουστο του 1922, μέσα στη σύγχυση έχασε τη γυναίκα του που ήταν έγκυος, πιάστηκε αιχμάλωτος και μετά έναν χρόνο, με την ανταλλαγή αιχμαλώτων του 1923, ήρθε στον Βόλο και ξαναβρήκε την οικογένειά του την ώρα που βάφτιζαν το παιδί του.
Το 1925 έπιασε το σπίτι στα Τσιμεντένια και το 1932 ήταν από τους πρώτους που κλήθηκε να παραλάβει τον τίτλο ιδιοκτησίας από την Αγροτική Τράπεζα, σχεδόν επτά χρόνια μετά την εγκατάστασή του, παρ’ όλες τις οικονομικές δυσχέρειες της προσφυγιάς.

Καφενείο Δ. Αλμπάνη

Υπήρξε επίτροπος του ναού της Ευαγγελίστριας από το 1949 έως 1966 και συμμετείχε στις επιτροπές ανεγέρσεως του ναού από το 1947 έως το 1965.
Παντρεμένος με την Περσεφόνη (Φεβρωνία) απόκτησε τον Δημήτριο (Τάκη), σιδηροδρομικό υπάλληλο, μέλος του ΔΣ της Νίκης και την Πολυξένη (Ξένη).
Ο Γιάννης, φύση βαθιά θρησκευόμενη, κατά την τελετή του θεμελίου λίθου της Ευαγγελίστριας, στις 15 Μαΐου 1949 απήγγειλε το εξής δικό του ποίημα ζωντανεύοντας τις αλησμόνητες πατρίδες και παρακινώντας τους πιστούς να βοηθήσουν στην ανέγερση του ναού:

Καφενείο Μιχ. Σαββάκη

Ανοίγουσι οι ουρανοί, οι Άγγελοι υμνούσι / που τώρα θεμελιώνεται μια νέα εκκλησία. / Οι κώδωνες των ουρανών χαρμόσυνα ηχούσι / κι ο Παντοδύναμος Θεός δίδει την ευλογία. / Εσείς όπου εζήσατε στα μέρη της Τουρκίας / κι εις τα χωριά σας είχατε ωραίες εκκλησίες. / Γιατί μόνοι σας εκτίζατε με χρήματα δικά σας / κι ήταν ο φθόνος των εχθρών, Τούρκων και Λεβαντίνων / Γιατί απ’ αυτές ξεβλάστησεν της λευτεριάς το κρίνον. / Στη Σμύρνη η Αγία Φωτεινή και μέσ’ τη Μαγνησία η Κοίμηση / Υψούτο μεγαλοπρεπής η Αγία Αναστασία. / Στα Βρύουλα η Κοίμηση, που ήτανε φτιασμένη / Από το χέρι του Λουκά η εικών ζωγραφισμένη. / Στα Θείρα, Οδεμήσιον και μες το Βαϊνδήρι / υπήρχε πλήθος εκκλησιών καθώς και μοναστήρι. / Στο πιο μικρότερο χωριό θα έβλεπες καμπαναριό / κι ωραία εκκλησία, όπου υμνείτο ο Θεός / ο Άγιος, ο Δυνατός με καθαρά καρδία. / Στην εκκλησιά μαρτύρησαν ο Άγιος Δεσπότης / ο Σμύρνης ο Χρυσόστομος ο μέγας Πατριώτης. / Με την Ελλάδα στην ψυχή, προτίμησε για να ταφή / εκεί που μεσουράνησε σαν φωτεινό αστέρι / ποτέ δεν λιποψύχησε, σφαγιασθείς ξεψύχησε / και πότισε με το αίμα τουτ’ αξέχαστα μας μέρη. / Γι αυτό μας δίνει την ευχή από την άγια του ψυχή, / όλοι να συνεισφέρουμε η εκκλησιά να γίνη / και αδελφωμένοι όλοι μας να ζήσουμε εν ειρήνη.
Η γυναίκα του Φεβρωνία διακρίθηκε για το φιλανθρωπικό της έργο στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας για πολλά χρόνια.
Ήταν μια οικογένεια με αγάπη και πίστη στους Αγίους και στην Πατρίδα, ιδεώδη της εποχής, όπως σχεδόν οι περισσότερες στον συνοικισμό…

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γιάννη Κονταξή, Μανώλη Παρασκευά, Γεωργίας Καρακατσοπούλου, Ουρανίας Σταματιάδου, Ημερολόγιο 2012 Πολιτιστικού Συλλόγου το «Εγγλεζονήσι», «Νέα Ιωνία και τσίπουρο», Λ. Τσίλογλου «Και όμως ήταν όμορφα» Αθήνα 2010, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν.Ι. από το 1924», 2013, Ίωνες «Νέα Ιωνία Προσφύγων πόλις» 2008.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το