Πολιτισμός

Στον Μεσότοπο της Λέσβου – Φανταστική έως φαντασμαγορική ιστορία

Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Μεσότοπος κάθε άλλο παρά όνομα και πράμα. Είναι ένα χωριό με πολλές ποικιλίες ανθρώπων και σπιτιών, στις θαυμάσιες ρούγες του, μ’ ένα χρώμα νοσταλγικό, που κρατιέται ατόφιο κι ανεπηρέαστο από αναδομήσεις, επιδιορθώσεις κι αποκαταστάσεις.

Η κεντρική εκκλησία της Παναγίας με το ψηλό καμπαναριό που είναι βουλιαγμένο σε μια λίμνη από γαλάζιον ασβέστη, έχει μια στενή – πολύ στενή πύλη και βρίσκεται λίγο πίσω από την ωραία πλατεία του χωριού με τα παλιά καφενεία, το ωραίο παλιό σχολειό, τις λότζες, τα στενά, τις καλησπέρες και το «μάθατε τα νέα», ενώ μέσα σε αυτά τα στενά πολλές γυναίκες, ακουμπισμένες στα περβάζια των αυλόγυρων, στέκουν σα μούμιες, κάθε άλλο παρά αμίλητες μούμιες, με τσεμπέρια, ριχτάρια και πασουμάκια, που κουτσομπολεύουν τους περαστικούς ανακρατώντας την ποδιά με τα χέρια μουσκεμένα από την πλύση κι ευωδιάζοντας δυόσμο, σέλινο και δίκταμο, όσο οι πολλές γάτες, δεσποζόμενες όλες, κυκλοφορούν και χουχουλιάζουν κάτω από τα φουστάνια τους.

Είμαστε στον Μεσότοπο, ένα χωριουδάκι της δυτικής Λέσβου, δώδεκα χιλιόμετρα μακριά από τη βαβούρα των ερωτευμένων γυναικών της Ερεσού που σέρνουν εκείνο το χορό που έχει πρωτοσύρει άθελά της, θέλω να πιστεύω, η γνωστή ποιήτρια του νησιού.

Και τούτες εδώ οι αφέντρες, ερωτευμένες κι αυτές, με το νησί τους, γυροφέρνουν τα στενά αλατίζοντας μια ζωή παλιάς κοπής με τα έθιμα και τους μύθους να έχουν υψηλή τιμητική στον ξεχωριστό αυτό τόπο. 

Τις βλέπεις να τρέχουν να αποσώσουν το ζουμί από τη ρεβυθάδα στην κατσαρόλα του μαγεριού ρίχνοντας λίγο ακόμη αλάτι και νερό να πάρει βράση το φαΐ.

Αργά το μεσημέρι θα καθίσουν στο τραπέζι έξι νομάτοι, λείπει ο Αργύρης, πούναι φαντάρος, αλλά λείπει και η Ουρανία πούχει πάει στην πόλη για να προμηθευτεί κόλλες κουβαρίστρες και νήματα κι ως φαίνεται ξεχάστηκε, με το φαΐ να έχει κρυώσει μια κι εκείνη – δεκαοχτώ χρονώ κοπέλα – άλλο φαΐ αλατίζει.

Νά κι η Πελαγία, νύφη από την Ερεσσό, μακρινή συγγένισσα της Σαπφώς, που κρατάει το κλειδί της εκκλησιάς κι είναι σήμερα όπως λέει, της Αδαμαντίας των σαράντα παρθένων. 

Σεπτέμβρης μήνας βλέπεις, μεταξύ Μεταγειτνιώνος και Βοηδρομιώνος, όπως θα έλεγε και η Σαπφώ, αλλά βλέπεις σβήστηκε η γραφή της κι έμειναν λίγα κομψά μεν, αλλά θραυσμένα κατάλοιπα του χρόνου της… 

Λίγο να σκύψεις δεξιά από το πορτέλι της πιστής Πελαγίας θα δεις να τρέμει η φλόγα απ’ το καντήλι με τα λυχνοφίτιλα, πούναι γυρισμένο στη στεφανοθήκη με ένα τσούρμο αγίων να προσεύχονται σιωπηρά υπέρ υγείας των ενοίκων, καθώς και υπέρ όλων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών του Μεσότοπου και της γύρω από αυτόν περιοχής, Ταβαρίου, Χρούσου και Ποδαρά. 

Στην κεντρική πλατεία λίγα παιδιά τρέχουν σαν τρελά και πολλά γερόντια μοιάζουν μισοκοιμισμένα στα παγκάκια μια και δεν έχουν τίποτ’ άλλο να κάμουν από το να μισοκοιμούνται ξύπνιοι μέχρι να κοιμηθούν οριστικά…

Άστα να πάνε, λέει η Πελαγία για κάποιο κακό που έμαθε πως έγινε στην Ερεσσό και κάνει τον σταυρό της, καθώς θ΄ ακολουθήσουνε κι άλλες πέντε τουλάχιστο φορές, μετά το φαΐ, τον απογεματινό καφέ, το σούρουπο με την καμπάνα του εσπερινού και το βράδυ λίγο πριν την κατάκλιση στο συζυγικό κρεβάτι. 

Κι όλα αυτά ενώ στο χωριό λειτουργούν τόσο ο αντρικός, όσο και ο γυναικείος συνεταιρισμός προ χάρη και για χάρη αντρών και γυναικών του χωριού από τα παλιά χρόνια (Όχι βέβαια από τα χρόνια της Σαπφώς…).

Κοντολογίς έρχεται η ώρα του καφενείου, ΤΟ ΝΕΟΝ του Καξήρη που είναι τόσο παλιό όσο και η πινακίδα ΝΕΟΝ, το τυροκομείο ο Βουρνάζος με γιαούρτι πρόβειο και γάλα Άγρας, καθώς και το άλλο καφενείο ο ΠΑΛΑΣ (όχι το Παλάς) της Ιωσηφέλη…

Όλοι εδώ στον Μεσότοπο είναι άνθρωποι αγαθοί, και καλόψυχοι, το λένε ως και τα διαβατήριά τους, τα διαφημιστικά θέλω να πω, του νησιού, στον Μεσότοπο θα βρείτε ανθρώπους αληθινούς, δίχως ζουνάρια καθωσπρεπισμού και πλαστής ευγένειας, γυναίκες του άρτου και του οίνου, άντρες με χειραμάξια, παιδιά με γαλότσες, λέξεις παλιές βγαλμένες από σεντούκια και σεβάσμιες γερόντισσες που δίπλα τους κονεύουν μικρές ψυχοκόρες κι άλλες γυναίκες πιο πέρα κοντά στο καφενείο «Η Μέλισσα» με τις τρεις παλιές μπαλκονόπορτες, το γείσο και το ακροκέραμο, κει που είναι αραχτές τρεις αφέντρες και πλέκουν η μια πετσετάκια με το βελονάκι, η άλλη κεντάει ανεβατό κι η τρίτη, η ελεύθερη, χτενίζει τα πλούσια μαλλιά της με βούρτσα της βαφής κι απ’ την απέναντι μεριά, διαγώνια από το καφενείο ψήνει ο φούρνος το ψωμί και μοσκοβολάει ξεροψημένη ζύμη. Είναι κι οι τρεις τους πικραμένες, μα καθόλου μνησίκακες κι έχουν τα χέρια σταυρωμένα, ίσως αγνοημένες και παραμελημένες…

Μια άλλη μεσοκαιρίτισα, από ξεπεσμένη αρχοντική γενιά, ποτίζει με το ράντιστρο τον κατηφέ της κι αναγαλλιάζει ο τόπος από χρυσαφιές αντανακλάσεις, η Μαρώ, που λες, γλυκοκοιτάζει τον Αριστείδη, το «Ναυαγό… έτσι τονε φωνάζουν εδώ στο χωριό», που κάθεται στο πεζούλι μαζί με τις γριές κι ανασκουντάει το ναυτικό του κασκέτο κι ειν’ ομορφονιός ο μπαγάσας κι ελεύθερος, αλλά και ναυαγός της ζωής, αφού κόντεψε να πνιγεί στη Μαύρη Θάλασσα, τώρα κοιτάζει το μέγα πόντο κι ανοίγουνε σφαλιγμένα παντζούρια… (φινιστρίνια, τα λέει αυτός) κι αερίζονται οι κουρτίνες του πέλαγου, κουρτίνες είναι μαθές τα κόκκινα σύννεφα, καθώς έτσι τα γλέπει και τον κεφαλώνει ο καιρός κι η αρμύρα φτάνει ώς το μεδούλι, την ίδια ώρα που η Μαρώ που έχει περάσει τα πενήντα, καλοστέκει όμως κι ειν’ από καλή φκιασά το κορμί της, χορεύει στο ταψί κουλούρες με μούστο και πετμέζι και καθώς κρυφοκοιτάξει το Ναυαγό τον θαυμάζει που παίρνει μια κύκλα ο χορός του σε κείνη τη στροφή της σούστας κι αναστενάζει από καημό. Ο Ναυαγός της όμως έχει τον νου του στο λιμάνι μήπως και καταπλεύσει εκειό το μεθυσμένο γαλάζιο καϊκάκι και μαζί του καταπλεύσουν και τα ροδισμένα του όνειρα.

Από τον πάνω μαχαλά του Μεσότοπου ανηφορίζει ένας λεβέντης, βιγλάτορας, που τραβάει να βιγλίσει αρχαίους μύθους και πονεμένα γυρογιάλια, θρηνολογώντας μικρασιάτικους αμανέδες, μπορεί και ζορμπαλήδες καημούς, με το που θα καθαρίσει το βλέμμα, κι εκείνο θα αναχαιτίζει από το βάθος τις Αργινούσες, θαρρώντας πως είναι ιθαγενές τοπίο, ενώ το παρεκκλήσι της Αγίας Θέκλας, με το ασβεστωμένο πανωσταύρι του θα ανακαλεί στο λάμπος του απομεσήμερου κάτι πελώριες τράτες που σεργιανίζουνε στο πέλαγο…

Είναι πια η ώρα που ροδακινίζει το δειλινό και το Ταβάρι κάτω στο γιαλό καλησπερίζει ίσκιους, γλαρόπουλα και φλόκους, καθώς η μέρα θα σκύβει για να σκεπάσει τους μενεξέδες, τ’ ασφοδίλια και τους μικροκαημούς των ψαράδων που καλάρουν ως πέρα από τη Σκάλα της Ερεσού…

Την ώρα δα εκείνη θα χτυπήσει ο εσπερινός και η καντηλανάφτισσα, αφού θάχει αποτελειώσει όλους τους εσπερινούς των δυτικών ανέμων, θα γυρίσει στην Παναγιά του Μεσότοπου να σημάνει τον Μέγα Εσπερινό, από τον πέρα κόλπο της Καλλονής ίσαμε τον άλλο μεγάλο κόλπο της γυναικείας προσμονής στη Σκάλα της Ερεσού…

Κι ως παίρνει να νυχτώνει η Πελαγία βιαστικά μαζεύει τ’ ανήλικα απ’ τα στενά για να διαβάσουν, τα στριμώχνει στο μέσα δώμα κι ύστερα τα πλαγιάζει απαιτώντας τους να της πούναι φωναχτά το πατερημό και κάτι συναξάρια που της έμαθε ο καλόγερος από τον Ταξιάρχη.

Μαζί με τα συναξάρια τους θα πλαγιάσει τελικά και το ταλαίπωρο σώμα της Σαπφώς που αλήτευε τόσες ώρες στις γύρω πλαγιές και τ’ ακροθαλάσσια της Ερεσού και του Μεσότοπου – μεγάλη η χάρη τους… 

Δίχως κηροπήγια και ψαλτήρια, παρά μονάχα με φωτοστέφανα σπάνιων λέξεων κι Ωραίες Πύλες, μέσα από τις οποίες αναβρύζει μια κελαρυστή κρήνη από κακοποιημένα σύμφωνα και σπασμένα φωνήεντα. 

Ποια κρήνη; Μα εκείνη η κρήνη του Ιερού Βήματος και της Ωραίας Πύλης. Της Ποίησης και της Ζωής, βεβαίως, βεβαίως… 

Υστερόγραφο 1: Η καντηλανάφτισσα του Μεσότοπου, από τη μια και η κοντοχωριανή της η Σαπφώ της Ερεσού, από την άλλη, φορούν κι οι δυο τον ίδιο φωτοστέφανο Έρωτα και Αγάπης, αλλά τόσο διαφορετικό ως προς την καταγωγή και την ψυχοσύνθεσή τους…

Υστερόγραφο 2: Ο Μεσότοπος που εδώ άλλοτε εμφανίζεται με πραγματικό πρόσωπο κι άλλοτε μεταμφιεσμένος, είναι ένα απομονωμένο χωριό της δυτικής Λέσβου, στο οποίο οδηγεί ένας παράδρομος από την Καλλονή με νοτιοδυτική κατεύθυνση. 

Το πανέμορφο αυτό Λεσβοχώρι το έμαθα από τον συμπολίτη μας συγγραφέα και φίλο Κώστα Ακρίβο, φιλοξενούμενος του οποίου βρέθηκα εκεί στο ωραίο του μικρό σπίτι, όπου ζει κι εργάζεται, εδώ και δυο μήνες.

 

Βοηδρομιών του 2024

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το