Άρθρα

Στον Κανάρη, 1832

Της Μαρίας Φλετορίδου,
δρ Γαλλικής Φιλολογίας

Με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση παραθέτουμε αποσπάσματα σε δική μας μετάφραση από το ποίημα του φιλέλληνα Βίκτωρα Ουγκώ (1802-1885) «Στον Κανάρη». Στο ποίημα αυτό, το οποίο ανήκει στη συλλογή «Τα τραγούδια του δειλινού», ο ποιητής θυμάται τον Κωνσταντίνο Κανάρη (1793-1877), αυτόν που αγάπησε τόσο και ύμνησε ως το σύμβολο του τέλειου ήρωα, ο οποίος αν και με μικρή σε μέγεθος βάρκα τα έβαζε με τα μεγαθήρια καράβια των Τούρκων. Ο Ουγκώ αναφωνεί και εκφράζει τη μεγάλη του απογοήτευση που όλοι πια έχουν ξεχάσει το όνομα του Κανάρη, όπως και την Ελλάδα και δεν κάνουν τίποτα πια γι’ αυτήν.
Κανάρη! Κανάρη! Σε ξεχάσαμε! / Για μια στιγμή μόνο φωνάξαμε: Η Ελλάδα! Αθήνα! / Σπάρτη! Λεωνίδα! Μπότσαρη! Δημοσθένη! / Κανάρη! Ημίθεε με τη δόξα τη λαμπρή! / Μετά σιωπή. Όλα καλά. Και τούτη τη στιγμή / από τη σκέψη μας, την στην αποθέωσή σου παραδομένη / όλα τα σβήσαμε για μια γραφή σε κάτι νέο αφιερωμένη! / Αντίο, Έλληνες ήρωες! Η δάφνη σας έχει πια μαραθεί! / […] Αλλά, ω Έλληνα! Σου μένει ο γαλάζιος σου ουρανός, η γαλάζια σου θάλασσα, / οι μεγάλοι σου αετοί, που στο άνοιγμα της φτερούγας τους χάνονται στον ορίζοντα, / ο ήλιος σου, που στο πέρασμα των εποχών είναι καθάριος πάντα, / των χλιαρών οριζόντων σου η γαλήνια ομορφιά, / της γλώσσας σου η αρμονία, η άφατη, η μαλακιά,/ που ο χρόνος ανακάτεψε με τις γλώσσες στην Ιταλία, / όπως η θάλασσα της Σάμου με το κύμα απ’ τη Βάια / γλώσσα του Ομήρου, όπου ο Δάντης λίγες λέξεις έριξε στο φως. / Σου μένει, καλών καγαθών ανδρών θησαυρός, / το ανάγλυφο μακρύ καρυοφύλλι, το γιαταγάνι το θαυμαστό, / οι μακριές λινές σου βράκες, το κοκκινοχρυσοκεντητό / βελούδινο καφτάνι σου, με του αγκώνα το κέντημα τα αστραφτερό! / Καθώς σε αφρίζοντα νερά το καΐκι σου γλιστρά, / από τις φημισμένες σου ακτές με καμάρι όπως περνά, / η γλυκιά εικόνα, σου μένει, ω Έλληνά μου, / άλλοτε, ενός λευκού αετώματος μέσα στης νύχτας την καταχνιά, / άλλοτε, σε μονοπάτι που τραβά γύρω απ’ της θάλασσας τα νερά, / κάποιας κυράς, από τη Θήβα ή απ’ της Σαλαμίνας τη μεριά χωριάτισσας με την περήφανη ματιά, που πάει τα πρόβατα στην αγορά, με τη βουκέντρα της που κεντά δυο μεγάλα βόδια ζευγαρωτά, καθισμένης πάνω σε ένα άρμα σαν μέσα από τον Όμηρο βγαλμένο, όμοια με την αρχαία Ίσιδα, πάνω σε ανάγλυφο της Αίγινας χαραγμένο!

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το